Τι σημαίνει το altezza στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης altezza στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του altezza στο Ιταλικό.

Η λέξη altezza στο Ιταλικό σημαίνει ύψος, Υψηλότητα, ύψος, ύψη, το γεγονός ότι είμαι ψηλά, ύψος, ύψος, ύψος, επίπεδο, ύψος, ύψος, υδροφόρος ορίζοντας, ένταση, μεγάλο υψόμετρο, η Αυτού Υψηλότητα, η Αυτού Υψηλότης, ικανοποιητικός, επαρκής, ικανός, μέχρι τη γάμπα, μέτριου ύψους, μεσαίου ύψους, μέχρι τη μέση, μέχρι τα γόνατα, ανίκανος να κάνω κτ, ανήμπορος να κάνω κτ, δίπλα σε κπ/κτ, ελεύθερο ύψος, ύψος, απόσταση από το έδαφος, χαμηλό μέγιστο ύψος, ύψος γραμμής, το ύψος των ματιών, μέχρι τον αστράγαλο, που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, ικανός για κτ, στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, είμαι ισάξιος, δεν ανταποκρίνομαι σε κτ, ικανοποιώ τις προσδοκίες, ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες, δεν είμαι ισάξιος με κπ, είμαι αρκετά καλός, ανταποκρίνομαι σε κτ, μέχρι τη μέση της γάμπα, ικανός, φτάνω, μπορώ να κάνω κτ, αναποκρίνομαι σε, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, είμαι αντάξιος, προσδιορίζω τη θέση, κτ είναι παιχνιδάκι για μένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης altezza

ύψος

sostantivo femminile (di cose)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La colonna ha un'altezza di quattro metri dalla base alla sommità.
Από τη βάση ως την κορυφή η κολώνα έχει ύψος τέσσερα μέτρα. Ο Μπομπ φαίνεται πολύ ψηλός, πόσο ύψος έχει;

Υψηλότητα

sostantivo femminile (sovrano: titolo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sua Altezza arriverà alle 2 quindi fate in modo che lo staff sia preparato.

ύψος

(dimensione)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Devo misurare l'altezza della stanza per comprare delle tende nuove.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν θέλω να σε ανησυχήσω, είπε η Μπρίτζετ στον συγκυβερνήτη της, αλλά χάνουμε ύψος.

ύψη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Non salirò fino alla cima della montagna. Non amo per nulla le altezze.
Δεν θα ανέβω στην κορυφή του βουνού· δεν μου αρέσουν τα ύψη.

το γεγονός ότι είμαι ψηλά

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ύψος

(luogo elevato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Possiamo vedere tutta Londra da questa sommità.
Μπορούμε να δούμε ολόκληρο το Λονδίνο από αυτό το ύψος.

ύψος

sostantivo femminile (ως απόλυτο μέγεθος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'altezza del pulpito gli conferisce più autorità.

ύψος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίπεδο, ύψος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A quell'altezza dovresti godere di una bella vista sulle montagne.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Από αυτό το επίπεδο (or: ύψος), θα πρέπει να έχει πολύ καλή θέα στα βουνά.

ύψος

sostantivo femminile (ιδιότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υδροφόρος ορίζοντας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Il livello della falda acquifera si è notevolmente abbassato e il pozzo si è prosciugato.
Ο υδορφόρος ορίζοντας είχε κατέβει σημαντικά και η πηγή στέρεψε.

ένταση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγάλο υψόμετρο

sostantivo femminile

I turisti avevano difficoltà a respirare a quelle altitudini montane.

η Αυτού Υψηλότητα, η Αυτού Υψηλότης

abbreviazione femminile (Sua Altezza Reale: re)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ικανοποιητικός, επαρκής

verbo intransitivo (figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non mi hanno preso come guida turistica perché il mio spagnolo parlato non era all'altezza.

ικανός

verbo intransitivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molti pensano che il nostro direttore non sia all'altezza.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο διευθυντής μας δεν είναι ικανός.

μέχρι τη γάμπα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il vestito arrivava all'altezza del polpaccio ed era modesto; mi copriva di più le gambe rispetto alla minigonna.

μέτριου ύψους, μεσαίου ύψους

locuzione aggettivale

Amy è una donna di altezza media con lunghi capelli castani.

μέχρι τη μέση

locuzione aggettivale (για υγρά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In questo punto l'acqua del fiume arriva fino alla cintola.

μέχρι τα γόνατα

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανίκανος να κάνω κτ, ανήμπορος να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I difensori della squadra di calcio non furono in grado di evitare che il United facesse goal.

δίπλα σε κπ/κτ

ελεύθερο ύψος

In questa casa, lo spazio libero tra la testa e il soffitto è piuttosto ridotto.
Το ύψος του ταβανιού είναι αρκετά χαμηλό σε αυτό το σπίτι.

ύψος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απόσταση από το έδαφος

sostantivo femminile (αυτοκίνητο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La Jeep è apprezzata dagli appassionati di fuoristrada per la sua elevata altezza dal suolo.

χαμηλό μέγιστο ύψος

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sapeva che il suo camion era alto 14 piedi e 6 pollici, stupidamente ignorò il cartello "Altezza libera limitata 14 piedi".

ύψος γραμμής

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το ύψος των ματιών

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέχρι τον αστράγαλο

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce l'ha messa tutta, ma non era all'altezza della sfida. La sua prestazione non è all'altezza degli standard da noi richiesti.

ικανός για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sei sicuro di essere all'altezza di questo lavoro?
Είσαι σίγουρος ότι είσαι ικανός για αυτή τη δουλειά;

στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando ti trovi davanti a un problema difficile, cerca di essere all'altezza della situazione e affrontalo direttamente.

είμαι ισάξιος

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come autore dei testi, George Harrison non può reggere il confronto con Paul McCartney.

δεν ανταποκρίνομαι σε κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I voti del ragazzo non erano all'altezza delle aspettative del padre.
Οι βαθμοί του αγοριού υπολείπονταν των προσδοκιών του πατέρα του.

ικανοποιώ τις προσδοκίες

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Temo che non sarò mai all'altezza delle aspettative dei miei genitori.

ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Speriamo che il nuovo giocatore sia all'altezza delle aspettative e segni qualche gol!

δεν είμαι ισάξιος με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι αρκετά καλός

verbo intransitivo (figurato)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Non sarà mai all'altezza; potremmo anche licenziarlo subito.

ανταποκρίνομαι σε κτ

verbo intransitivo

Ce la metteva tutta per essere all'altezza dei propri ideali.
Κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να ανταποκριθεί στα ιδεώδη της.

μέχρι τη μέση της γάμπα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ικανός

preposizione o locuzione preposizionale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È forte ed è all'altezza dell'incarico.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ελπίζω να αποδειχθεί αντάξιος της εμπιστοσύνης μου.

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voglio degli stivali che arrivino fino alle ginocchia.

μπορώ να κάνω κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono in grado di correre la 5 chilometri, ma non sono in grado di correre la maratona.
Μπορώ να τρέξω 5 χιλιόμετρα, αλλά ακόμα δεν μπορώ να βγάλω μαραθώνιο.

αναποκρίνομαι σε

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Qualunque cosa facesse, non era mai all'altezza delle aspettative di suo padre.
'Ο,τι και να έκανε, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πατέρα του.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo femminile (meteo)

La visibilità era di 4 chilometri con un'altezza della base delle nubi di 500 metri.

είμαι αντάξιος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

προσδιορίζω τη θέση

verbo transitivo o transitivo pronominale (astronomia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il capitano usò il sestante per calcolare l'altezza del sole

κτ είναι παιχνιδάκι για μένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mark ha superato brillantemente il test di guida senza alcun intoppo.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του altezza στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.