Τι σημαίνει το finsi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης finsi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του finsi στο Ιταλικό.
Η λέξη finsi στο Ιταλικό σημαίνει προσποιούμαι, προσποιούμαι, παριστάνω, παίζω θέατρο, μπλοφάρω, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, προσποιούμαι, παριστάνω, προσποιούμαι, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι έχω, προσποιούμαι, παριστάνω, κάνω προσποίηση, προσποιούμαι, παριστάνω, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, κάνω τα στραβά μάτια για κτ, προσποιούμαι ότι/πως, παριστάνω ότι/πως,, προσποιούμαι οργασμό, παριστάνω ότι κάνω κτ, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτ, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, το παίζω κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης finsi
προσποιούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Probabilmente non sa le risposte, ma fingerà di saperle. Πιθανόν να μην ξέρει τις απαντήσεις, αλλά θα προσποιηθεί το αντίθετο. |
προσποιούμαι, παριστάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω θέατροverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Παρουσιάστηκε ως (or: εμφανίστηκε ως) αστυνομικός που έκανε έρευνα και έτσι τον άφησε να μπει στο σπίτι. |
μπλοφάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sandy diceva di sapere quale sarebbe stato il risultato, ma fingeva. Η Σάντυ είπε πως ήξερε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, αλλά μπλόφαρε. |
υποκρίνομαι, προσποιούμαι(κάτι, ότι κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un buon attore può simulare una gamba zoppicante. Ο καλός ηθοποιός μπορεί να υποδυθεί τον κουτσό. |
προσποιούμαι, παριστάνω(fare qualcosa) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσποιούμαι(esagerare nei gesti) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il calciatore cadde a terra abbracciandosi il ginocchio, ma l'arbitro capì che stava facendo scena: non si era veramente infortunato. |
προσποιούμαι, υποκρίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stavo solo fingendo. Non mangerò davvero il tuo gelato. Απλά υποκρινόμουνα. Δεν θα φάω πραγματικά το παγωτό σου. |
προσποιούμαι, υποκρίνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσποιούμαι ότι έχωverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Talvolta Pierre simula un accento del sud. Ο Πιέρ μερικές φορές προσποιείται ότι έχει προφορά του νότου. |
προσποιούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non è malato per davvero, sta solo facendo finta. Ο Τζέιμς δεν είναι πραγματικά άρρωστος. Απλά προσποιείται. |
παριστάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non si è fatta male davvero, stava solo simulando. Δεν είχε χτυπήσει στα αλήθεια, απλά το έπαιζε. |
κάνω προσποίηση(sport) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il calciatore ha fatto una finta a sinistra ma è corso a destra. Ο ποδοσφαιριστής έκανε αριστερή προσποίηση και έτρεξε δεξιά. |
προσποιούμαι, παριστάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si è finto malato perché non voleva andare a scuola. Προσποιήθηκε (or: παρίστανε) τον άρρωστο γιατί δεν ήθελε να πάει στο σχολείο. |
προσποιούμαι, υποκρίνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Raphael ha finto di mangiare il gelato di Audrey. Ο Ραφαέλ προσποιήθηκε (or: υποκρίθηκε) ότι έτρωγε το παγωτό της Ώντρεϋ. |
κάνω τα στραβά μάτια για κτ(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'ispettore corrotto accettò di chiudere un occhio in merito alle violazioni alle norme di sicurezza. |
προσποιούμαι ότι/πως, παριστάνω ότι/πως,verbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσποιούμαι οργασμόverbo transitivo o transitivo pronominale La verità è che gli uomini possono fingere l'orgasmo tanto quanto le donne. |
παριστάνω ότι κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Veronica faceva finta di dare da mangiare una torta alle sue bambole. Η Βερόνικα παρίστανε ότι τάιζε τούρτα στις κούκλες της. |
προσποιούμαι, υποκρίνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: fingere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι γονείς προσποιούνται ότι είναι ενωμένοι, για να μην ανησυχούν τα παιδιά τους. |
προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Faceva finta di essere una principessa. |
προσποιούμαι, υποκρίνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως δεν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha fatto finta di non sentirlo quando lui le ha detto che l'amava. Καμώθηκε ότι δεν τον άκουσε όταν της είπε ότι την αγαπά. |
προσποιούμαι, παριστάνω(κτ ή ότι είμαι κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Finge un malessere per poter lasciare la riunione. Η Άλισον προσποιείται ότι είναι άρρωστη για να γλυτώσει τη συνάντηση. |
υποκρίνομαι, προσποιούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fece una sgradevole voce acuta per imitare sua sorella. Il calciatore finse di essersi fatto male ma stava facendo finta, nella speranza di ottenere un rigore. |
το παίζω κπ/κτverbo intransitivo (αργκό, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Charlie non è veramente un pilota, si atteggia semplicemente. Julie finse di essere sua sorella Emma per cercare di accedere ai conti bancari di Emma. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του finsi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του finsi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.