Τι σημαίνει το finiscila στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης finiscila στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του finiscila στο Ιταλικό.
Η λέξη finiscila στο Ιταλικό σημαίνει τελειώνω, τελειώνω, σταματάω, σταματώ, τελειώνω, τελειώνω, τερματίζω, σταματάω, σταματώ, τελειώνω, σταματώ, ακινητοποιούμαι, καταλήγω, καταλήγω, λήγω, σταματάω, τελειώνω, καταλήγω, ολοκληρώνω, τελειώνω, ολοκληρώθηκε, ξεμένω, τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, τελειώνω, διευθετούμαι,ολοκληρώνομαι, πηγαίνω, πάω, ξεμένω από κτ, τελειώνω, τελειώνω, μπλέκομαι με κτ/κπ, τελειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι, σταματάω, σταματώ, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, -, ξεμένω από κτ, κατεβάζω, καταλήγω, -, προσγειώνομαι, τελειώνω, φτάνω στο τέλος,καταλήγω, τελειώνω, ολοκληρώνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, ξεπουλάω, ολοκληρώνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, σταματάω, σταματώ, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, σταματάω, παύω, διακόπτομαι, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, τελειώνω, ξεμένω από μπαταρία, μπαίνω, δύση, που τελειώνει, προς το τέλος, σαν να μην έφτανε αυτό, Και τώρα; Και τώρα τι;, ο χρόνος εξαντλείται, ο χρόνος τελειώνει, αποτυγχάνω, τελειώνω με κτ, καταλήγω στα παλιοσίδερα, πάω καλά, είμαι υποχείριο, σταματώ δραστηριότητα, ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνω, βγαίνω στις ειδήσεις, μπλέκω, κλονίζομαι, καταστρέφομαι οικονομικά, xάνω την εκτίμηση, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου, ποτέ δε σταματώ, διαρκώ για πάντα, φαλιρίζω, χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, πέφτω κάτω από, τελειώνω, πίνω, τελειώνω το φαγητό μου, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, απορροφώμαι σιγά σιγά, εξοφλώ, ξεπληρώνω, δεν μεταδίδω, προς το τέλος, πέφτω στη θάλασσα, τελειώνω με, εξελίσσομαι, ξεφεύγω και καταλήγω, μειώνομαι, βουρκώνω, λήγω, πίνω όλο, καταλήγω, αποτελειώνω, τρώω όλο, καταλήγω να κάνω κτ, καταλήγω να κάνω κτ, κινούμαι γρήγορα, τελειώνω με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης finiscila
τελειώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Per favore finisci così possiamo andare via. Τελείωνε σε παρακαλώ για να μπορέσουμε να φύγουμε. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (έργο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finirà la traduzione entro i prossimi 30 minuti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δικαίωμα εγγραφής έχουν όσοι έχουν περατώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές. |
σταματάω, σταματώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pioggia è cessata. Η βροχή σταμάτησε. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha finito la scatola di cereali e ha dovuto aprirne un'altra. Τελείωσε το κουτί με τα δημητριακά και έπρεπε να ανοίξει ένα άλλο. |
τελειώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La mia lezione finisce a mezzogiorno. Το μάθημά μου τελειώνει το μεσημέρι. |
τερματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (σε αγώνα δρόμου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha completato la gara in 35 minuti. Τερμάτισε τον αγώνα σε 35 λεπτά. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La smetti per favore? Θα μπορούσες να το σταματήσεις αυτό σε παρακαλώ; |
τελειώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando avete finito con il questionario, posate la matita e aspettate che finiscano tutti. |
σταματώ, ακινητοποιούμαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Queste sciocchezze devono finire! |
καταλήγωverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταλήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se continua così finiremo per perderci. Αν συνεχίσουμε έτσι, θα καταλήξουμε να χαθούμε εντελώς. |
λήγω, σταματάω, τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I saldi finiranno domani alla chiusura del negozio. |
καταλήγωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Volevamo arrivare a Brighton, ma siamo finiti ad Hastings. Προσπαθούσαμε να φτάσουμε στο Μπράιτον, αλλά καταλήξαμε στο Χέιστινγκς. |
ολοκληρώνω, τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti essere in grado di finire questo lavoro in due ore. |
ολοκληρώθηκεverbo intransitivo La partita è finita alle quattro. Ο αγώνας ολοκληρώθηκε στις 4 η ώρα. |
ξεμένω
Puoi andare a comprare il latte? Lo abbiamo finito tutto. Μπορείς να πας και να αγοράσεις γάλα; Έχουμε ξεμείνει τελείως. |
τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι που ήταν στη μέση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finite la relazione prima di andare a casa. Ολοκλήρωσε την έκθεση πριν πας σπίτι. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per questo pasto ho finito quasi tutto ciò che c'era in frigo. Mary mi ha consumato tutta la benzina e non ha fatto il pieno. Τελείωσα σχεδόν ό,τι είχε το ψυγείο γι' αυτό το γεύμα. Η Μαίρη τελείωσε όλη τη βενζίνη μου και δεν ξαναγέμισε το ντεπόζιτο. |
διευθετούμαι,ολοκληρώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con un po' di terapia il suo conflitto interiore potrebbe finalmente finire. |
πηγαίνω, πάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le previsioni sono buone ma è troppo presto per dire come finirà. Η πρόγνωση είναι καλή, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως θα πάει. |
ξεμένω από κτverbo transitivo o transitivo pronominale Abbiamo bisogno di andare a fare la spesa perché abbiamo finito le bustine per il tè. Πρέπει να πάμε για ψώνια επειδή ξεμείναμε από φακελάκια τσαγιού. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John ha finito di mangiare e poi è uscito di casa. Ο Τζον τελείωσε το γεύμα του κι έπειτα έφυγε από το σπίτι. |
τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devi finire la tua verdura prima del dessert. |
μπλέκομαι με κτ/κπ(trovarsi coinvolto in [qlcs]) (αρνητικές καταστάσεις) Durante l'adolescenza Brad capitò nelle compagnie sbagliate e finì per abbandonare la scuola senza ottenere alcun diploma. |
τελειώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Terminiamo e andiamo a casa. |
ολοκληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non sarà facile, ma porteremo a termine questo progetto. Δεν θα είναι εύκολο αλλά θα το ολοκληρώσουμε αυτό το πρότζεκτ. |
τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La scuola finisce la prossima settimana per le vacanze estive. Το σχολείο σταματάει για τις καλοκαιρινές διακοπές την επόμενη βδομάδα. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non appena avrò terminato questo progetto, ne inizierò un altro. Μόλις τελειώσω το τρέχον έργο, θα ξεκινήσω το επόμενο. |
τελειώνωverbo intransitivo (scuola, ecc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La scuola finisce alle 3 in punto. |
τελειώνω(φτάνω στο τέλος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il concerto è finito con un concerto per violino di Mozart. Η συναυλία έκλεισε με ένα κονσέρτο για βιολιά του Μότσαρτ. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Abbiamo finito tre relazioni, ne manca una! Έχουμε τελειώσει τρεις εργασίες, μένει άλλη μία! |
ξεμένω από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (εγώ) Le provviste per la spedizione stavano terminando e tornarono indietro. |
κατεβάζω(bevande) (καθομ, μτφ: για ποτό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha finito la sua birra e sono andati al bar successivo. Κατέβασε (or: Τελείωσε) τη μπύρα του και πήγαν στο επόμενο μπαρ. |
καταλήγω(arrivare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Prendendo la metro speravo di ritrovarmi nel centro di Parigi. Παίρνοντας το μετρό ήλπιζα να καταλήξω στο κάντρο του Παρισιού. |
-(figurato: lasciarsi) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ne ho abbastanza della tua gelosia. Abbiamo chiuso! Δεν αντέχω άλλο τη ζήλια σου. Τελειώσαμε! |
προσγειώνομαι(cadere, colpire pesantemente) (μτφ: για χτύπημα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il pugno del pugile è piombato sulla mascella dell'avversario. Η γροθιά του πυγμάχου προσγειώθηκε στο σαγόνι του αντιπάλου. |
τελειώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La battaglia era terminata in meno di tre ore. Η μάχη είχε τελειώσει σε λιγότερο από τρεις ώρες. |
φτάνω στο τέλος,καταλήγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutte le cose belle devono giungere al termine. |
τελειώνω, ολοκληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla riunione erano tutti stanchi e scontrosi, quindi l'abbiamo conclusa. |
μειώνομαι, ελαττώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το ενδιαφέρον γι' αυτό το αντικείμενο έχει μειωθεί (or: έχει ελαττωθεί) κι ως εκ τούτου το πανεπιστήμιο θα ακυρώσει το συγκεκριμένο μάθημα την επόμενη χρονιά. |
ξεπουλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (vendere tutto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dà sempre fastidio andare al botteghino e sentirsi dire che è tutto esaurito. Είναι πάντα ενοχλητικό να φτάνεις στο γκισέ και να σου λένε ότι έχουν ξεπουλήσει. |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Completerò il dipinto entro venerdì. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι αποφασισμένος να εργαστεί σκληρά, προκειμένου να αποπερατώσει το έργο που του έχει ανατεθεί. |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan terminò la relazione e la spedì al suo capo. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo finire i miei compiti prima di andare al centro commerciale. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chiuse il suo discorso con una battuta, lasciando il pubblico di buonumore. Έκλεισε την ομιλία του με ένα ανέκδοτο αφήνοντας τους ακροατές με καλή διάθεση. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σταματάω, παύω, διακόπτομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi dispiace vedere che il loro sito web sta chiudendo. |
χρησιμοποιώ, καταναλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho finito tutti i miei vestiti puliti per questa settimana! Χρησιμοποίησα όλα τα καθαρά ρούχα της εβδομάδας! |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tania finì di cucinare la cena e la servì. |
ξεμένω από μπαταρία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono inciampata su una radice perché la mia torcia si era scaricata. |
μπαίνω(a piedi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δύση(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ora, all'età di settantanove anni, è al tramonto della vita. |
που τελειώνειverbo transitivo o transitivo pronominale (essere a corto di) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Devo fare un salto al negozio perché sto per finire il latte. |
προς το τέλος
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σαν να μην έφτανε αυτό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Και τώρα; Και τώρα τι;interiezione (sorpresa, disapprovazione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ο χρόνος εξαντλείται, ο χρόνος τελειώνει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποτυγχάνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sentì che tutti i suoi sforzi erano finiti in nulla. Ένιωθε πως όλες οι προσπάθειές του ναυάγησαν. |
τελειώνω με κτ(figurato) È meglio togliersi il pensiero adesso piuttosto che lasciarlo da fare all'ultimo momento. |
καταλήγω στα παλιοσίδεραverbo intransitivo (informale, idiomatico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάω καλάverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Annie sperava che il suo progetto andasse a finire bene così avrebbe preso un bel voto. Η Άννυ ήλπιζε να πάει καλά η εργασία για να πάρει καλό βαθμό. |
είμαι υποχείριο(figurato) (κάποιου) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
σταματώ δραστηριότηταverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) Sono ore che lavoro, per oggi finisco qui. |
ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνω(figurato, informale) (ΗΒ, αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγαίνω στις ειδήσεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La carriera del governatore si è chiusa quando è finita sui giornali la storia che ha usato fondi pubblici per pagare un'accompagnatrice. |
μπλέκω(informale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Finisco sempre nei guai con i miei insegnanti. Συχνά έβρισκα τον μπελά μου με τους δασκάλους μου. Έμπλεξα γιατί έκλεψα μήλα απ' το περιβόλι του. |
κλονίζομαιverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταστρέφομαι οικονομικάverbo intransitivo (figurato: andare in bancarotta) |
xάνω την εκτίμηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βλέπω τα ραδίκια ανάποδα(morire) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου
|
ποτέ δε σταματώverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La stupidità di quel conduttore radiofonico non finisce mai di sorprendermi. |
διαρκώ για πάνταverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pensavo che la lezione non sarebbe finita mai. |
φαλιρίζω(informale: fallire) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando l'azienda è andata in malora ha perso il lavoro. |
χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La crisi della borsa lo ha fatto finire sul lastrico. |
πέφτω κάτω απόverbo intransitivo (a qualcosa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τελειώνω, πίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Finisci di bere, dobbiamo andare! |
τελειώνω το φαγητό μουverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se finisci di mangiare velocemente avremo più tempo per giocare. Αν τελειώσεις το φαγητό σου, θα έχουμε περισσότερο χρόνο για παιχνίδι. |
ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha sempre una nuova iniziativa, ma non riesce mai a portare a termine le cose. Είναι πολύ καλός στο να ξεκινάει πράγματα, αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν καταφέρνει να τα ολοκληρώσει (or: να τα φέρει εις πέρας). |
απορροφώμαι σιγά σιγά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi sono ritrovato a insegnare dopo essere stato bocciato all'esame per diventare medico. Αφού απέτυχα να περάσω τις εξετάσεις στην ιατρική, με απορρόφησε σιγά σιγά η διδασκαλία. |
εξοφλώ, ξεπληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho quasi finito di pagare il mio mutuo. La società di recupero crediti continuò a chiamarmi per settimane finché non saldai il mio debito. Έχω σχεδόν εξοφλήσει το δάνειο του σπιτιού. Η εισπρακτική εταιρεία συνέχισε να με καλεί για βδομάδες μέχρι που εξόφλησα το χρέος μου. |
δεν μεταδίδω(radio, televisione) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nostra radio locale chiude le trasmissioni a mezzanotte, e dopo non ci sarà più niente da ascoltare. |
προς το τέλος(κάποιου πράγματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πέφτω στη θάλασσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono caduto in mare e mi hanno salvato dalla corrente. |
τελειώνω με(colloquiale) (χρήση) Hai finito con il giornale? Τέλειωσες με την εφημερίδα; |
εξελίσσομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nessuno sa come andrà a finire questo piccolo dramma. Κανείς δεν ξέρει πως θα εξελιχθεί αυτό το μικρό δράμα. |
ξεφεύγω και καταλήγω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Αρχίσαμε να συζητάμε για πολιτικά αλλά κάπως ξεφύγαμε και καταλήξαμε να μιλάμε πάλι για τη θρησκεία. |
μειώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βουρκώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se canta una canzone triste, finirò per commuovermi. Εάν πει ένα στενάχωρο τραγούδι σίγουρα θα βουρκώσω. |
λήγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πίνω όλοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Finisci di bere il succo; è ora di andare. Πιες τον χυμό σου. Είναι ώρα να φύγουμε. |
καταλήγωverbo intransitivo (esito di un'azione) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se non ci fermiamo e chiediamo indicazioni, finiremo per perderci! Εάν δεν σταματήσουμε να ζητήσουμε οδηγίες θα καταλήξουμε εντελώς χαμένοι. |
αποτελειώνω(figurato) (σκοτώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρώω όλοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se finisci di mangiare le verdure poi avrai il dolce. Αν φας όλα τα λαχανικά σου, μπορείς να φας επιδόρπιο. |
καταλήγω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Αν δεν βρω, σύντομα, δουλειά, ίσως καταντήσω να ζητιανεύω στο δρόμο. |
καταλήγω να κάνω κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julia ha declinato l'invito di Larry e lui ha finito per andare al ballo della scuola da solo. |
κινούμαι γρήγοραverbo intransitivo È scivolato ed è finito a capofitto contro un palo della luce. |
τελειώνω με κτverbo transitivo o transitivo pronominale Non hai ancora finito col telefono? Τελείωσες με το τηλέφωνο επιτέλους; |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του finiscila στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του finiscila
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.