Τι σημαίνει το limite στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης limite στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του limite στο Ιταλικό.
Η λέξη limite στο Ιταλικό σημαίνει όριο, όριο, όρια, όριο, στο όριο, όριο, ανασταλτικός παράγοντας, όριο, όριο, όριο, περιορισμός, ακμή, κόψη, όριο, όριο, περιορισμός, αδυναμία, όριο, άνω όριο, ανώτατο όριο, όριο, άκρο, όριο, όρια, σύνορα, όριο, όρια, χείλος, μέγιστο, με ακραίες τιμές, περίμετρος, εξελίσσομαι σε κρίση, όριο, ξοδεύω παραπάνω από ό, τι έχω, ξοδεύω περισσότερα από ότι διαθέτω, με όριο, στο όριο, στη διαχωριστική γραμμή, ενδιάμεσα, στο μέγιστο βαθμό, ως ένα σημείο, τολμηρός, πικάντικος, που τρέχει πολύ, όριο αλπικής ζώνης, υψόμετρο μόνιμης χιονοκάλυψης, γραμμή ανώτατης στάθμης, όριο ταχύτητας, ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας, ελάχιστο/κατώτατο όριο, ανώτατο όριο τιμών, χρονικό περιθώριο, χρονικό όριο, υψόμετρο μέχρι το οποίο φυτρώνουν δέντρα, ανώτατο όριο, ανώτερο όριο, όριο οινοπνεύματος, περιορισμός βάρους, περιορίζω, φτάνω στα άκρα, θέτω όριο, πέφτω σε τέλμα, που τρέχει, στο όριο, φτάνω τα όρια, πάω ως το τέρμα, σχεδόν, οριακά, είμαι στα όρια, βάζω όριο σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης limite
όριοsostantivo maschile (matematica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tom non aveva idea di come trovare il limite della funzione. |
όριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Τα ζώα απλώθηκαν μέχρι τα απομακρυσμένα άκρα της περιφραγμένης περιοχής. |
όριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il rilasciato su cauzione è stato arrestato per aver attraversato i confini dello stato nel Texas. Ο ελεύθερος με αναστολή συνελήφθη επειδή πέρασε τα σύνορα της πολιτείας με το Τέξας. |
όριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il peso massimo consentito per i bagagli a mano dalle compagnie aeree è di venti libbre. Τα δέκα κιλά είναι το όριο για τις χειραποσκευές σε εκείνη την αεροπορική. Ο μπάρμαν αρνήθηκε να μου σερβίρει γιατί είχα φτάσει στο όριο. |
στο όριο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non è diabetico, ma è un caso limite. Δεν είναι διαβητικός, αλλά είναι στο όριο. |
όριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Qual è il termine massimo per la presentazione delle domande? |
ανασταλτικός παράγονταςsostantivo maschile Il fatto di non essersi mai laureato sarà un fattore limitante per la sua carriera. Per alcuni pesci, il limite è la dimensione dell'acquario in cui vengono tenuti. |
όριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le piace la tequila, ma il suo limite sono due bicchieri altrimenti non riesce a tornare a casa. |
όριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I limiti delle classi hanno impedito all'ereditiera di sposare il domestico. Οι περιορισμοί της κοινωνικής τάξης δεν επέτρεπαν στη διάδοχο να παντρευτεί τον μπάτλερ. |
όριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il governo ha posto un limite alla somma che i banchieri possono percepire a titolo di bonus. |
περιορισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Μην θέτεις περιορισμούς στον εαυτό σου. Αν θέλεις να κάνεις κάτι, απλά δοκίμασέ το! |
ακμή, κόψη(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Settembre delimita la soglia tra l'estate e l'autunno. |
όριο(di reazione) (κατώτατο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I suoni non hanno raggiunto la soglia di udibilità. Ο ήχος δεν έφτανε τα όρια της ακουστότητας. |
όριο(figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quest'anno il congresso ha fissato un tetto alle spese discrezionali. |
περιορισμόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I limiti della legge impediscono agli agenti di polizia di decidere le pene dei sospetti. Οι περιορισμοί του νόμου αποτρέπουν την αστυνομία απ' το να αποφασίσει για την τιμωρία των υπόπτων. |
αδυναμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo piano ha troppe falle. |
όριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άνω όριο, ανώτατο όριο
In questo periodo il tetto del debito pubblico è un grosso problema per il governo. Στις μέρες μας, το ανώτατο όριο χρέους είναι μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση. |
όριοsostantivo maschile (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'avvocato agiva ai limiti della legalità. Una sola barca a vela si trovava lungo il margine orientale del lago. Ο δικηγόρος λειτουργούσε στα όρια της νομιμότητας. Ένα μόνο ιστιοφόρο ήταν στο ανατολικό όριο της λίμνης. |
άκρο, όριο(συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Paul ha sempre voluto portare le proprie acrobazie all'estremo. Ο Πωλ πάντα ήθελε να φτάσει τα ακροβατικά του στα άκρα (or: όρια). |
όρια, σύνοραsostantivo maschile (di proprietà) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I confini della sua proprietà erano segnati in modo chiaro. Τα όρια (or:σύνορα) της ιδιοκτησίας του ήταν σημειωμένα ξεκάθαρα. |
όριοsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il suo entusiasmo per la materia non conosce limiti. Ο ενθουσιασμός του για το θέμα δεν έχει όρια. |
όριαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sfortunatamente questo caso è al di fuori del limite della mia giurisdizione. |
χείλοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In piedi sul ciglio del dirupo, Leo sentiva il vento sulla faccia. |
μέγιστο
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
με ακραίες τιμές(oltre ogni limite) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περίμετρος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La Signora Roberts ha piantato dei cespugli lungo il perimetro della sua proprietà. |
εξελίσσομαι σε κρίση(figurato: crisi) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όριο(ανώτατο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il governo vuole fissare delle quote per l'immigrazione. |
ξοδεύω παραπάνω από ό, τι έχω, ξοδεύω περισσότερα από ότι διαθέτω(spendere oltre il dovuto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Εκείνο το τμήμα ξόδεψε περισσότερα χρήματα από ότι διέθετε. |
με όριοlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο όριο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono al limite della mia pazienza. |
στη διαχωριστική γραμμή, ενδιάμεσαavverbio (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo essere stato lasciato dalla moglie, ha trascorso diversi mesi sull'orlo tra sanità mentale e pazzia. Questo è sull'orlo dall'essere offensivo. |
στο μέγιστο βαθμό
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Gli piace sempre fare delle esperienze al limite per sentirsi più vivo. |
ως ένα σημείο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il film mi è piaciuto fino a un certo punto, però la violenza gratuita me lo ha rovinato. |
τολμηρός, πικάντικος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που τρέχει πολύsostantivo femminile (οδηγός αυτοκινήτου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όριο αλπικής ζώνηςsostantivo maschile (υψόμετρο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υψόμετρο μόνιμης χιονοκάλυψηςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γραμμή ανώτατης στάθμης(fiumi, laghi) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όριο ταχύτηταςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Negli Stati Uniti, il limite di velocità nella maggior parte delle autostrade è 65 miglia all'ora. |
ηλικιακό όριο, όριο ηλικίαςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La maggior parte dei giudici federali degli Stati Uniti devono andare in pensione al limite di età di 75 anni. |
ελάχιστο/κατώτατο όριοsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανώτατο όριο τιμώνsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Molti economisti ritengono che fissare un tetto massimo dei prezzi interferisca con l'economia del libero mercato |
χρονικό περιθώριο, χρονικό όριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'appaltatore non è riuscito a rispettare il limite di tempo e ha dovuto quindi pagare una penale. |
υψόμετρο μέχρι το οποίο φυτρώνουν δέντρα(geografia) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Siamo saliti tutto il giorno fino ad arrivare oltre al limite degli alberi. |
ανώτατο όριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανώτερο όριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho raggiunto il limite superiore di quanto posso guadagnare in questo lavoro. |
όριο οινοπνεύματος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
περιορισμός βάρουςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
περιορίζωsostantivo maschile (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτάνω στα άκραverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I più grandi atleti sono preparati ad arrivare al limite per raggiungere il successo. |
θέτω όριοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέφτω σε τέλμαverbo transitivo o transitivo pronominale (άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που τρέχει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La polizia ha inseguito la macchina che superava il limite di velocità. |
στο όριοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Beve fino al limite consentito solo quando deve guidare. |
φτάνω τα όρια, πάω ως το τέρμαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχεδόν, οριακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Queste pratiche commerciali sono al limite dell'illegalità. |
είμαι στα όρια(κάποιου πράγματος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha parlato in un modo che si avvicinava al sarcasmo. Μιλούσε με τρόπο που ήταν στα όρια του σαρκασμού. |
βάζω όριο σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του limite στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του limite
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.