Τι σημαίνει το fino στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fino στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fino στο Ιταλικό.
Η λέξη fino στο Ιταλικό σημαίνει λεπτός, μέχρι, έως και, μέχρι, μέχρι τώρα/στιγμής, εξερευνώ τα βάθη, το παρακάνω με κτ, το παρατραβάω με κτ, μέχρι, έως, ως, μακρύς, ολόσωμος, γεμίζω, κόκαλο, φτάνω, πολύ διακριτικός, υπερβολικά διακριτικός, σάπιος μέχρι το κόκαλο, μέχρι τον αστράγαλο, επίβεβαιωμένος, χωμένος βαθιά σε κτ, που έχει καλή μύτη, γεμάτος, το δάγκωσα από το κρύο, γεμάτος, πλήρης, στο ύψος της μέσης, μέχρι τη μέση, εντελώς γεμάτος, ξέχειλος, μέχρι τώρα, ως τώρα, ως τότε, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, σε ακραίο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, ξεχειλισμένος, ξέχειλος, μέχρι το κόκκαλο, κατ' επανάληψη, επανειλημμένως, κατά βάθος, για πάντα, μέχρι τώρα, έως τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τότε, ως τότε, έως τότε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, σε αυτό το σημείο, μέχρι το σημείο της εξάντλησης, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, υπερβολικά, μέχρι προσφάτως, τη νύχτα, μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι σήμερα, μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι να 'ρθει το τέλος του κόσμου, ως ένα σημείο, σε ποιόν βαθμό, στο βαθμό που, στο μέτρο που, μόνο αφού, μονάχα αφού, μόνο όταν, μονάχα όταν, μέχρι τέλους, μέχρι την άκρη του κόσμου, ως το κόκαλο, ολόκληρη την απόσταση, μέχρι τέλους, μέχρι, νεώτερη ειδοποίηση, oλωσδιόλου, εντελώς, την έβαψα, παρατηρητικότητα, οξυδέρκεια, υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, που κοιμάται πολύ, που κοιμάται μέχρι αργά, περαιτέρω κόστος μετακίνησης, επιπλέον κόστος μετακίνησης, μεγάλος πότης, το να κοιμάμαι μέχρι αργά, μέχρι, ως, έως, μέχρι, έως, ως, έως, ως, μέχρι, μέχρι, ως, έως, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, μέχρι τότε, τρώω όσο θέλω, τρώω μέχρι να χορτάσω, χτυπάω ταβάνι, οπλισμένος σαν αστακός, βουλιαγμένος στα χρέη,καταχρεωμένος, πηδιέμαι, υπομένω/αντέχω κάτι, κάνω κουράγιο, κοιμάμαι μέχρι αργά, παρακοιμάμαι, μετράω ως το, μετράω έως το, γίνομαι τύφλα στο μεθύσι, γίνομαι ντίρλα, φλυαρώ, νανουρίζω, εργάζομαι αργά το βράδυ, λιώνω, οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ, κάνω υπερωρίες, ξενυχτάω, διαρρέω, κοιμάμαι μέχρι αργά, διοχετεύομαι έξω από κτ, τσεκάρω, υπομένω, καταλαβαίνω, σάπιος μέχρι το κόκαλο, μέχρι τα γόνατα, ως και. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fino
λεπτόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il materiale di questa sciarpa è così sottile che puoi addirittura vederci attraverso. |
μέχριpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'acqua mi arrivava fino alla cintola e, dato che non sapevo nuotare, fui preso dal panico. Το νερό ήταν μέχρι τη μέση μου και καθώς δεν ξέρω να κολυμπάω, πανικοβλήθηκα. |
έως καιpreposizione o locuzione preposizionale (valore) (λόγιο) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il giudice avvertì il prigioniero che rischiava fino a dieci anni di carcere. Ο δικαστής προειδοποίησε τον φυλακισμένο ότι ενδέχεται να τιμωρηθεί με φυλάκιση έως και δέκα χρόνια. |
μέχριpreposizione o locuzione preposizionale (livello) (ένα σημείο, πράγμα) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Siamo saliti in ascensore fino al decimo piano. |
μέχρι τώρα/στιγμής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Harry sta imparando la cottura al forno. Finora ha preparato il pan di Spagna e dei muffin alla banana. |
εξερευνώ τα βάθη(figurato) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το παρακάνω με κτ, το παρατραβάω με κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέχρι, έως, ως
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Κάτσε να το ακούσεις αυτό! |
μακρύς, ολόσωμος(abbigliamento) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo abito lungo mi sembra troppo démodè. Ad un evento elegante, le donne dovrebbero indossare l'abito lungo. Το μακρύ φόρεμα μου φαίνεται πολύ παλιομοδίτικο. // Σε μια επίσημη δεξίωση, οι γυναίκες θα πρέπει να φοράνε μακρύ φόρεμα. |
γεμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È rimasto un goccio nella bottiglia. Aspetta che ti riempio il bicchiere. |
κόκαλο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È un conservatore nel profondo. Είναι συντηρητικός ως το κόκαλο. |
φτάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Τα πόδια του ήταν τόσο μακριά που έφταναν στην άκρη του κρεβατιού. |
πολύ διακριτικός, υπερβολικά διακριτικός
|
σάπιος μέχρι το κόκαλοaggettivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sembrava una brava persona, invece era cattivo fino al midollo. |
μέχρι τον αστράγαλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tutto d'un tratto ci siamo ritrovati col fango fino alle caviglie. Qui potete attraversare il ruscello facilmente, arriva solo fino alle caviglie. Ξαφνικά, η λάσπη έφτασε στον αστράγαλό μας. Μπορείς να περάσεις εύκολα το ρυάκι εδώ, αφού το βάθος του φτάνει μόλις μέχρι τον αστράγαλο. |
επίβεβαιωμένος(informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non voterà mai i democratici, è repubblicano fino all'osso. |
χωμένος βαθιά σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει καλή μύτη(figurato) (καλή όσφρηση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γεμάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
το δάγκωσα από το κρύο(figurato: infreddolito) (καθομιλουμένη) |
γεμάτος, πλήρηςlocuzione aggettivale (informale, figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στο ύψος της μέσηςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέχρι τη μέσηlocuzione aggettivale (για υγρά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In questo punto l'acqua del fiume arriva fino alla cintola. |
εντελώς γεμάτοςlocuzione aggettivale (anche figurato) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ξέχειλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il padrone di casa mi passò un calice colmo di vino. |
μέχρι τώρα, ως τώραlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La situazione fino a questo momento è stata favorevole, ma non dobbiamo abbassare la guardia. |
ως τότεlocuzione avverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μέχρι στιγμής, μέχρι τώραlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Fino ad ora non ho pubblicato niente ma mi considero ancora uno scrittore. Μέχρι στιγμής, δεν έχει εκδοθεί κανένα έργο μου. Παρόλα αυτά, με θεωρώ συγγραφέα. |
σε ακραίο βαθμό
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Era maleducato fino all'eccesso. Ήταν ακραία αγενής. |
σε κάποιο βαθμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono d'accordo con lei fino a un certo punto, ma non del tutto. |
ξεχειλισμένος, ξέχειλοςlocuzione avverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μέχρι το κόκκαλο(figurato: completamente) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbiamo camminato sotto l'acqua per ore ed eravamo intirizziti fino all'osso. |
κατ' επανάληψη, επανειλημμένως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατά βάθος(figurato) Tyler commette molti errori ma in fondo è una brava persona. |
για πάνταlocuzione avverbiale (idiomatico) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dalle un colpo di telefono per vedere dov'è, sennò stiamo qui fino alle calende greche. |
μέχρι τώρα, έως τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Finora non ho avuto nessuna buona ragione per andarci. |
μέχρι τότε, ως τότε, έως τότε, μέχρι εκείνη τη στιγμήavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) A maggio ho incontrato mia moglie. Fino ad allora non mi ero mai innamorato. Γνώρισα τη σύζυγό μου τον περασμένο Μάιο. Μέχρι τότε δεν είχα ξαναερωτευθεί. |
σε αυτό το σημείο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non si capiva perché lui fosse dovuto arrivare fino a tal punto. Ήταν μυστήριο ο λόγος που έφτασε σε αυτό το σημείο. |
μέχρι το σημείο της εξάντλησης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non avevo considerato questa prospettiva fino ad ora. |
μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμήavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si sposò a quarant'anni. Fino a quel momento aveva sempre vissuto da solo. Παντρεύτηκε όταν ήταν 40 ετών. Μέχρι τότε έμενε πάντα μόνος του. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Finora ho avuto una carriera di successo. Nessuna novità fino ad ora. Μέχρι τώρα (or: Μέχρι στιγμής) ήμουν επιτυχημένος στην καριέρα μου. Κανένα νέο ως τώρα. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ho lavorato sei settimane, ma finora non sono stato pagato. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμήςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υπερβολικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μέχρι προσφάτωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ero insegnante fino a poco tempo fa, poi ho aperto un'impresa in proprio. |
τη νύχταlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La festa continuò ad andare avanti fino a tarda notte. Το πάρτυ συνεχίστηκε μέχρι αργά τη νύχτα. |
μέχρι την τελευταία στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μέχρι σήμερα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι να 'ρθει το τέλος του κόσμου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ως ένα σημείο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il film mi è piaciuto fino a un certo punto, però la violenza gratuita me lo ha rovinato. |
σε ποιόν βαθμό
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Fino a che punto pensi che questo programma influenzi i giovani? Σε ποιόν βαθμό πιστεύεις ότι θα επηρεάσει το πρόγραμμα τους νέους; |
στο βαθμό που, στο μέτρο που(entro un limite, una circostanza) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήταν αντίπαλοι στο βαθμό που είχαν εκδώσει και οι δύο εργασίες στο ίδιο θέμα. Οι κανόνες - στο βαθμό που υπάρχουν - γενικά αγνοούνται. |
μόνο αφού, μονάχα αφού, μόνο όταν, μονάχα ότανcongiunzione (εμφατικός τύπος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non potrai guardare la televisione fino a che avrai finito i compiti di scuola e di casa. Δεν μπορείς να δεις τηλεόραση μέχρι να τελειώσεις τα μαθήματα και τις δουλειές σου. |
μέχρι τέλουςavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Fece un'esibizione perfetta fino in fondo. |
μέχρι την άκρη του κόσμου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il mio amore è sconfinato: ti seguirò fino in capo al mondo! |
ως το κόκαλο(figurato: completamente) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È un politico fino al midollo. |
ολόκληρη την απόστασηlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha appena corso una maratona scalzo fino alla fine. Μόλις έτρεξε σε ένα μαραθώνιο και δε φορούσε παπούτσια για ολόκληρη την απόσταση. |
μέχρι τέλους(figurato) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Avevo i crampi durante la scalata, ma ero deciso a bere l'amaro calice fino in fondo. |
μέχριpreposizione o locuzione preposizionale (luogo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νεώτερη ειδοποίησηlocuzione avverbiale Il ristorante rimarrà chiuso fino a nuova comunicazione. Το εστιατόριο θα παραμείνει κλειστό μέχρι νεωτέρας. |
oλωσδιόλου, εντελώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
την έβαψα(volgare, figurato: nei guai) (καθομιλουμένη) |
παρατηρητικότητα, οξυδέρκειαsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molti studenti al college si rovinano il curriculum perché nei fine settimana fanno abuso di alcol. |
που κοιμάται πολύ, που κοιμάται μέχρι αργά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A chi dorme fino a tardi non si può chiedere di andare a vedere il sole che sorge. |
περαιτέρω κόστος μετακίνησης, επιπλέον κόστος μετακίνησης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεγάλος πότης
|
το να κοιμάμαι μέχρι αργά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo stare a letto fino a tardi è una delle cose più belle del weekend. |
μέχρι, ως, έως
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Stephen è rimasto al bar fino alla chiusura. Hanno aspettato fino alla festa per annunciare la grande notizia. Ο Στίβεν ήταν στο μπαρ μέχρι που έκλεισε. Περίμεναν μέχρι το πάρτι για να ανακοινώσουν τα σπουδαία νέα. |
μέχρι, έως, ωςpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Harry era cosi stanco che ha dormito fino a mezzogiorno. Ο Χάρι ήταν τόσο κουρασμένος που κοιμήθηκε μέχρι το μεσημέρι. |
έως, ως, μέχριpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Aperto da lunedì a sabato. |
μέχρι, ως, έωςpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μέχρι τότεpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questa cosa non è mai stata un problema fino a oggi. |
τρώω όσο θέλω, τρώω μέχρι να χορτάσωverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tutti hanno mangiato fino a scoppiare al pranzo a buffet. |
χτυπάω ταβάνιverbo intransitivo (figurato: prezzo) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η τιμή του πετρελαίου χτύπησε ταβάνι, ξεπερνώντας τη χτεσινή κατά 10%. |
οπλισμένος σαν αστακόςverbo intransitivo (idiomatico) La Svizzera è una nazione neutrale, ma è anche armata fino ai denti per salvaguardare la sua neutralità. |
βουλιαγμένος στα χρέη,καταχρεωμένοςlocuzione aggettivale (informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Era così sommersa dai debiti che l'unica soluzione sembrava il fallimento. |
πηδιέμαι(fare sesso) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Voleva andarci a letto, ma lei ha detto di no. |
υπομένω/αντέχω κάτι, κάνω κουράγιο(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dovrai resistere fino in fondo, che ti piaccia o no. |
κοιμάμαι μέχρι αργά, παρακοιμάμαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετράω ως το, μετράω έως το
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γίνομαι τύφλα στο μεθύσι, γίνομαι ντίρλαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: alcol) (καθομιλουμένη) |
φλυαρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
νανουρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εργάζομαι αργά το βράδυverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λιώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ(αν είμαι οδηγός) Dopo il lavoro Joel andò in macchina a casa del suo amico per guardare la partita. |
κάνω υπερωρίεςverbo intransitivo |
ξενυχτάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non permette mai a suo figlio di stare sveglio fino a tardi se ha scuola il giorno dopo. Δεν επιτρέπει ποτέ στο γιο του να ξενυχτήσει αν έχει σχολείο την επόμενη μέρα. Ξενύχτησα για να δω τον αγώνα του Παγκόσμιου Κυπέλλου. |
διαρρέωverbo intransitivo (notizie) (για πληροφορίες) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κοιμάμαι μέχρι αργάverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È sabato e non devo alzarmi per andare al lavoro. Posso dormire fino a tardi. Είναι Σάββατο κι έτσι δεν χρειάζεται να σηκωθώ για δουλειά. Μπορώ να κοιμηθώ μέχρι αργά. |
διοχετεύομαι έξω από κτverbo riflessivo o intransitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τσεκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (trasporto aereo) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se hai delle coincidenze, la compagnia può registrare il tuo bagaglio fino alla destinazione finale. |
υπομένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non sono sicuro di aver capito fino in fondo, ma ne ho afferrato il senso. |
σάπιος μέχρι το κόκαλοaggettivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il nepotismo e la corruzione non finiscono mai; questo governo è marcio fino in fondo. |
μέχρι τα γόναταlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ως και
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nei giorni migliori ho visto fino a 80 specie di uccelli. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fino στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του fino
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.