Τι σημαίνει το dolce στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dolce στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dolce στο Ιταλικό.
Η λέξη dolce στο Ιταλικό σημαίνει γλυκός, γλυκός, γλυκός, γλυκιά γεύση, γλυκός, γλυκός, συμπαθής, αξιαγάπητος, επιδόρπιο, αξιαγάπητος, απαλός, χαλαρωτικός, ομαλός, μαλακός, σταδιακός, γλυκός, επιδόρπιο, γλυκό, ήπιος, απαλός, μαλακός, μαλακός, ήπιος, πράος, τούρτα, κέικ, επιδόρπιο, απαλός, ήπιος, γλυκός, γλυκύφωνος, τρυφερός, ήπιος, απαλός, απαλός, ευχάριστος, ευγενικός, ευχάριστος, αρτοσκεύασμα, τρυφερός, στοργικός, ομαλός, ευθανασία, μέλλουσα, γλυκός σαν μέλι, φέρνω με τρόπο, του γλυκού νερού, ημίγλυκος, γλυκός σαν μέλι, γλυκομίλητος, με ευχάριστο άρωμα, σπίτι μου σπιτάκι μου, ζελέ, καραβίδα, επιδόρπιο με ζύμη, κρέμα και φρούτα, τηγανίτα, αμυγδαλωτό καρύδας, φατζ με μαύρη ζάχαρη, βούτυρο, γάλα, βανίλια και ξηρούς καρπούς, γλυκό νερό, πουτίγκα ψωμιού, κέικ σοκολάτα, λίμνη του γλυκού νερού, σταδιακή κλίση, σοκολάτα, γλυκοπατάτα, γλυκό κρασί, χριστουγεννιάτικο κέϊκ, ρυζόγαλο, κραμπλ μήλου, γλυκό ψωμάκι με επικάλυψη ζάχαρη, εύκολη ζωή, μαργαριτάρι γλυκού νερού, γλυκομπίζελο, το άλλο μου μισό, είμαι έγκυος, είμαι έγκυος, με γλυκό νερό, πολύ γλυκός, φλογέρα, είδος μπισκότου ή βάσης για τούρτα, κέϊκ αμυγδάλου, φασόλια σε σάλτσα ντομάτας με μελάσα, καλαμπόκι, περιμένω παιδί, μαλακός χάλυβας, είδος γλυκιάς κρέμας, ψωμάκι με αποξηραμένα φρούτα, παντεσπάνι, πουτίγκα με σταφίδες, βουχλόη, σαλάτα με καλαμπόκι και λαχανικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dolce
γλυκόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo dessert è molto dolce. Αυτό το επιδόρπιο είναι πολύ γλυκό. |
γλυκόςaggettivo (acqua) (νερό: όχι αλμυρό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il contenitore di pesce è pieno di acqua dolce, non salata. Αυτό το ενυδρείο είναι γεμάτο με γλυκό νερό, όχι με θαλασσινό. |
γλυκόςaggettivo (acqua: non salata) (μτφ: όχι θαλασσινός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa fontana eroga acqua dolce. |
γλυκιά γεύσηsostantivo maschile (cibi, non salato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) James preferisce il salato al dolce. |
γλυκόςaggettivo (non salato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Preferisco gli snack dolci a quelli salati. Προτιμώ τα γλυκά από τα αλμυρά σνακ. |
γλυκόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La band suonava una melodia dolce. Το συγκρότημα έπαιξε μια γλυκιά μελωδία. |
συμπαθής, αξιαγάπητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) James è un uomo dolce. |
επιδόρπιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vuoi del gelato per dessert? Θα ήθελες παγωτό για επιδόρπιο; |
αξιαγάπητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hai un cane adorabile. Ο σκύλος σου είναι πολύ γλυκός. |
απαλός, χαλαρωτικόςavverbio (musica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ομαλόςaggettivo (pendio) (πλαγιά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Prova le discese dolci se indossi gli stivali nuovi. |
μαλακόςaggettivo (consonante) (φωνολογία: σύμφωνο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tutti i versi della poesia terminano con suoni consonantici dolci. |
σταδιακόςaggettivo (pendio) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In fondo al giardino una dolce pendenza conduce giù nel campo. |
γλυκόςaggettivo (suono) (μουσική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suono gradevole da soprano della mamma si sentiva in tutta la casa. |
επιδόρπιο, γλυκόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Di solito mangiamo il dessert dopo aver mangiato pietanze salate. |
ήπιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La dolce corrente muoveva i ciottoli sul fondo del ruscello. Το ήπιο ρεύμα διαμόρφωσε τα βότσαλα στο ρυάκι. |
απαλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) i movimenti del ballerino erano armoniosi. |
μαλακόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La città poteva contare su un'acqua oligominerale naturale. |
μαλακόςaggettivo (fonetica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La 'c' morbida si pronuncia in inglese come una 's'. |
ήπιος, πράοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τούρτα(γενεθλιών, γάμου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Amo le torte fatte con un sacco di cioccolato. Λατρεύω τις τούρτες με πολύ σοκολάτα. |
κέικ
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιδόρπιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Έχουμε τούρτα σοκολάτα για επιδόρπιο. |
απαλός, ήπιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il vino aveva un gusto buono e dolce. Το κρασί είχε μια ωραία απαλή γεύση. |
γλυκόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mangiare cereali zuccherati al mattino può aumentare la quantità di zucchero nel sangue a un livello dannoso. Preferisco gli snack salati a quelli dolci. |
γλυκύφωνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρυφερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Zoe ha dato al suo ragazzo un bacio affettuoso. Η Ζωή έδωσε στο φίλο της ένα τρυφερό φιλί. |
ήπιος, απαλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I peperoncini erano abbastanza dolci, ma a Sarah non sono comunque piaciuti. Η πιπεριές τσίλι ήταν αρκετά ήπιες, αλλά παρόλα αυτά δεν άρεσαν στη Σάρα. |
απαλός, ευχάριστοςaggettivo (parole, voce) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευγενικός, ευχάριστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il sorriso dolce di Catherine la faceva apprezzare da tutti. |
αρτοσκεύασμαsostantivo maschile (επίσημο, συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) William e Hele hanno mangiato dei dolcetti con il caffè. Ο Ουίλλιαμ και η Χέλεν έτρωγαν σφολιατοειδή μαζί με τον καφέ τους. |
τρυφερός, στοργικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La dolce moglie di Peter lo confortò quando perse il lavoro. Η στοργική γυναίκα του Πίτερ τον παρηγόρησε όταν έχασε τη δουλειά του. |
ομαλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il pilota ha fatto un atterraggio morbido. |
ευθανασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Diede a suo marito una dose fatale perché stava morendo di cancro dolorosamente, ma l'eutanasia è ancora illegale. |
μέλλουσαaggettivo (μητέρα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le donne incinte sono le benvenute a partecipare al laboratorio per genitori. |
γλυκός σαν μέλι(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il tuo viso innocente era delizioso la prima volta che ti ho incontrata. |
φέρνω με τρόπο(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Addolcirò quello che ho da dirgli, in modo da non sconvolgerlo troppo. |
του γλυκού νερούlocuzione aggettivale (animale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il lago ospita molte specie di pesci di acqua dolce. |
ημίγλυκοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλυκός σαν μέλιaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questi cupcake sono dolci come il miele! |
γλυκομίλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rimasi stupito quando mia sorella che ha una voce dolce cominciò a urlare contro di me. |
με ευχάριστο άρωμαlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπίτι μου σπιτάκι μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζελέsostantivo maschile (alimenti) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Avevo ancora fame, ma per dessert avevano solo un dolce di gelatina. Πεινούσα ακόμη και είχαν μόνο ζελέ για γλυκό. |
καραβίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιδόρπιο με ζύμη, κρέμα και φρούταsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τηγανίταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αμυγδαλωτό καρύδαςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φατζ με μαύρη ζάχαρη, βούτυρο, γάλα, βανίλια και ξηρούς καρπούςsostantivo maschile (ζαχαροπλαστική) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γλυκό νερόsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Io nuoto solo in acqua dolce. Il pesce persico è un pesce assolutamente di acqua dolce. Κολυμπάω μόνο σε γλυκό νερό. Η πέρκα είναι αποκλειστικά ψάρι του γλυκού νερού. |
πουτίγκα ψωμιούsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κέικ σοκολάτα(dolce rotondo) (π.χ. για τον καφέ) La "torta del diavolo" è un tipo di torta al cioccolato. |
λίμνη του γλυκού νερούsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci piace andare a pescare nei laghi d'acqua dolce tra le montagne. |
σταδιακή κλίσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σοκολάταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γλυκοπατάταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo sformato di patata dolce è un piatto tipico dell'America meridionale. Mi piacciono le patate dolci gratinate col formaggio. Η πίτα με γλυκοπατάτα είναι συνηθισμένο πιάτο της κουζίνας του αμερικάνικου Νότου. Μου αρέσουν οι γλυκοπατάτες με τριμμένο τυρί από πάνω. |
γλυκό κρασίsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I vini dolci sono di solito serviti come dessert. |
χριστουγεννιάτικο κέϊκsostantivo maschile (UK) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρυζόγαλοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo dolce di riso è buonissimo, mamma! |
κραμπλ μήλουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γλυκό ψωμάκι με επικάλυψη ζάχαρηsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εύκολη ζωή(figurato) |
μαργαριτάρι γλυκού νερούsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le perle di mare hanno un valore maggiore delle perle d'acqua dolce. |
γλυκομπίζελοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
το άλλο μου μισόsostantivo femminile (coniuge) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
είμαι έγκυοςverbo intransitivo (figurato: incinta) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
είμαι έγκυοςverbo intransitivo (idiomatico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με γλυκό νερόlocuzione aggettivale (lago) (λίμνη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il lago è vicino all'oceano, ma è ancora uno specchio di acqua dolce. |
πολύ γλυκός
I bambini amavano il sapore zuccheroso delle caramelle. |
φλογέραsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Spesso è il flauto dolce il primo strumento che imparano a suonare i bambini. |
είδος μπισκότου ή βάσης για τούρταsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κέϊκ αμυγδάλου
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φασόλια σε σάλτσα ντομάτας με μελάσαsostantivo plurale maschile In Quebec per colazione mangiamo fagioli in salsa dolce. Στο Κεμπέκ για πρωινό τρώμε φασόλια σε σάλτσα ντομάτας με μελάσα. |
καλαμπόκιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le uniche verdure che piacciono ai miei figli sono il mais dolce e le carote. Το καλαμπόκι είναι πιο γλυκό όταν μαζευτεί ακριβώς πριν μαγειρευτεί. Το καλαμπόκι και οι πατάτες είναι τα μόνα λαχανικά που τρώνε τα παιδιά μου. |
περιμένω παιδί(gravidanza) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mia moglie aspetta un bambino. Η γυναίκα μου περιμένει παιδί. |
μαλακός χάλυβαςsostantivo maschile |
είδος γλυκιάς κρέμαςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ψωμάκι με αποξηραμένα φρούταsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il pane dolce col burro è ottimo a colazione. |
παντεσπάνι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Adam suddivise la pastella per il dolce spugnoso nelle tortiere e le mise nel forno. |
πουτίγκα με σταφίδες(tradizione britannica) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βουχλόη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σαλάτα με καλαμπόκι και λαχανικάsostantivo femminile (e verdure miste) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dolce στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του dolce
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.