Τι σημαίνει το doppio στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης doppio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του doppio στο Ιταλικό.
Η λέξη doppio στο Ιταλικό σημαίνει μεταγλωττίζω, περνάω κπ ένα γύρο, τα διπλά, διπλή δόση, διπλός, διπλός, δίκλινος, διπλά, διπλό κρεβάτι, διπλός, νταμπλ, μακρινό χτύπημα ώστε ο ροπαλιστής να φτάσει στη δεύτερη βάση, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, διπλός, διπλός, διπλός, διπλάσιος, διπλός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης doppio
μεταγλωττίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (film) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In molte nazioni europee i film vengono doppiati invece di essere trasmessi in lingua originale con i sottotitoli. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες προτιμούν να μεταγλωττίζουν τις ταινίες απ' το να τις βλέπουν με υπότιτλους. |
περνάω κπ ένα γύροverbo transitivo o transitivo pronominale (superare di un giro) (σε αγώνα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) David è stato così veloce da doppiare alcuni avversari. Ο Ντέιβιντ ήταν τόσο γρήγορος που πέρασε τους άλλους αντιπάλους κατά έναν γύρο. |
τα διπλάsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho deciso di dare il doppio in beneficenza quest'anno. Αποφάσισα να δώσω άλλα τόσα σε φιλανθρωπίες φέτος. |
διπλή δόσηsostantivo maschile Ο Χάνκ είχε διπλή δόση προστασίας, από την ιδιωτική και τη δημόσια ασφάλεια. |
διπλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo dei fornelli elettrici con un forno doppio. Έχουμε μια ηλεκτρική κουζίνα με διπλό φούρνο. |
διπλόςaggettivo (doppia quantità) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Prendo un doppio whisky. Θα πάρω ένα διπλό ουίσκι. Οι εργάτες πήραν διπλό μισθό για τη δουλειά της Κυριακής. |
δίκλινος(per due) (δωμάτιο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vorremmo una camera doppia per tre notti, per piacere. Θα θέλαμε ένα δίκλινο δωμάτιο για τρία βράδια παρακαλώ. |
διπλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'è stato un errore con la transazione della mia carta di credito e ho finito per pagare doppio. Έγινε ένα σφάλμα στη συναλλαγή με την πιστωτική μου κάρτα και κατέληξα να πληρώνω τα διπλά. |
διπλό κρεβάτι(έπιπλο) |
διπλόςaggettivo (razione di liquore) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Una vodka per favore, e falla doppia. |
νταμπλsostantivo maschile (tennis) (στο τέννις) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Oggi pomeriggio si terranno le finali dei doppi misti. |
μακρινό χτύπημα ώστε ο ροπαλιστής να φτάσει στη δεύτερη βάσηsostantivo maschile (baseball) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il battitore ha battuto un doppio. |
αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια(teatro) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Quando l'attore si ammalò, il sostituto ha dovuto prendere il suo ruolo. |
διπλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo provvedimento costituisce una duplice minaccia per la sicurezza. Η πολιτική αυτή αποτελεί διπλή απειλή για την ασφάλεια. |
διπλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I giochi di parole sono divertenti perché hanno un doppio senso. |
διπλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διπλάσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Υπήρξε διπλάσια αύξηση στη δουλειά. |
διπλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ogni cosa che dice Glenn sembra avere un doppio senso. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του doppio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του doppio
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.