Τι σημαίνει το sale στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sale στο Ιταλικό.

Η λέξη sale στο Ιταλικό σημαίνει καθιστικό, σαλόνι, καθιστικό, σαλόνι, σαλόνι, καθιστικό, αίθουσα, καθιστικό, σαλόνι, αίθουσα, αίθουσα διαλέξεων, αλάτι, αλάτι, αλάτι, άλας, ψυχή, ανεβαίνω, ανεβαίνω, ανέρχομαι, σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανεβαίνω, ανεβαίνω, ανεβαίνω, ανηφορίζω, πατάω σε κτ, ανεβαίνω σε κτ, αυξάνομαι, ανεβαίνω, έρχομαι, παίρνω ύψος, σκαρφαλώνω, εκτινάσσομαι, αυξάνομαι, ανεβαίνω, ανεβαίνω, σηκώνομαι, ανηφορίζω, χειρουργείο, κινηματογράφος, αίθουσα σύνταξης, αίθουσα συνεδριάσεων, ηλεκτρονικά, τραπεζαρία, αίθουσα χορού, σάλα χορού, αίθουσα συσκέψεων, αμφιθέατρο, μπαρ, αίθουσα μπιλιάρδου, μπαρ ξενοδοχείου, κοινωνικός χορός, αίθουσα συναυλιών, αίθουσα συνεδριάσεων, αίθουσα συσκέψεων, αίθουσα τοκετού, τραπεζαρία, αίθουσα αναψυχής, χειρουργείο, δωμάτιο αναψυχής, χορός, χορευτής, αίθουσα μπόουλινγκ, κοκτέιλ μπαρ, εκθεσιακός χώρος, γαλακτοκομείο, κέντρο διασκέδασης, κέντρο διασκέδασης, μηχανοστάσιο, προθάλαμος, αίθουσα τύπου, κατάστημα με ηλεκτρονικά παιχνίδια, αίθουσα προβολής, χώρος υποδοχής, δωμάτιο ανάρρωσης, αίθουσα ψυχαγωγίας, χώρος καπνιστών, αίθουσα του θρόνου, δώματιο στο οποίο τοποθετούνται τρόπαια, στοά καταστημάτων με ηλεκτρονικά παιχνίδια, αίθουσα συνεδριάσεων, αίθουσα προσωπικού, δωμάτιο υπολογιστών, αίθουσα αναχώρησης, αίθουσα αναμονής, αίθουσα δεξιώσεων, εγκαταστάσεις ξεδιαλέγματος, αίθουσα τοκετού, εντευκτήριο, τραπεζαρία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sale

καθιστικό, σαλόνι

sostantivo femminile (informale: salotto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Perchè non andiamo in sala a vedere il film? Lì la TV è più grande.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όλη η οικογένεια συγκεντρώθηκε στο καθιστικό για να παίξει χαρτιά. Το διαμέρισμά μου έχει κουζίνα, καθιστικό, δύο κρεβατοκάμαρες και ένα μπάνιο.

καθιστικό, σαλόνι

sostantivo femminile (salotto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tua madre ti attende in sala.

σαλόνι, καθιστικό

(soggiorno)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In sala abbiamo una TV enorme. Sto volentieri seduta in sala tutto il giorno a leggere un buon libro.

αίθουσα

sostantivo femminile (per eventi pubblici)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I genitori di Amanda hanno affittato una sala per il suo ricevimento nuziale.
Η γονείς της Αμάντα νοίκιασαν μια αίθουσα για τη δεξίωση του γάμου της.

καθιστικό

sostantivo femminile

Il televisore è nella sala.
Η τηλεόραση βρίσκεται στο καθιστικό.

σαλόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il salotto di casa era ampio e c'era molto spazio per gli ospiti.
Το σαλόνι του σπιτιού ήταν μεγάλο και είχε πολύ χώρο για τους καλεσμένους.

αίθουσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nel vecchio salone c'era un grande caminetto.
Η παλιά αίθουσα είχε ένα μεγάλο τζάκι για να τη ζεσταίνει.

αίθουσα διαλέξεων

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sai in quale sala si svolge la conferenza su Picasso?

αλάτι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Puoi passarmi il sale per favore?
Μου δίνεις το αλάτι, σε παρακαλώ;

αλάτι

sostantivo maschile (χλωριούχο κάλιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il sale comune è un composto naturale del sodio.

αλάτι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Metti del sale sulla carne per evitare che marcisca.

άλας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In un sale non c'è carica né positiva né negativa.

ψυχή

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'agricoltura è la linfa vitale di quel paese.

ανεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dobbiamo ancora salire prima di scendere nella vallata.
Ακόμα πρέπει να ανεβούμε πριν μπορέσουμε να κατεβούμε στην κοιλάδα.

ανεβαίνω, ανέρχομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La respirazione può diventare più difficoltosa man mano che si sale con una mongolfiera.
Η αναπνοή δυσκολεύει καθώς ανεβαίνουμε (or: ανερχόμαστε) με το αερόστατο.

σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il palloncino salì fino in cielo.
Το μπαλόνι σηκώθηκε στον αέρα.

ανεβαίνω

verbo intransitivo (abiti) (ρούχα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questa minigonna sale quando mi siedo.
Αυτή η μίνι φούστα ανεβαίνει όταν κάθομαι.

ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il mercato azionario è salito del 2% oggi.
Το χρηματιστήριο ανέβηκε κατά 2% σήμερα.

ανεβαίνω, ανηφορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ανεβήκαμε (or: ανηφορίσαμε) το βουνό την αυγή, πριν πιάσει η ζέστη.

πατάω σε κτ

Πάτησα σε μια λιμνούλα με λάσπη και κατέστρεψα τα καινούρια μου παπούτσια.

ανεβαίνω σε κτ

verbo intransitivo (mezzo di trasporto)

La prossima persona che sale sull'autobus dovrà stare in piedi perché non ci sono più sedili disponibili.

αυξάνομαι

(di emozioni)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'emozione saliva mentre i corridori si schieravano in fila per la gara.

ανεβαίνω

verbo intransitivo (indumenti) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I pantaloni tendono a salirgli sui fianchi.

έρχομαι

(alta marea) (παλίρροια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'alta marea è salita intorno alle tre del pomeriggio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν είναι σωστό να βρίσκεσαι σε αυτή την παραλία όταν φουσκώνουν τα νερά.

παίρνω ύψος

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo il decollo l'aeroplano è salito.

σκαρφαλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (με δυσκολία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I signori anziani salivano le scale lentamente.

εκτινάσσομαι

(di quantità)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Compra tutto ciò che puoi adesso, perché in estate i prezzi si impenneranno!
Αγόρασε όσο πιο πολλά μπορείς τώρα επειδή το καλοκαίρι οι τιμές θα εκτιναχθούν.

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il calore sale.
Η ζέστη αυξάνεται.

ανεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il fumo del comignolo saliva verso il cielo.
Ο καπνός από την καμινάδα ανέβηκε στον ουρανό.

ανεβαίνω, σηκώνομαι

verbo intransitivo (di abiti) (ρούχα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quel pullover è decisamente troppo corto per te: ti sale sulla schiena!

ανηφορίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Da qui in poi il sentiero sale.
Το μονοπάτι γίνεται ανηφορικό από εδώ και πέρα.

χειρουργείο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non sono ammessi visitatori in sala operatoria durante le operazioni.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Απαγορεύεται η παραμονή των επισκεπτών στο χειρουργείο κατά τη διάρκεια επεμβάσεων.

κινηματογράφος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Andare al cinema di giorno di solito costa meno rispetto alla sera.
Οι απογευματινές παραστάσεις είναι συνήθως πιο φτηνές σε σύγκριση με τις βραδυνές στον κινηματογράφο. Η ταινία θα βγει στους κινηματογράφους από την επόμενη Παρασκευή.

αίθουσα σύνταξης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In redazione, i giornalisti scrivevano le storie più importanti della giornata.

αίθουσα συνεδριάσεων

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dal momento che non si tratta di un'udienza formale, l'arbitrato si svolgerà in una sala riunioni.

ηλεκτρονικά

sostantivo femminile (μτφ: το μαγαζί)

Mentre facevo la spesa i bambini sono andati in sala giochi.

τραπεζαρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Οι μαθητές κατέβηκαν στην τραπεζαρία για βραδινό.

αίθουσα χορού, σάλα χορού

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'albergo ha tre sale da ballo che possono essere affittate.
Το ξενοδοχείο διαθέτει τρεις αίθουσες χορού (or: σάλες χορού) για ενοικίαση.

αίθουσα συσκέψεων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
C'è un pranzo a buffet per i consiglieri nella sala riunioni.
Προσφέρεται μεσημεριανό γεύμα με κέτερινγκ στην αίθουσα συσκέψεων των διευθυντών.

αμφιθέατρο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπαρ

sostantivo femminile (di un bar)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αίθουσα μπιλιάρδου

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπαρ ξενοδοχείου

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινωνικός χορός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Al ricevimento di matrimonio ci saranno balli da sala.

αίθουσα συναυλιών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'orchestra sta facendo le prove nella sala concerti.

αίθουσα συνεδριάσεων, αίθουσα συσκέψεων

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La riunione inizierà fra cinque minuti nella sala conferenze.

αίθουσα τοκετού

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'hanno portata di corsa in sala parto per un parto cesareo d'emergenza.

τραπεζαρία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Generalmente la famiglia consuma il pasto serale insieme nella sala da pranzo.
Τα μέλη της οικογένειας συνήθως παίρνουν βραδινό μαζί στην τραπεζαρία.

αίθουσα αναψυχής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I residenti della residenza sanitaria assistenziale si sono riuniti nella sala di ricreazione per giocare a bingo.

χειρουργείο

sostantivo femminile (ospedale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il chirurgo entrò in sala operatoria per eseguire l'intervento. Le sale operatorie non possono essere completamente sterili.

δωμάτιο αναψυχής

(in casa)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Nel seminterrato di casa mia c'è una sala dei giochi con un tavolo da biliardo e uno da air hockey.

χορός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il valzero, il minuetto e il foxtrot sono tutti balli da sala.

χορευτής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fred Astaire era un ballerino da sala, molto famoso per la sua eleganza

αίθουσα μπόουλινγκ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La settimana scorsa per la nostra lezione di bowling la mia classe di ginnastica è andata alla sala da bowling.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Με τους συμμαθητές μου πηγαίνουμε στην αίθουσα μπόουλινγκ για να παίξουμε και να διασκεδάσουμε.

κοκτέιλ μπαρ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εκθεσιακός χώρος

sostantivo femminile

È stata appena costruita una nuova sala congressi.

γαλακτοκομείο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La sala di mungitura era moderna e il processo di mungitura era quasi completamente automatizzato.

κέντρο διασκέδασης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Negli anni Cinquanta mia madre e mio padre andavano nelle sale da ballo.

κέντρο διασκέδασης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μηχανοστάσιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La sala macchine è una zona solo per gli addetti ai lavori.

προθάλαμος

(stanza)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il vostro atrio è più grande del mio intero appartamento!

αίθουσα τύπου

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατάστημα με ηλεκτρονικά παιχνίδια

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αίθουσα προβολής

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χώρος υποδοχής

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δωμάτιο ανάρρωσης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αίθουσα ψυχαγωγίας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Spesso i bambini usano la sala dei giochi nel seminterrato quando vengono a trovarli i loro amici.

χώρος καπνιστών

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αίθουσα του θρόνου

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sala del trono era enorme: deve essere stata lunga trenta metri!

δώματιο στο οποίο τοποθετούνται τρόπαια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στοά καταστημάτων με ηλεκτρονικά παιχνίδια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho perso quasi tutti i miei soldi nella sala giochi.

αίθουσα συνεδριάσεων

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Qui gli impiegati non hanno nessuna voce in capitolo; tutte le grosse decisioni sono prese nella sala del consiglio.

αίθουσα προσωπικού

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tutti i dipendenti sono invitati nella stanza del personale alle 17 per una torta e un caffè.

δωμάτιο υπολογιστών

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Di solito le sale computer hanno una temperatura più fredda del normale per evitare problemi di surriscaldamento.

αίθουσα αναχώρησης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ci hanno fatto aspettare nella sala d'imbarco prima di imbarcarci sull'aereo.
Αναγκαστήκαμε να περιμένουμε στην αίθουσα αναχώρησης πριν επιβιβαστούμε στο αεροπλάνο.

αίθουσα αναμονής

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alla stazione c'è una sala di attesa per chi deve aspettare la partenza del treno, ma a volte è meglio non frequentarla.

αίθουσα δεξιώσεων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Abbiamo affittato una sala banchetti per tenere la festa d'anniversario.

εγκαταστάσεις ξεδιαλέγματος

sostantivo femminile (υαλουργία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίθουσα τοκετού

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εντευκτήριο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τραπεζαρία

sostantivo femminile (χώρος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È permesso fumare al bar, ma è proibito nella sala ristorante.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.