Τι σημαίνει το tornare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tornare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tornare στο Ιταλικό.
Η λέξη tornare στο Ιταλικό σημαίνει επιστρέφω, ταιριάζω, συνάδω, επιστρέφω, ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ, επιστρέφω με αεροπλάνο, στέκω, ξαναπάω, έχω επιστρέψει, είμαι πίσω, ξαναγυρίζω, ξαναγυρνάω, γυρνώ πίσω, γυρίζω πίσω, ξαναπαίρνω, συμφωνώ, γυρνάω, γυρνώ, επιστρέφω, βγάζω νόημα, γυρίζω πίσω, περιέρχομαι στον προηγούμενο ιδιοκτήτη, κάνω come back, γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ, ξανάρχομαι σε κπ, επιστρέφω σε κτ, επιστρέφω, επιστρέφω, επιστρέφω, συνεχίζω, παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, στο κανονικό, χωρίς γυρισμό, προσγειώνομαι, κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου, φέρνω κπ/κτ στο μυαλό μου, γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι, πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι, επιστρέφω αμέσως, συνέρχομαι, χρειάζομαι, γυρίζω τον χρόνο πίσω, θυμάμαι, επιστρέφω στο παρελθόν, επαναλαμβάνω, ξανακάνω, φτάνω σπίτι, υποχωρώ,οπισθοχωρώ, με πλημμυρίζουν, επιστρέφω από, υποχωρώ από κτ, υπαναχωρώ από κτ, πάω αντίθετα, παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μου, γυρίζω πίσω, επανέρχομαι, ξαναγυρίζω, γυρίζω πίσω, επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ τον λόγο μου, προσκαλώ πάλι, στην πραγματικότητα, μεταστροφή, υποχώρηση, γυρνάω στην πατρίδα μου, γυρνάω στην πατρίδα, επιστρέφω, επανέρχομαι, ανακάμπτω, αλλάζω γνώμη, αντιφάσκω, γυρνάω πίσω, υποχωρώ, υπαναχωρώ, επανέρχομαι γρήγορα σε πρότερη κατάσταση, επιστρέφω σωρηδόν, επιστρέφω στην αρχική θέση, κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς, επιστρέφω σε κπ, επαναφέρω, επιστρέφω, γυρίζω, γυρίζω πάλι στην αρχή, επιστρέφω σε κτ, οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ, κοιτάζω πίσω, επιστρέφομαι, ξεμεθάω, διορθώνω, επανορθώνω, επαναφέρω, επιστρέφω σε κτ, επιστρέφω σπίτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tornare
επιστρέφωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Spero che ritorni presto. Ελπίζω να γυρίσει σύντομα. |
ταιριάζω, συνάδω(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I due diversi resoconti dello stesso evento non tornano. Οι δύο διαφορετικές περιγραφές του ίδιου γεγονότος δεν συνάδουν. |
επιστρέφωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I miei incubi tornano continuamente. |
ξαναπάω, ξαναπηγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Frank ha lasciato il suo portafogli a casa ed è dovuto ritornare per prenderlo. Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει. |
ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτverbo intransitivo (in un luogo) Un giorno mi piacerebbe tornare a Parigi. Θα μου άρεσε να ξαναπάω στο Παρίσι κάποια μέρα. |
επιστρέφω με αεροπλάνοverbo intransitivo (in aereo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στέκωverbo intransitivo (informale: non convince) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Scusa, ma quello che hai appena detto non mi torna. |
ξαναπάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'anno scorso sono andato a trovare mia zia in Grecia e non vedevo l'ora di tornarci. Πέρυσι επισκέφθηκα τη θεία μου στην Ελλάδα και ανυπομονώ να ξαναπάω. |
έχω επιστρέψει, είμαι πίσωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono tornato dal campo, ti sono mancato? |
ξαναγυρίζω, ξαναγυρνάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeremy aveva dimenticato i fiori, ma non aveva tempo di tornare. |
γυρνώ πίσω, γυρίζω πίσωverbo intransitivo L'autobus improvvisamente tornò alla fermata in modo che l'uomo potesse riprendere l'ombrello che aveva dimenticato. |
ξαναπαίρνω(una posizione fisica o postura) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμφωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Abbiamo contato i voti entrambi, ma le somme non corrispondono: io ho 750 'sì' mentre tu ne hai solo 748. Και οι δύο μετρήσαμε τις ψήφους αλλά τα αποτελέσματά μας δεν συμφωνούν. Εγώ μέτρησα 750 θετικές ψήφους ενώ εσύ μόνο 748. |
γυρνάω, γυρνώ, επιστρέφωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha tirato il boomerang, che è subito ritornato verso di lui. |
βγάζω νόημαverbo intransitivo (informale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si poteva girarla come si voleva ma i numeri semplicemente non tornavano. Όπως και να το έβλεπες τα νούμερα απλά δεν έβγαζαν νόημα. |
γυρίζω πίσω
Quando si rese conto di essersi dimenticato di comprare le uova, Ray tornò a piedi al supermercato. |
περιέρχομαι στον προηγούμενο ιδιοκτήτη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Al termine della locazione, il proprietario riacquisterà pieni diritti per rientrare della proprietà. |
κάνω come backverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nel 2013, il cantante pop è tornato il auge con un album di successo. Το 2013 ο ποπ τραγουδιστής έκανε come back με ένα άλμπουμ που έσπασε ρεκόρ πωλήσεων. |
γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπverbo intransitivo (da una persona) Gina ha deciso di tornare da suo marito e di cercare di far funzionare la relazione. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Ελένη ξαναγύρισε στον πρώην άντρα της. |
ξανάρχομαι σε κπverbo intransitivo (η ανάμνηση) Improvvisamente il nome del film mi tornò alla mente. Ξαφνικά ξαναθυμήθηκα το όνομα της ταινίας. |
επιστρέφω σε κτ
Sembra che Ted sia tornato al vizio dell'alcool e del gioco d'azzardo. Ο Τεντ φαίνεται να επέστρεψε στις κακές συνήθειες του ποτού και του τζόγου. |
επιστρέφω(κάπου, σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Spesso ritorno nella città in cui sono cresciuto. Συχνά γυρίζω στην πόλη που μεγάλωσα. |
επιστρέφω(σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Torniamo all'argomento a cui avevamo accennato prima. |
επιστρέφω, συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vorrei trattenermi di più, ma ora devo riprendere il mio lavoro. Θα μου άρεσε να μιλούσαμε περισσότερο, αλλά πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά μου. |
παίρνω τον δρόμο της επιστροφής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο κανονικόverbo intransitivo (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Alla fine di un episodio dei telefilm di solito torna tutto alla normalità. |
χωρίς γυρισμόverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha lasciato il Paese per non tornare più. Suo figlio partì per la guerra e non tornò mai più. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι καλές μέρες έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. |
προσγειώνομαι(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tornò con i piedi per terra brutalmente quando dovette iniziare il suo primo lavoro. Προσγειώθηκε απότομα όταν αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά για πρώτη φορά. |
κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μουverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cantante pop è tornato in auge dopo la sua apparizione in un reality show televisivo. |
φέρνω κπ/κτ στο μυαλό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'odore di pane in cottura mi ricorda gli anni che passai in collegio. |
γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτιverbo intransitivo Giovanotto, oggi dopo la scuola torna diretto a casa! |
πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτιverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando ho visto che pioveva, ho deciso di tornare a letto. |
επιστρέφω αμέσωςverbo intransitivo Torno subito, devo solo fare un salto al negozio a comprare delle uova. |
συνέρχομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Devo smetterla di farmi prendere dal panico; devo tornare in me. Είναι καιρός να σταματήσω να πανικοβάλλομαι και να συνέλθω. Είναι τόσο αγχωμένος. Πρέπει να συνέρθει. |
χρειάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tengo sempre delle graffette nel portafoglio: non si sa mai che possano tornare comode. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το βιβλίο που μου έδωσες μου φάνηκε πολύ χρήσιμο για την πτυχιακή μου. |
γυρίζω τον χρόνο πίσω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θυμάμαι(figurato: ricordare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιστρέφω στο παρελθόνverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επαναλαμβάνω, ξανακάνω(κτ που έκανα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτάνω σπίτιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono appena arrivato a casa dal lavoro. Chiamami appena arrivi a casa. Μόλις έφτασα σπίτι από τη δουλειά. Τηλεφώνησέ μου όταν φτάσεις σπίτι. |
υποχωρώ,οπισθοχωρώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono tornato indietro appena ho visto il Rottweiler lungo il mio percorso. |
με πλημμυρίζουν(immediatamente) (οι αναμνήσεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando Joan guardò la foto, le tornarono alla mente i ricordi della sua infanzia. |
επιστρέφω απόverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando sono tornato dalle vacanze, avevo una bella scottatura.
Quando torni dal negozio possiamo andare al cinema? Όταν επέστρεψα από τις διακοπές μου είχα ένα σοβαρά έγκαυμα. |
υποχωρώ από κτ, υπαναχωρώ από κτ
Disse che non sarebbe venuto meno alle sue promesse. |
πάω αντίθεταverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Scusa il ritardo, non ho visto il bivio per la spiaggia e sono dovuto tornare indietro. |
παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μουverbo transitivo o transitivo pronominale (gioco di carte: stesso seme del compagno) (χαρτοπαίγνια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se attacco a cuori, quando il mio compagno va in presa deve tornare lo stesso seme, cioè anche lui cuori, non picche! |
γυρίζω πίσω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo scalatore era esausto, ma si rifiutò di tornare indietro. Ο ορειβάτης είχε εξαντληθεί αλλά αρνήθηκε να γυρίσει πίσω. |
επανέρχομαι, ξαναγυρίζω, γυρίζω πίσω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Bisogna risalire a 25 anni fa, un tempo in cui il successo di quest'azienda era tutt'altro che scontato. |
επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si sta facendo tardi, torniamo indietro. |
αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ τον λόγο μου(rispetto a una promessa) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσκαλώ πάλιverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La commissione convocò nuovamente il candidato per un secondo colloquio. |
στην πραγματικότηταverbo intransitivo (figurato) (επαναφέρω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Solo quando le ho detto che ero sul lastrico è tornata coi piedi per terra e ha smesso di spendere a più non posso. Όταν της είπα ότι είμαι απένταρος, είδε και πάλι τα πράγματα ρεαλιστικά και σταμάτησε τις καταναλωτικές της κραιπάλες. |
μεταστροφή(figurato: tornare sui propri passi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υποχώρηση(figurato: cambiare idea, decisione) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γυρνάω στην πατρίδα μου, γυρνάω στην πατρίδαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lisa ha trascorso cinque anni a lavorare oltre oceano e non vedeva l'ora di tornare al suo paese. Η Λίζα πέρασε πέντε χρόνια δουλεύοντας στο εξωτερικό και ανυπομονούσε να γυρίσει στην πατρίδα της. |
επιστρέφω, επανέρχομαι(teatro, cinema) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανακάμπτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo il triplo bypass è tornato a vivere e ora fa una vita attiva. |
αλλάζω γνώμη(figurato) Il politico ha fatto marcia indietro, dicendo che i suoi commenti non erano intesi in senso letterale. |
αντιφάσκω(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γυρνάω πίσωverbo intransitivo |
υποχωρώ, υπαναχωρώ(ritrattare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Aveva esposto il suo punto di vista e non era più disposto a tornare indietro. |
επανέρχομαι γρήγορα σε πρότερη κατάσταση
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιστρέφω σωρηδόνverbo intransitivo Quando il negozio riaprì i clienti tornarono in massa. |
επιστρέφω στην αρχική θέσηverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Generalmente i costumi da bagno sono fatti di un tessuto che torna al proprio posto quando lo si tira. |
κινούμαι ήσυχα/κρυφά προςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono tornato indietro al mio posto nella fila prima che l'insegnante si accorgesse che mi ero allontanato. |
επιστρέφω σε κπverbo intransitivo (alla posizione originaria) |
επαναφέρωverbo intransitivo (μια κατάσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono ritornato alla versione precedente del software e ha funzionato bene. |
επιστρέφω, γυρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sarebbe bello, un giorno, ritornare alla città in cui sono nato. |
γυρίζω πάλι στην αρχήverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστρέφω σε κτ
Alcuni pensano che dovremmo tornare a un sistema di baratto invece che monetario. Μερικοί πιστεύουν ότι θα πρέπει να επιστρέψουμε στην ανταλλακτική οικονομία αντί να έχουμε χρήματα. |
οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ(figurato) (μτφ: σε/σχετικά με κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κοιτάζω πίσω(μεταφορικά) Quando torno con il pensiero al passato, devo ricordarmi di guardare al futuro in cerca di giorni migliori. |
επιστρέφομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La mia email mi è tornata indietro perché ho scritto il tuo indirizzo sbagliato. Το email επέστρεψε σε μένα, επειδή πληκτρολόγησα λάθος τη διεύθυνσή σου. |
ξεμεθάω(ανεπίσημο: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli amici di Peter gli hanno fatto bere un sacco di caffè nel tentativo di fargli smaltire la sbornia. |
διορθώνω, επανορθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se Tom è arrabbiato è colpa tua: sei stato tu, quindi ora sei tu che devi trovare un modo per tornare indietro! Εσύ φταις που ο Τομ είναι αναστατωμένος· εσύ το έκανες οπότε τώρα πρέπει να βρεις τρόπο να επανορθώσεις! |
επαναφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Προσπαθούν να επαναφέρουν τα παντελόνια - καμπάνα; |
επιστρέφω σε κτverbo intransitivo Alcuni ritengono che la Corea del nord stia tornando alla vita della sua epoca più buia. |
επιστρέφω σπίτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questo piccione è sempre il più veloce a tornare a casa. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tornare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του tornare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.