Τι σημαίνει το nido στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nido στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nido στο Ιταλικό.
Η λέξη nido στο Ιταλικό σημαίνει φωλιά, φωλιά, προστατευμένο περιβάλλον, παιδικός σταθμός, παιδικός σταθμός, παιδικός σταθμός, φροντίδα παιδιών, παιδικός σταθμός, πουλί που φτιάχνει φωλιά, κυψελοειδής, κυψελιδωτός, ένστικτο φωλιάσματος, κέντημα σε ύφασμα με σούρες, αετοφωλιά, φωλιά πουλιού, σφηκοφωλιά, άδεια φωλιά, σύνδρομο άδειου σπιτιού, σύνδρομο άδειας φωλιάς, ερωτική φωλιά, φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιά, φεύγω από τη φωλιά, διάθεση παραμονής στο σπίτι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φωλιά κορακιού, φεύγω από το πατρικό μου, φεύγω από το πατρικό μου, κυψελοειδής, φτιάχνω φωλιά για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nido
φωλιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'uccello si è fatto un nido nell'albero. Το πουλί έχτισε μια φωλιά στο δέντρο. |
φωλιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le api si sono fatte un nido nel capanno. Οι μέλισσες έχτισαν μια φωλιά στο υπόστεγο. |
προστατευμένο περιβάλλον(figurato) Αυτοί οι μαθητές θα τρομάξουν όταν αφήσουν το προστατευμένο περιβάλλον τους στην πανεπιστημιούπολη και προσπαθήσουν να βρουν δουλειά. |
παιδικός σταθμός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Il posto di lavoro di Sarah dispone di un asilo nido che le permette di avere il bambino vicino pur continuando a lavorare. Η δουλειά της Σάρας έχει έναν βρεφονηπιακό σταθμό στο ίδιο κτίριο και έτσι μπορεί να είναι κοντά στο μωρό της και να πηγαίνει στη δουλειά. |
παιδικός σταθμόςsostantivo maschile (istituto scolastico) (για παιδιά) Samantha scaricò suo figlio all'asilo nido prima di andare al lavoro. |
παιδικός σταθμός(sotto i 3 anni) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Alcune aziende hanno degli asili nido interni per i figli delle proprie dipendenti. |
φροντίδα παιδιώνsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mio bambino di due anni va al nido ogni mattina dei giorni feriali. |
παιδικός σταθμός
|
πουλί που φτιάχνει φωλιά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cardellino è un uccello che solitamente nidifica in questa zona del paese. |
κυψελοειδής, κυψελιδωτόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ένστικτο φωλιάσματοςsostantivo maschile (ζωολογία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κέντημα σε ύφασμα με σούρεςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il vestito della bambina era bianco e rosa e aveva un nido d'ape nella parte superiore. |
αετοφωλιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φωλιά πουλιούsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'è un nido d'uccello costruito sull'albero di fronte a casa mia. |
σφηκοφωλιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Prendi questo spray, portalo su sul campanile e occupati di quel nido di vespe. |
άδεια φωλιάsostantivo maschile (μεταφορικά) |
σύνδρομο άδειου σπιτιού, σύνδρομο άδειας φωλιάςsostantivo femminile (αφού φύγουν τα παιδιά από το πατρικό) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ερωτική φωλιάsostantivo maschile |
φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La maggior parte degli uccelli lascia il nido quando ha imparato a volare. |
φεύγω από τη φωλιά(uccello) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διάθεση παραμονής στο σπίτιverbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La coppia si stava costruendo il proprio nido e ciò infastidiva gli amici che invece volevano uscire a bere. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(figurato, poco usato) |
φωλιά κορακιούsostantivo maschile (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sul camino del mio vicino c'è un nido di corvo. |
φεύγω από το πατρικό μουverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I ragazzi hanno finalmente lasciato il nido e ora siamo solo noi due. |
φεύγω από το πατρικό μουverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: figli) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυψελοειδής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La struttura a nido d'ape del pannello lo rende forte ma leggero. |
φτιάχνω φωλιά για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tom ha preparato una lettiera fresca per i porcellini d'India. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nido στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του nido
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.