Τι σημαίνει το accanto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης accanto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accanto στο Ιταλικό.

Η λέξη accanto στο Ιταλικό σημαίνει κοντά, διπλανός, δίπλα σε κτ/κπ, παραθετικός, παραλιακός, δίπλα, δίπλα-δίπλα, δίπλα, διπλανός, μένω δίπλα σε κπ, δίπλα σε κτ, δίπλα σε κπ/κτ, κοντά σε, δίπλα σε, δίπλα σε, παρασύρομαι από κτ, διπλανός, κοντά σε, κοντά, δίπλα σε, δίπλα σε κπ/κτ, σε, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, προσπερνάω, περνάω δίπλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης accanto

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tieni il telefono vicino, se mai dovesse chiamare.
Έχε σιμά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει!

διπλανός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I miei nonni vivono nella casa a fianco.
Οι παππούδες μου ζουν στο διπλανό σπίτι.

δίπλα σε κτ/κπ

aggettivo

La casa vicina al campo di golf ha una grande vista sul fairway.
Το σπίτι δίπλα στο γήπεδο του γκολφ έχει υπέροχη θέα.

παραθετικός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραλιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίπλα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abita nella casa accanto con sua madre e una mezza dozzina di gatti.

δίπλα-δίπλα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le due anatre zampettarono l'una accanto all'altra fino al laghetto.

δίπλα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

διπλανός

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Il vicino della porta accanto mi sveglia sempre con la sua musica forte.
Μονίμως ξυπνώ από τη δυνατή μουσική που βάζει ο δίπλα.

μένω δίπλα σε κπ

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίπλα σε κτ

preposizione o locuzione preposizionale

C'è un moderno grattacielo accanto alla chiesa storica.

δίπλα σε κπ/κτ

preposizione o locuzione preposizionale (abitazione)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοντά σε, δίπλα σε

preposizione o locuzione preposizionale

Porta la bicicletta vicino a te.
Πάρε το ποδήλατο κοντά σου.

δίπλα σε

Il bagno accanto alla camera principale è dotato di una doccia e di una vasca idromassaggio.

παρασύρομαι από κτ

διπλανός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I vicini dell'appartamento accanto sono dei veri ficcanaso.
Οι άνθρωποι στο διπλανό διαμέρισμα κάνουν πολύ θόρυβο.

κοντά σε

Ha trovato una moneta vicino ai suoi piedi. La mia scuola è vicina a casa mia.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κοντά στα πόδια της, βρήκε ένα κέρμα.

κοντά

preposizione o locuzione preposizionale (σε κάτι/κάποιον)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La banca è accanto all'ufficio postale.
Η τράπεζα είναι κοντά στο ταχυδρομείο.

δίπλα σε

preposizione o locuzione preposizionale (κοντά σε)

Le chiavi sono là, vicino alla porta.
Τα κλειδιά είναι εκεί πέρα, δίπλα στην πόρτα.

δίπλα σε κπ/κτ

preposizione o locuzione preposizionale

"Vieni a sederti accanto a me" disse Minnie al nuovo ragazzo.

σε

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il mio cane si siede sempre vicino alla mia sedia e chiede degli avanzi di cibo.

μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσπερνάω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nave di aragoste è passata incolume accanto alla secca.

περνάω δίπλα

(από κάποιον, κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accanto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.