Τι σημαίνει το mangiare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mangiare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mangiare στο Ιταλικό.

Η λέξη mangiare στο Ιταλικό σημαίνει φαγητό, τρώω, τρώω, τρώω, πηδάω, πηδώ, τρώω, τρώω, τρώω, καταβροχθίζω, φαΐ, φαγητό, χαλάω, χαλώ, μασάω, μασώ, δαγκώνω, τρώω, τρόφιμο, φαγητό, καταναλώνω, φαγητό, παίρνω, μασάω, μασώ, τρέφομαι, τρέφομαι με, αιχμαλωτίζω, βρώσιμος, γουρουνιάζω, περιδρομιάζω, βρώσιμος, φαγώσιμος, μασουλάω, μασουλάω, έτοιμος για κατανάλωση, ασφαλής προς κατανάλωση, ασφαλής για κατανάλωση, σνακ, υγιεινό φαγητό, τρώω σε εστιατόριο, υγιεινή διατροφή, υπαίθριο γεύμα, δύσκολος στο φαγητό, υπερφαγία, υπερβολικό τάισμα, τρώω όσο θέλω, τρώω μέχρι να χορτάσω, τρώω σαν πουλάκι, παρατρώω, τρώω λαίμαργα, τρώω σπίτι, τρώω έξω, τελειώνω το φαγητό μου, τρώω έξω, τρώω στο σπίτι, ταΐζω, ρουφώ κτ με θόρυβο, επιδίδομαι σε κανιβαλισμό, ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω, ορμάω σε κτ, καταβροχθίζω, καταπίνω με δυσκολία, τρώγε και τελείωνε, φάε και τελείωνε, φάτε και τελειώνετε, φαγητό και ποτό, τρώω, ταΐζω, τελειώνω, ξεκινώ να τρώω, τρέφω, θρέφω, χλαπακιάζω, τσιμπολογάω, τσιμπάω, σαβουριάζω, τρώω όλο, τρώω υπερβολικά πολύ, απογαλακτίζομαι, τρώω σαν γουρούνι, τρώω σε εστιατόριο, πέφτω με τα μούτρα σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mangiare

φαγητό

verbo intransitivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Per parecchie persone mangiare è fonte di grande piacere.
Το φαγητό χαρίζει μεγάλη ευχαρίστηση σε ορισμένους.

τρώω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mangio pasta ogni giorno.
Τρώω ζυμαρικά κάθε μέρα.

τρώω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faccio fatica a mangiare la carne a causa del mio dente che dondola.
Δυσκολεύομαι να φάω κρέας εξαιτίας των χαλαρωμένων δοντιών μου.

τρώω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho fame. Mangiamo!
Πεινάω. Ας φάμε!

πηδάω, πηδώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (giochi, dama: pedine) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se adesso non mangi, perderai la partita.

τρώω

(gioco della dama) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Incredibile, ha mangiato tre mie pedine! Ora sto perdendo!

τρώω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ai buoni amici piace mangiare insieme.

τρώω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il fiume si mangia gli argini sabbiosi ogni volta che c'è una piena.

καταβροχθίζω

(figurato: consumare) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nuova stampante si mangia tanta di quella carta che c'è da preoccuparsi.
Ο νέος εκτυπωτής καταβροχθίζει τις προμήθειες χαρτιού με ανησυχητικό ρυθμό.

φαΐ, φαγητό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Devo dare ai bambini da mangiare, poi dobbiamo andare in piscina.

χαλάω, χαλώ

(informale, figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ruggine mi ha mangiato la macchina.

μασάω, μασώ, δαγκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah si mangiava le unghie piena di ansia durante l'attesa.
Γεμάτη άγχος, η Σάρα έτρωγε τα νύχια της ενώ περίμενε.

τρώω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: consumare) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il problema principale del programma è si mangia megabyte e megabyte di memoria.

τρόφιμο, φαγητό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se tu porti da bere io porto il cibo.
Θα φέρω τα φαγώσιμα αν φέρεις εσύ τα ποτά.

καταναλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I nostri animali consumano parecchio foraggio ogni giorno.
Τα ζώα μας καταναλώνουν αρκετή τροφή καθημερινά.

φαγητό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το εστιατόριο είχε σχετικά απλό φαγητό, αλλά ήταν φθηνό και νόστιμο.

παίρνω

(giochi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha preso uno dei pedoni dell'avversario nella partita di scacchi.

μασάω, μασώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard mangiava lentamente la mela.
Ο Ρίτσαρντ μασούσε αργά το μήλο.

τρέφομαι

(τρώω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I giornali scandalistici si cibano di scandali.

τρέφομαι με

Gli animali si nutrono di erba.

αιχμαλωτίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (scacchi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non lasciar mai che la regina del tuo avversario mangi il tuo cavallo.

βρώσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il nocciolo della pesca non è generalmente considerato commestibile.

γουρουνιάζω, περιδρομιάζω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il Martedì Grasso è un giorno per abbuffarsi prima che inizi la Quaresima.

βρώσιμος, φαγώσιμος

aggettivo (φρούτο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non so se quella mela è commestibile: guarda le ammaccature che ha.

μασουλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μασούλαγα ένα μήλο όταν έσπασε το δόντι μου.

μασουλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bambini mangiavano avidamente una pizza.
Τα παιδιά μασούλαγαν πίτσα χαρούμενα.

έτοιμος για κατανάλωση

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ασφαλής προς κατανάλωση, ασφαλής για κατανάλωση

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La carne cruda non è considerata sicura da mangiare in molte parti del mondo.
Το ωμό κρέας δεν θεωρείται ασφαλές προς κατανάλωση (or: ασφαλές για κατανάλωση) σε πολλά μέρη του κόσμου.

σνακ

(φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Abbiamo ordinato cibi e bevande durante la partita di baseball.

υγιεινό φαγητό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sto cercando di mangiare più alimenti sani, come frutta e verdure, e ridurre i dolci.

τρώω σε εστιατόριο

verbo intransitivo (in ristoranti, locali)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mangiare fuori regolarmente può venire a costare parecchio.
Το να τρως συχνά σε εστιατόρια μπορεί να αποδειχθεί πολύ ακριβό.

υγιεινή διατροφή

verbo intransitivo

υπαίθριο γεύμα

δύσκολος στο φαγητό

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

υπερφαγία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπερβολικό τάισμα

τρώω όσο θέλω, τρώω μέχρι να χορτάσω

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutti hanno mangiato fino a scoppiare al pranzo a buffet.

τρώω σαν πουλάκι

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

Per forza è così magra: mangia come un uccellino!

παρατρώω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando mangio troppo sto male.

τρώω λαίμαργα

Lo chef scrutava dalla finestrella, osservando i commensali che mangiavano avidamente.

τρώω σπίτι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abbiamo deciso di mangiare a casa invece di andare fuori al ristorante.

τρώω έξω

verbo intransitivo (σε εστιατόριο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Anna vuole mangiare fuori stasera perché è stanca di cucinare.
Η Άννα θέλει να φάει έξω απόψε γιατί έχει κουραστεί να μαγειρεύει.

τελειώνω το φαγητό μου

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se finisci di mangiare velocemente avremo più tempo per giocare.
Αν τελειώσεις το φαγητό σου, θα έχουμε περισσότερο χρόνο για παιχνίδι.

τρώω έξω

(giorno)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ho voglia di cucinare, quindi mi sa che pranzeremo fuori.
Δε θέλω να μαγειρέψω επομένως θα φάμε έξω.

τρώω στο σπίτι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταΐζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo dare da mangiare ai bambini.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η τήρηση του Οδηγού Υγιεινής είναι απαραίτητη για μονάδες που επισιτίζουν μέχρι χίλια τριακόσια άτομα ημερησίως.

ρουφώ κτ με θόρυβο

(bevande, ecc.) (νερό ή υγρή τροφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιδίδομαι σε κανιβαλισμό

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Porta fuori la spazzatura mentre io preparo da mangiare.
Γιατί δεν βγάζεις έξω τα σκουπίδια όσο εγώ θα ετοιμάζω φαγητό;

ορμάω σε κτ

(cibo: iniziare a mangiare voracemente) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Affamato dopo la passeggiata mattutina, James si avventò sul suo piatto di uova e pancetta.

καταβροχθίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dal modo in cui ha mangiato avidamente tutto quel cibo un potrebbe pensare che non toccava cibo da giorni.

καταπίνω με δυσκολία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρώγε και τελείωνε, φάε και τελείωνε, φάτε και τελειώνετε

(singolare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Finisci di mangiare! Ci aspetta un lungo cammino.
Φάε και τελείωνε! Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.

φαγητό και ποτό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τρώω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli ospiti hanno mangiato carne di cervo per cena.

ταΐζω

(animale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen dà da mangiare al cane ogni mattina.
Η Έλεν ταΐζει τον σκύλο κάθε πρωί.

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devi finire la tua verdura prima del dessert.

ξεκινώ να τρώω

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρέφω, θρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa fattoria rifornisce l'intero villaggio.
Αυτή η φάρμα τρέφει ολόκληρο το χωριό.

χλαπακιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo divorato la cena e siamo andati alla partita.
Χλαπακιάσαμε το βραδινό και πήγαμε να δούμε τον αγώνα.

τσιμπολογάω, τσιμπάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τσιμπάει το μεσημέρι και τρώει πλήρες γεύμα το βράδυ.

σαβουριάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρώω όλο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se finisci di mangiare le verdure poi avrai il dolce.
Αν φας όλα τα λαχανικά σου, μπορείς να φας επιδόρπιο.

τρώω υπερβολικά πολύ

(κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
State attenti a non abbuffarvi quando siete stressati.
Πρόσεχε να μην τρως υπερβολικά πολύ όταν είσαι στρεσαρισμένος.

απογαλακτίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il bambino iniziò a mangiare cibi solidi a 13 mesi.

τρώω σαν γουρούνι

verbo intransitivo (figurato: tanto) (μεταφορικά)

τρώω σε εστιατόριο

verbo intransitivo (di un ristorante) (όχι πακέτο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέφτω με τα μούτρα σε κτ

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mangiare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του mangiare

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.