Τι σημαίνει το denaro στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης denaro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του denaro στο Ιταλικό.

Η λέξη denaro στο Ιταλικό σημαίνει ντενιέ, παραδάκι, πλούτος, γκαφρά, χρήματα, χρήματα, λεφτά, χρήματα, χρήμα, άπληστος, μετρητά, ξοδεύω χρήματα, κέρδη, κεφάλαιο, ο χρόνος είναι χρήμα, ξέπλυμα χρήματος, μετρητά, χρήματα, άδικος κόπος, αυτός που ξεπλένει παράνομα χρήματα, ταρίφα, νόμισμα, χρήμα, ψιλά, μετρητά, χρήματα για να κινούμαι, χρηματικό ποσό, ο πλούτος, ματωμένα χρήματα, πλαστό χρήμα, βρόμικο χρήμα, χρηματικό έπαθλο, με το ακριβές ποσό σε κέρματα, διαχείριση χρημάτων, διαχείριση οικονομικών, που τρώει τα λεφτά, λύτρα, μάταιο εγχείρημα, ανούσιο εγχείρημα, πλαστό χρήμα, έξτρα χρήματα, πλαστό νόμισμα, μετρητά, διαθέσιμο ρευστό, χάνω πολλά χρήματα, έμβασμα, αποκαλυπτικός, φιλάργυρος, αποζημίωση που καταβάλλει ο δολοφόνος στην οικογένεια του θύματος, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, ξοδεύω χρήματα, ξοδεύω, σπαταλαώ, χρηματοδοτώ, ματωμένα χρήματα, σκληρός, πλαστικό χρήμα, ξετινάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης denaro

ντενιέ

sostantivo maschile (tessile: misura dei tessuti)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Quanti sono i denari di questi collant?

παραδάκι

(αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλούτος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ha molto denaro, ma è un taccagno e se lo tiene tutto per sé.

γκαφρά

(αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I giocatori d'azzardo sperperavano denaro vero come se fosse quello del Monopoli.
Οι τζογαδόροι σκόρπιζαν πραγματικά γκαφρά, λες και ήταν χρήματα επιτραπέζιου παιχνιδιού.

χρήματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Non ho molti soldi, solo tre dollari. Devo andare in banca.
Δεν έχω πολλά λεφτά, μόνο τρία δολάρια. Πρέπει να πάω στην τράπεζα.

χρήματα, λεφτά

(colloquiale)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χρήματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Quanti soldi sono? Trecento dollari!
Πόσα χρήματα (or: λεφτά) κοστίζει; Τριακόσια δολάρια!

χρήμα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I soldi si fanno con i servizi informatici, non con il software.
Το χρήμα βρίσκεται στην παροχή υπηρεσιών και όχι στο λογισμικό.

άπληστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μετρητά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il bar accetta solo pagamenti in contanti.
Το καφέ δέχεται μόνο μετρητά για πληρωμές.

ξοδεύω χρήματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κέρδη

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La vincitrice della lotteria disse che avrebbe speso le sue vincite per una grande casa e una macchina sportiva.

κεφάλαιο

(συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vorrei imparare il francese ma non ho abbastanza soldi per pagarmi un corso serale.

ο χρόνος είναι χρήμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sveglia ragazzi! Il tempo è denaro!

ξέπλυμα χρήματος

sostantivo maschile (καθομ, μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Quella banca è famosa per le sue attività di riciclaggio del denaro.

μετρητά, χρήματα

(άμεσα διαθέσιμα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

άδικος κόπος

sostantivo maschile (χρήση ως επίθετο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αυτός που ξεπλένει παράνομα χρήματα

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ταρίφα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bianca ha dato il denaro per il taxi.

νόμισμα, χρήμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Davis ha pagato gli operai con denaro contante.

ψιλά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Pagare il biglietto del bus col denaro contato.
Δυστυχώς δεν έχω αρκετά ψιλά, θα πρέπει να μου δώσετε ρέστα από δεκάευρο.

μετρητά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Accettiamo solo denaro contante, niente assegni o carte di credito.

χρήματα για να κινούμαι

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρηματικό ποσό

sostantivo femminile

Tremila miliardi di dollari è un'ingente somma di denaro, anche per il governo.

ο πλούτος

sostantivo maschile

Lo stile di vita agiato di Jason era il risultato della sua abilità nel far fruttare il vil denaro.

ματωμένα χρήματα

sostantivo maschile (figurato: denaro da delitti) (μεταφορικά)

L'assassino non disse mai alla moglie che quello che le aveva dato era denaro insanguinato; mentì al riguardo.

πλαστό χρήμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il cassiere non ha voluto accettare il pagamento poiché è stato effettuato con denaro falso.

βρόμικο χρήμα

(figurato) (μεταφορικά)

I gangster si servivano di attività di copertura per riciclare il denaro sporco.
Οι εγκληματίες χρησιμοποίησαν διάφορες εικονικές επιχειρήσεις, για να ξεπλύνουν το βρόμικο χρήμα τους.

χρηματικό έπαθλο

sostantivo maschile

Si è iscritto al concorso per il premio in denaro.

με το ακριβές ποσό σε κέρματα

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando ho tanti spiccioli cerco sempre di pagare con denaro contato in monete.

διαχείριση χρημάτων, διαχείριση οικονομικών

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που τρώει τα λεφτά

sostantivo maschile (figurato) (μτφ, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha comprato quella casa per poco, ma alla fine si è rivelata un vero e proprio stillicidio di denaro.

λύτρα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μάταιο εγχείρημα, ανούσιο εγχείρημα

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλαστό χρήμα

sostantivo maschile

έξτρα χρήματα

πλαστό νόμισμα

μετρητά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

διαθέσιμο ρευστό

χάνω πολλά χρήματα

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'azienda non sta facendo altro che bruciare denaro a questo punto:

έμβασμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποκαλυπτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φιλάργυρος

aggettivo

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mio nonno è una persona attaccata al denaro che ha vissuto in maniera frugale per tutta la vita.
Ο παππούς μου είναι ένας φιλάργυρος που έζησε όλη του τη ζωή μετρημένα.

αποζημίωση που καταβάλλει ο δολοφόνος στην οικογένεια του θύματος

sostantivo maschile (figurato: denaro per un delitto)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω

(χρηματικό ποσό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho investito dei soldi nella nuova impresa del mio amico, ma ancora non ho visto nessun ritorno sul mio investimento.

ξοδεύω χρήματα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξοδεύω, σπαταλαώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (χρόνο, χρήμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χρηματοδοτώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ματωμένα χρήματα

sostantivo maschile (figurato: denaro da delitti) (μεταφορικά)

Giuda ricevette denaro sporco di sangue quando tradì Gesù. Considerava i soldi guadagnati a spese della vita di tanti come 'denaro sporco di sangue' e rifiutò di accettarli.

σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλαστικό χρήμα

sostantivo maschile (carte di credito, ecc.)

ξετινάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του denaro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του denaro

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.