Τι σημαίνει το pagare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pagare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pagare στο Ιταλικό.
Η λέξη pagare στο Ιταλικό σημαίνει πληρώνω, πληρώνω, βγαίνει σε καλό, πληρώνω, πληρώνω, το πληρώνω, εξοφλώ, αποπληρώνω, αποδίδω, πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημα, τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω, πληρώνω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, δαπανώ, ξοδεύομαι, πληρώνω, ξεπληρώνω οφειλή με σκοπό μείωσή της, δωροδοκώ, εξαγοράζω, δίνω, πληρώνω, πληρώνω, οφειλόμενος, οφειλόμενος, ατιμώρητος, ρεφενές, ποσό προς πληρωμή, αναλαμβάνω τα έξοδα, πληρώνω, πληρώνω με μετρητά, πληρώνω προκαταβολικά, πληρώνω με μετρητά, δωροδοκώ, εξαγοράζω, πληρώνω τον λογαριασμό, πληρώνω τον λογαριασμό, πληρώνω το τίμημα, πληρώνω μεγάλο ποσό, πληρώνω το μερίδιο μου, υπομένω τις συνέπειες, χρυσοπληρώνω, πληρώνω εγγύηση για κπ, αποπληρώνω χρέος με δάνειο, μοιράζομαι το κόστος, υφίσταμαι τις συνέπειες, μαλώνω, κτ δεν με αφήνει σε ησυχία, πληρώνω το μερίδιό μου, πληρώνω το λογαριασμό, πληρώνομαι, πληρώνω, υπερχρεώνω, προπληρώνω, χρεώνω λιγότερο, δίνω αποζημίωση, αποκαθιστώ, εκδικούμαι, ανταποδίδω, πληρώνω προκαταβολή, πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ, υφίσταμαι τις συνέπειες, χρησιμοποιώ χρήματα, υφίσταμαι τις συνέπειες του, πληρώνω παραπάνω από το κανονικό, συνεισφέρω, καταβάλλω, πληρώνω, πληρώνω λύτρα, χρεώνω κπ για κτ, υπερχρεώνω, εκδικούμαι κπ για κτ, πληρώνω ανάλογα με τη χρήση, υπερπληρώνω, χρεώνω κπ κτ, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ, υπερπληρώνω κάποιον για κάτι, ανταποδίδω, ξεπληρώνω, εκδικούμαι, εκδικούμαι, κάνω κπ να υποστεί τις συνέπειες, κερνάω, κερνώ, που έχει χρεωθεί, που τον έχουν χρεώσει, δεν πληρώνω, δεν πληρώνω, τιμωρούμαι για κτ, κερνάω, συνταξιοδοτώ, κλέβω στο ανωτέρω παιχνίδι με τράπουλα, φεύγω χωρίς να πληρώσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pagare
πληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non ho soldi. Puoi pagare tu? Δεν έχω λεφτά. Μπορείς να πληρώσεις; |
πληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι ή για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha pagato la cena quando è arrivato il conto. Πλήρωσε για το δείπνο του, όταν έφτασε ο λογαριασμός. |
βγαίνει σε καλόverbo transitivo o transitivo pronominale (essere vantaggioso) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Di solito essere gentili con gli altri paga. Συνήθως βγαίνει σε καλό να είσαι ευγενικός με τους άλλους. |
πληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (salario, stipendio) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sembra un buon lavoro, ma quanto pagano? Ακούγεται καλή δουλειά, αλλά πόσα δίνουν; |
πληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Visto che pago le mie tasse, vorrei avere voce in capitolo su ciò che l'amministrazione pubblica fa coi miei soldi. |
το πληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (soffrire le conseguenze) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non farlo o lo sconterai! Μην το κάνεις! Θα το πληρώσεις αν το κάνεις! |
εξοφλώ, αποπληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vorrei saldare ora il mio conto. Θα ήθελα να
αποπληρώσω τον λογαριασμό μου τώρα. |
αποδίδωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le azioni hanno fruttato il sei per cento l'anno scorso. |
πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημαverbo intransitivo (patire le conseguenze) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) il giudice disse all'imputato che avrebbe dovuto pagare per i suoi delitti. |
τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζωverbo intransitivo (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il padre della sposa pagherà le spese del matrimonio. |
εξοφλώ, ξεπληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È un mese che mi devi quei soldi. Sarebbe ora di saldare. Μου χρωστάς αυτά τα χρήματα εδώ και πάνω από έναν μήνα. Ήρθε η ώρα να με ξεπληρώσεις (or: εξοφλήσεις). |
δαπανώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tesoriere pagherà il denaro per il progetto alla fine del mese. |
ξοδεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Abbiamo perso il volo e poi abbiamo dovuto pagare dei nuovi biglietti. |
πληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa slot machine paga una fortuna se vinci il jackpot. La mia pensione renderà abbastanza da viverci. Αυτός ο κουλοχέρης θα πληρώσει μια περιουσία εάν πετύχεις τζάκποτ. |
ξεπληρώνω οφειλή με σκοπό μείωσή τηςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δωροδοκώ, εξαγοράζω(corrompere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La donna d'affari voleva che Leo non dicesse nulla a proposito delle sue attività fraudolente, perciò gli diede una mazzetta. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (salario, stipendio) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti pago cinque dollari se mi dici dove è andato. Θα σε πληρώσω πέντε δολάρια αν μου πεις που πήγαν. |
πληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (un oggetto) (για κάτι ή κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Che bel vestito! Quanto l'hai pagato? Τι ωραίο φόρεμα! Πόσο το πλήρωσες; |
πληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ για να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo pagarono per ridecorare la loro casa. Τον πλήρωσαν για να αλλάξει τη διακόσμηση στο σπίτι τους. |
οφειλόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La preghiamo di pagare immediatamente l'importo dovuto. |
οφειλόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Per favore sincerati che entro venerdì riceveremo la somma dovuta. Παρακαλείσθε να διασφαλίσετε ότι θα λάβουμε το οφειλόμενο ποσό έως την Παρασκευή. |
ατιμώρητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ρεφενές(colloquiale, figurato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hanno fatto alla romana; lui voleva offrire, ma lei gliel'ha impedito. |
ποσό προς πληρωμή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναλαμβάνω τα έξοδα, πληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I contribuenti si sobbarcheranno i costi della riforma sanitaria. |
πληρώνω με μετρητάverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις πιστωτική κάρτα εδώ, πρέπει να πληρώσεις με μετρητά. |
πληρώνω προκαταβολικάverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In certi distributori devi pagare prima di fare benzina. |
πληρώνω με μετρητάverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ho carte di credito: pago sempre in contanti. |
δωροδοκώ, εξαγοράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αναρωτιέμαι αν εκείνος ο αστυνομικός θα με αφήσει να φύγω χωρίς κλήση, αν τον δωροδοκήσω. |
πληρώνω τον λογαριασμόverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho chiesto al cameriere di pagare il conto. Ρώτησα το σερβιτόρο αν μπορούσα να πληρώσω το λογαριασμό. |
πληρώνω τον λογαριασμόverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πληρώνω το τίμημα(figurato, informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πληρώνω μεγάλο ποσό
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πληρώνω το μερίδιο μου
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπομένω τις συνέπειεςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se decidi di mentire ora, ne pagherai le conseguenze in seguito. |
χρυσοπληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho pagato un bel po' di soldi per questo, ma ora penso che sia robaccia da buttar via. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ξεπαραδιάστηκα για να το αγοράσω, αλλά τώρα ανακάλυψα πως είναι άχρηστο. |
πληρώνω εγγύηση για κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ladro rimane in carcere perché nessuno vuole pagare la sua cauzione. |
αποπληρώνω χρέος με δάνειο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μοιράζομαι το κόστος(idiomatico: dividere i costi) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando io e il mio fidanzato mangiamo fuori paghiamo sempre alla romana. |
υφίσταμαι τις συνέπειεςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) |
μαλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: punire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κτ δεν με αφήνει σε ησυχία(di situazione con esiti negativi futuri) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πληρώνω το μερίδιό μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πληρώνω το λογαριασμόverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'assicurazione ha respinto la mia richiesta di danni, per cui devo pagare di tasca mia il conto del carrozziere. |
πληρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vieni pagato mensilmente o settimanalmente? Vengo pagato ogni mese in contanti. Πληρώνεσαι κάθε εβδομάδα ή κάθε μήνα; Πληρώνομαι κάθε μήνα σε μετρητά. |
πληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Κατέβαινε τα λεφτά, πρέπει να πληρώσεις το μερίδιό σου. |
υπερχρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I venditori del mercato fanno deliberatamente pagare troppo i turisti. |
προπληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χρεώνω λιγότεροverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίνω αποζημίωση, αποκαθιστώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In base al Trattato di Versailles, la Germania era obbligata a pagare riparazioni di guerra agli Alleati. Υπό τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η Γερμανία αναγκάστηκε να δώσει αποζημιώσεις στους συμμάχους. |
εκδικούμαι, ανταποδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Για να τον εκδικηθεί, τα έφτιαξε με τον αδερφό του. |
πληρώνω προκαταβολήverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (pagare tanto) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quella macchina l'ha pagata salata, e invece non è altro che un rottame. |
υφίσταμαι τις συνέπειες(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'ha fatto il presidente ma è stato il suo successore a doverne subire le conseguenze. |
χρησιμοποιώ χρήματαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υφίσταμαι τις συνέπειες τουverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) |
πληρώνω παραπάνω από το κανονικόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Abbiamo pagato troppo la stanza d'albergo perché eravamo in alta stagione. |
συνεισφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (σε σκοπό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταβάλλω, πληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'università paga stipendi agli studenti che ne hanno diritto ogni mese. |
πληρώνω λύτραverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La famiglia ha pagato un riscatto per l'uomo sequestrato. |
χρεώνω κπ για κτ
Il barista non mi ha fatto pagare il drink. Ο μπάρμαν δεν με χρέωσε για το ποτό μου. |
υπερχρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il venditore mi ha fatto pagare troppo per l'auto, ma la colpa è mia che non ho negoziato. |
εκδικούμαι κπ για κτ
|
πληρώνω ανάλογα με τη χρήσηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπερπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χρεώνω κπ κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tassista mi ha fatto pagare 15 £. Ο ταξιτζής μου πήρε (or: μου ζήτησε) 15 λίρες. |
ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ(figurato: vendetta) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπερπληρώνω κάποιον για κάτι
|
ανταποδίδω, ξεπληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: vendicarsi) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo che John aveva messo Susan in imbarazzo, lei gliela fece pagare facendogli uno scherzo. Αφού ντρόπιασε τη Σούζαν ο Τζον, εκείνη του το ανταπέδωσε κάνοντάς του μια φάρσα. |
εκδικούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: vendicarsi) (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Come potrei fargliela pagare per quel brutto scherzo che mi ha fatto? Πως να τον εκδικηθώ για το κακόγουστο αστείο που μου έκανε; |
εκδικούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: vendicarsi) (κάποιον επειδή έκανε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non te l'ho ancora fatta pagare per avermi umiliato davanti ai miei amici. Ακόμα δεν σε έχω εκδικηθεί που με ταπείνωσες μπροστά σε όλους μου τους φίλους. |
κάνω κπ να υποστεί τις συνέπειεςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Alla fine ha pagato il conto di tutti i suoi stravizi e ha avuto grossi problemi di salute. Τελικά κλήθηκε να πληρώσει τις συνέπειες των κακών συνηθειών του όταν αρρώστησε βαριά. |
κερνάω, κερνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ieri sera quella donna generosa ha pagato da bere per tutti noi. Η γενναιόδωρη κυρία μας κέρασε όλους ποτά χτες το βράδυ. |
που έχει χρεωθεί, που τον έχουν χρεώσει(για κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le hanno fatto pagare una notte quando in realtà aveva solo cenato all'albergo. |
δεν πληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (δάνειο, χρέος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν πληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (δάνειο, χρέος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τιμωρούμαι για κτ(figurato, informale) Se danneggio la macchina di mia madre, la pagherò cara. |
κερνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi offriresti da bere? |
συνταξιοδοτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compagnia ti manderà in pensione al compimento dei sessant'anni. |
κλέβω στο ανωτέρω παιχνίδι με τράπουλαverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Michael costrinse Jenny a pagare una penalità al banco e lei dovette contribuire. |
φεύγω χωρίς να πληρώσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ανάλογα την περίπτωση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pagare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του pagare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.