Τι σημαίνει το termine στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης termine στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του termine στο Ιταλικό.

Η λέξη termine στο Ιταλικό σημαίνει όρος, πλήρης κύηση, όρος, όρος, διακοπή, ολοκλήρωση, λήξη, τέλος, φινάλε, άκρο, τελείωμα, προθεσμία, λήξη, αποπεράτωση, εδώ είναι το τέρμα, τέλος, τέλος, τέρμα, πέρας, τέλος, κλείσιμο, που μπορεί να τερματιστεί, ακυρωθεί, βραχυπρόθεσμος, πλήρως σχηματισμένος, μακροπρόθεσμα, θεμέλιος λίθος, λέξη που έχει γίνει καραμέλα, μακροπρόθεσμη μνήμη, πρόσφατη μνήμη, τεχνικός όρος, προσωρινός υπάλληλος, προθεσμιακό δάνειο, προθεσμία, κοινός όρος, προθεσμιακή αγορά, μακροχρόνια φροντίδα, μακροπρόθεσμη ζημία, μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση, ασφάλεια για ορισμένο χρονικό διάστημα, long covid, κάνω, πουλάω, πουλώ, τελειώνω, ολοκληρώνω, φέρνω κτ εις πέρας, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, ακολουθώ, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, εκτελώ, εκτελώ, βραχυπρόθεσμα, νομικός όρος, πρόσφατη μνήμη, κοινός όρος, μεσοπρόθεσμος, ολοκληρώνω, τελειώνω, εκτελώ, παραμένω μετά τη λήξη, ολοκληρώνω, τελειώνω, περιορισμός, μακροπρόθεσμος, ολοκληρώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, ανταποκρίνομαι με επιτυχία, προκαταβολικός, που πλησιάζει στο τέλος του, βραχυπρόθεσμος, γενικόλογα, είδος μισθώματος, υπεκφυγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης termine

όρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il termine "basket case" ha un'origine interessante.
Ο όρος “θεόμουρλος” έχει ενδιαφέρουσα προέλευση.

πλήρης κύηση

sostantivo maschile

Ha portato a termine la gravidanza e il bambino è nato sano.

όρος

sostantivo maschile (matematica)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il primo termine è ignoto ed è espresso da una "x".

όρος

sostantivo maschile (matematica)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I primi quattro termini di questa serie geometrica sono 1, 2, 4, 8.

διακοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le due aziende raggiunsero un accordo sul termine del contratto.

ολοκλήρωση, λήξη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al termine della riunione il direttore chiese ad alcune persone di rimanere.

τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sono quasi al termine, devo solo scrivere una conclusione.
Πλησιάζω στο τέλος. Πρέπει μόνο να γράψω ένα συμπέρασμα.

φινάλε

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Vogliamo portare a termine il progetto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το φινάλε ήταν δραματικό και οι γηπεδούχοι νίκησαν τους φιλοξενούμενους.

άκρο, τελείωμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La deviazione proposta altera la fine del sentiero.

προθεσμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La scadenza per questo lavoro è oggi, quindi devo davvero proseguire.
Η προθεσμία γι' αυτή τη δουλειά είναι σήμερα, επομένως πρέπει πραγματικά να την προχωρήσω.

λήξη, αποπεράτωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εδώ είναι το τέρμα

(specifico: mezzo di trasporto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La conferenza è giunta a conclusione.
Το συνέδριο έφτασε στο τέλος του.

τέλος, τέρμα, πέρας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τέλος, κλείσιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La coda del discorso ispirò numerose domande da parte del pubblico.

που μπορεί να τερματιστεί, ακυρωθεί

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βραχυπρόθεσμος

avverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il mio obiettivo a breve termine è quello di finire l'università entro il prossimo luglio.
Ο βραχυπρόθεσμος εκπαιδευτικός μου στόχος είναι να αποφοιτήσω από το πανεπιστήμιο.

πλήρως σχηματισμένος

μακροπρόθεσμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

θεμέλιος λίθος

(μεταφορικά, επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λέξη που έχει γίνει καραμέλα

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I titoli dei giornali sono pieni di termini gettonati, ma sono quasi del tutto privi di reale contenuto.

μακροπρόθεσμη μνήμη

La mia memoria a lungo termine è a posto, ma non ho idea di cosa abbia fatto stamattina.

πρόσφατη μνήμη

sostantivo femminile

La sua memoria a breve termine iniziò a perdere colpi quando raggiunse gli 80 anni.

τεχνικός όρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσωρινός υπάλληλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προθεσμιακό δάνειο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προθεσμία

(data importante, scadenza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il 15 dicembre è la data del cambio delle frequenze TV.

κοινός όρος

προθεσμιακή αγορά

sostantivo maschile (finanza) (χρηματοοικονομικά)

μακροχρόνια φροντίδα

sostantivo femminile

μακροπρόθεσμη ζημία

μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση

sostantivo maschile

ασφάλεια για ορισμένο χρονικό διάστημα

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

long covid

(effetti a lungo termine)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bethan era dubbiosa sul fare domanda per quel lavoro, ma alla fine l'ha portata a termine.

πουλάω, πουλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un bravo venditore sa chiudere una vendita anche dopo che il cliente ha detto di no.

τελειώνω, ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alla riunione erano tutti stanchi e scontrosi, quindi l'abbiamo conclusa.

φέρνω κτ εις πέρας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha sempre una nuova iniziativa, ma non riesce mai a portare a termine le cose.
Είναι πολύ καλός στο να ξεκινάει πράγματα, αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν καταφέρνει να τα ολοκληρώσει (or: να τα φέρει εις πέρας).

ακολουθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (σχέδιο, πρόγραμμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il consiglio comunale sta portando a termine il progetto di allargamento della strada.

τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovremmo cercare di portare a termine il progetto prima della fine dell'anno.

εκτελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Di tanto in tanto l'esercito effettua delle operazioni di soccorso alpino in quest'area.

εκτελώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βραχυπρόθεσμα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

νομικός όρος

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πρόσφατη μνήμη

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινός όρος

sostantivo maschile (matematica)

μεσοπρόθεσμος

locuzione avverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questi titoli sono a medio termine con una scadenza media di 4,5 anni.

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sam fa sempre dei piani ma non ne porta mai a termine alcuno.

εκτελώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se non riuscite a portare a termine le attività richieste, trovate qualcuno che sia in grado di farlo.
Δεν μπορώ να κάνω αυτά που που απαιτούνται, βρες κάποιον που να μπορεί.

παραμένω μετά τη λήξη

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Davina fu espulsa quando fu appurato che aveva sforato il termine del visto
Η Νταβίνα απελάθηκε όταν διαπιστώθηκε πως παρέμεινε μετά τη λήξη της βίζας της.

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho così tanto lavoro da portare a termine questa settimana, non so come potrò fare tutto! Ho ancora dello studio da completare prima dell'esame.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η δουλειά που πρέπει να τελειώσω αυτή την εβδομάδα είναι τόση πολλή που δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω.

περιορισμός

sostantivo maschile (diritto) (χρονικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μακροπρόθεσμος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In questo momento sono concentrato sui miei studi, ma il mio obiettivo a lungo termine è trovare un bel lavoro e farmi una famiglia.

ολοκληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non sarà facile, ma porteremo a termine questo progetto.
Δεν θα είναι εύκολο αλλά θα το ολοκληρώσουμε αυτό το πρότζεκτ.

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un buon manager si assicura che il proprio team sia in grado di portare a termine il progetto.

ανταποκρίνομαι με επιτυχία

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Όταν του ζητήθηκε να αυξήσει τις πωλήσεις κατά 20%, τα κατάφερε.

προκαταβολικός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hanno fatto un acquisto a termine di rame e acciaio.

που πλησιάζει στο τέλος του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nelle ultime ore di quel giorno che stava per terminare, la famiglia si riunì in casa.

βραχυπρόθεσμος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γενικόλογα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

είδος μισθώματος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπεκφυγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il senatore utilizzò una serie di termini evasivi per evitare di rispondere alla domanda.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του termine στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.