Τι σημαίνει το superare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης superare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του superare στο Ιταλικό.
Η λέξη superare στο Ιταλικό σημαίνει ξεπερνώ, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, προσπερνάω, προσπερνάω, περνάω, περνώ, αντεπεξέρχομαι, καλύπτω, περνώ δίπλα από κπ/κτ, περνάω δίπλα από κπ/κτ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω, επισκιάζω, σκοράρω περισσότερο, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπομένω, αντέχω, επιβιώνω, ισοσκελίζω, υπερτερώ, υπερέχω, ξεπερνάω, αντεπεξέρχομαι σε κτ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, περνάω πάνω από κτ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, προσπέραση, το υπομένω, το υφίσταμαι, προσπερνάω, προσπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, προσπερνάω, προσπερνώ, υπερισχύω, πρωτεύω, προσπερνάω, προσπερνώ, υπερβαίνω, γεφυρώνω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, παίρνω απόφαση, είμαι καλύτερος από κπ, περνάω, ξεπερνάω, στέκω, βελτιώνω, περνάω, περνώ, σπάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω δίπλα, λύνω κτ μέσω της συζήτησης, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνώ, διασχίζω, υπερισχύω, κερδίζω, νικώ, επισκιάζω, υπερνικώ, νικώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, αντέχω υπό, περνάω, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, γεφυρώνω τις διαφορές, ξεπερνώ τα όρια, εξελίσσομαι σε κρίση, ξοδεύω παραπάνω από ό, τι έχω, ξοδεύω περισσότερα από ότι διαθέτω, βάση, σπάω το ρεκόρ, το παρακάνω, βελτιώνομαι, ξεπερνώ μια δύσκολη κατάσταση, ξεπερνώ τα όρια, εκτροχιάζομαι, κάνω το πρώτο βήμα, μαθαίνω να τα βγάζω πέρα, προσπερνάω, προηγούμαι, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνώ, πλειοδοτώ, ξεπερνώ στο τρέξιμο, υπερέχω, υπερτερώ, υπερισχύω σε οπλισμό, υπερνικώ, περνάω, προσπερνάω, ξεπερνάω, ξεπερνώ τις προσδοκίες κπ, ξεπερνάω τον εαυτό μου, τα πάω περίφημα σε κτ, ξελασπώνω, δεν περνάω, αποτυγχάνω σε εξετάσεις, σπάω το ρεκόρ, περνάω γρήγορα από κπ/κτ, είμαι καλύτερος από κτ, περνάω, περνώ, παραμένω μετά τη λήξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης superare
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cuoco si è superato l'altra sera. |
περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (un esame) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha superato l'esame di guida al primo tentativo. Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη. |
ξεπερνάω, περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La velocità del razzo ha superato velocemente i duecento chilometri all'ora. |
προσπερνάω(passare oltre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει. |
προσπερνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La macchina da corsa ha superato l'avversario all'ultimo minuto e ha vinto la gara. Το αγωνιστικό αυτοκίνητο προσπέρασε τον αντίπαλό του την τελευταία στιγμή και κέρδισε την κούρσα. |
περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (esami, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho passato il test! Πέρασα το τεστ! |
αντεπεξέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stai passando un periodo emotivamente difficile, ma riuscirai a superarlo. Περνάς μια δύσκολη συναισθηματικά φάση, όμως θα ανταπεξέλθεις. |
καλύπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melinda ha lavorato sodo per superare i requisiti accademici minimi per l'università. Η Μελίντα δούλεψε σκληρά για να καλύψει τις ελάχιστες προϋποθέσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. |
περνώ δίπλα από κπ/κτ, περνάω δίπλα από κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le nostre vendite annuali hanno superato quelle della concorrenza. |
υπερτερώ, υπερέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επισκιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκοράρω περισσότεροverbo transitivo o transitivo pronominale (nel punteggio) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξεπερνάω, ξεπερνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπομένω, αντέχω, επιβιώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (periodo di tempo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cane sta proprio male, e non sappiamo se riuscirà a superare la notte. |
ισοσκελίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (periodo, situazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo prestito dovrebbe essere sufficiente per superare le perdite per almeno tre mesi. Το δάνειο θα πρέπει να είναι αρκετό για να ισοσκελίσει το έλλειμμα για τρεις γεμάτους μήνες. |
υπερτερώ, υπερέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντεπεξέρχομαι σε κτ
La nostra barca è riuscita a superare la tempesta. Η βάρκα μας κατάφερε να αντέξει την καταιγίδα. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ(emotivamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non riuscivo a superare la mia delusione per il fatto che il viaggio era stato cancellato. |
περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giocatore di calcio ha superato gli avversari. |
ξεπερνάω, ξεπερνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le vendite dei cellulari Android hanno sorpassato quelle degli iPhone. Οι πωλήσεις των τηλεφώνων Android έχουν ξεπεράσει τις πωλήσεις των iPhone. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo ciclista molto giovane ha appena superato il suo record personale di velocità! Ο ηθοποιός ελπίζει να ξεπεράσει την προηγούμενη απόδοσή του. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nuovo edificio supererà di due piani la vecchia torre. Το νέο κτίριο θα είναι ψηλότερο από το παλιό κατά δύο ορόφους. |
περνάω πάνω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il saltatore in alto ha superato facilmente l'asta. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'uomo è stato richiamato per aver superato il limite di velocità. |
προσπέρασηverbo transitivo o transitivo pronominale (veicoli) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È piuttosto comune che i veicoli si sorpassino nelle superstrade trafficate. |
το υπομένω, το υφίσταμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non preoccuparti, sono tempi duri per via della recessione ma ce la farai. |
προσπερνάω, προσπερνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La macchina rossa sta sorpassando quella blu. Το κόκκινο αυτοκίνητο προσπερνά το μπλε. |
υπερτερώ, υπερέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η παγκόσμια ύφεση είναι δύσκολη για όλους, αλλά θα επιβιώσουμε. |
προσπερνάω, προσπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha corso più velocemente e ha superato sua sorella poco prima che arrivassero alla macchina. Έτρεξε γρηγορότερα και πέρασε την αδερφή του τη στιγμή που έφτασαν στο αυτοκίνητο. |
υπερισχύω, πρωτεύω(με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η σημασία αυτού του πρότζεκτ υπερισχύει των όποιων ανησυχιών ίσως έχεις για τα σχετικά έξοδα. |
προσπερνάω, προσπερνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kelly Holmes ha appena sorpassato Hasna Benhassi. Η Κέλλυ Χόλμς μόλις προσπέρασε την Χάσνα Μπενχάσι. |
υπερβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'impiegato ha oltrepassato le proprie mansioni nel dire a un collega come ci si comporta sul posto di lavoro. Ο εργαζόμενος υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του όταν προσπάθησε να πει σ' ένα συνάδελφο πως να συμπεριφέρεται στη δουλειά. |
γεφυρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un ponte scavalcava il burrone. Μια γέφυρα εκτεινόταν πάνω από το φαράγγι. |
ξεπερνώverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suo punteggio nel test superava quello di tutti i suoi compagni di classe. Η βαθμολογία του στο διαγώνισμα υπερβαίνει τους βαθμούς όλων των συμμαθητών του. |
ξεπερνάω, ξεπερνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo studente surclassa tutti gli altri della sua classe. Αυτός ο μαθητής υπερέχει όλων των άλλων στο τμήμα του. |
ξεπερνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: un'abitudine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard ha superato il vizio di succhiarsi il pollice. Ο Ρίτσαρντ ξεπέρασε τη συνήθεια να πιπιλάει τον αντίχειρά του. |
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω απόφασηverbo transitivo o transitivo pronominale (uno shock) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Paul è davvero bellissimo, sto ancora cercando di superare il fatto che mi abbia chiesto di uscire. |
είμαι καλύτερος από κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sin dalla tenera età Joseph ha sempre superato i suoi compagni. Από πολύ μικρή ηλικία ο Τζόζεφ ήταν πάντα καλύτερος απ' τους συνομήλικούς του. |
περνάω, ξεπερνάω(figurato: nella vita) (σε επιτυχία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda ha sviluppato una sistema multimedia di gioco che le ha permesso di superare i suoi rivali. Η εταιρεία σχεδίασε ένα σύστημα πολυμέσων για παιχνίδια το οποίο της επέτρεψε να ξεπεράσει τους αντιπάλους της. |
στέκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sapeva che il suo alibi avrebbe superato i controlli e non ha avuto problemi a raccontarlo ai poliziotti. Ήξερε ότι το άλλοθί του θα περνούσε (με επιτυχία) τον έλεγχο κι έτσι δεν είχε πρόβλημα να το αναφέρει στους ερευνητές. |
βελτιώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vediamo se riesco a superare il mio punteggio precedente. |
περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia lo ha fermato per aver superato un semaforo rosso. |
σπάωverbo transitivo o transitivo pronominale (limite, record) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La nostra squadra ha superato il record di numero di partite vinte. |
περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il corridore ha superato tutti gli ostacoli. Ο δρομέας πέρασε όλα τα εμπόδια. |
περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha cercato di superare i ladri in fuga. |
περνάω δίπλα(από κάποιον, κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λύνω κτ μέσω της συζήτησηςverbo transitivo o transitivo pronominale (con il dialogo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jen e suo marito vanno da uno psicologo per cercare di superare i propri dissidi attraverso il dialogo. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η ζήτηση για το νέο μας τηλέφωνο έχει υπερβεί την προσφορά. |
ξεπερνώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το νέο τους άλμπουμ ξεπερνά όλες τις προηγούμενες επιτυχίες τους. |
διασχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo attraversato le Montagne Rocciose nella nostra fantastica escursione. |
υπερισχύω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κερδίζω, νικώ(sconfiggere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'altra squadra ci ha stracciato e ha vinto il campionato. |
επισκιάζω(figurato) (ξεπερνώ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'esibizione al pianoforte di Jacob eclissò gli avversari. |
υπερνικώ, νικώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Possiamo vincere le forze contrarie! Μπορούμε να υπερνικήσουμε τις δυνάμεις που είναι εναντίον μας! |
ξεπερνάω, ξεπερνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La velocità dell'auto superava quella di ogni veicolo che Lydia aveva posseduto prima. Η ταχύτητα του αυτοκινήτου ξεπερνά την ταχύτητα κάθε οχήματος που είχε παλιότερα στην κατοχή της η Όλγα. |
υπερτερώ, υπερέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντέχω υπό
|
περνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mentre andava in chiesa Amy è passata davanti a casa di Joe. Η Άμι πέρασε το σπίτι του Τζόι καθώς πήγαινε στην εκκλησία. |
περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily ha superato la linea del traguardo. Η Έμιλι πέρασε τη γραμμή του τερματισμού. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γεφυρώνω τις διαφορές(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Penso che il nostro matrimonio sia forte abbastanza per passare sopra a questo incidente. |
ξεπερνώ τα όρια(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I timori su questa faccenda travalicano le tradizionali divisioni politiche. |
εξελίσσομαι σε κρίση(figurato: crisi) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξοδεύω παραπάνω από ό, τι έχω, ξοδεύω περισσότερα από ότι διαθέτω(spendere oltre il dovuto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Εκείνο το τμήμα ξόδεψε περισσότερα χρήματα από ότι διέθετε. |
βάση(voto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il punteggio minimo per superare questo test è il 50%. Ο βαθμός προαγωγής για αυτό το τεστ είναι 50%. |
σπάω το ρεκόρverbo transitivo o transitivo pronominale |
το παρακάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ti avevo già avvertito prima per la tua disubbidienza, ma questa volta hai davvero superato il limite! |
βελτιώνομαι(specifico: patologia seria) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Verte in condizioni serie ma speriamo che superi la crisi entro il mattino. |
ξεπερνώ μια δύσκολη κατάστασηverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: superare una difficoltà) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mondo intero sta superando la tempesta della crisi finanziaria. |
ξεπερνώ τα όριαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτροχιάζομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω το πρώτο βήμα(figurato: ottenere un primo successo) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαθαίνω να τα βγάζω πέρα(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσπερνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προηγούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (anche figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεπερνάω, ξεπερνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il costo dei lavori supera le 50.000 sterline. Το κόστος της εργασίας ξεπέρασε τις 50.000 λίρες Αγγλίας. |
ξεπερνώ(σε απόδοση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλειοδοτώ(in asta, gara) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fernando ha superato l'offerta di tutti gli altri all'asta. |
ξεπερνώ στο τρέξιμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπερέχω, υπερτερώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υπερισχύω σε οπλισμό
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπερνικώverbo transitivo o transitivo pronominale (λόγω εξυπνάδας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περνάω, προσπερνάω, ξεπερνάω(καθομ: σε βαθμολογία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνώ τις προσδοκίες κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεπερνάω τον εαυτό μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα πάω περίφημα σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non ti preoccupare dell'esame: sono certo che lo supererai con facilità. |
ξελασπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν περνάω, αποτυγχάνω σε εξετάσεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σπάω το ρεκόρverbo transitivo o transitivo pronominale (για κτ ή με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνάω γρήγορα από κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι καλύτερος από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La Toyota ha creato un nuovo motore che ha prestazioni migliori della concorrenza. |
περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In fase di sorpasso non oltrepassare la spessa linea bianca al centro della strada. |
παραμένω μετά τη λήξηverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Davina fu espulsa quando fu appurato che aveva sforato il termine del visto Η Νταβίνα απελάθηκε όταν διαπιστώθηκε πως παρέμεινε μετά τη λήξη της βίζας της. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του superare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του superare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.