Τι σημαίνει το capitale στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης capitale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του capitale στο Ιταλικό.

Η λέξη capitale στο Ιταλικό σημαίνει πρωτεύουσα, κέντρο, κεφάλαιο, πρωτεύουσα, πρωτεύουσα, κεφάλαιο, περιουσία, ένα κάρο λεφτά, μια περιουσία, υψίστης σημασίας, εντάσεως κεφαλαίου, ίδια κεφάλαια, κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου, αδίκημα που τιμωρείται με θάνατο, θανατική ποινή, κεφάλαιο, κεφάλαιο, κεφάλαιο κίνησης, κρατική επιχορήγηση, μετοχικό κεφάλαιο, αρχικό κεφάλαιο, κοινωνικό κεφάλαιο, δαπάνες κεφαλαίου, κεφαλαιακό κέρδος, εταιρεία επενδύσεων, κεφάλαιο εκκίνησης, θανάσιμο αμάρτημα, φόρος υπεραξίας, λογαριασμός μετοχικού κεφαλαίου, λογαριασμός κεφαλαίου, εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο, ανθρώπινο κεφάλαιο, θανάσιμο αμάρτημα, μεγάλο σφάλμα, μεγάλο ατόπημα, υπόλοιπο ποσό, υπολειπόμενο ποσό, ίδια κεφάλαια, θανατική ποινή, ισοζύγιο κεφαλαίων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης capitale

πρωτεύουσα

(di stato) (πόλη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Madrid è la capitale della Spagna.
Η Μαδρίτη είναι η πρωτεύουσα της Ισπανίας.

κέντρο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
New York è la capitale finanziaria del mondo.
Η Νέα Υόρκη είναι το οικονομικό κέντρο του κόσμου.

κεφάλαιο

sostantivo maschile (χρήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La banca gli ha prestato il capitale per espandere l'attività.
Η τράπεζα του δάνεισε το κεφάλαιο για να επεκτείνει την επιχείρησή του.

πρωτεύουσα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La capitale dell'Inghilterra è Londra.
Η πρωτεύουσα της Αγγλίας είναι το Λονδίνο.

πρωτεύουσα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κεφάλαιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un mutuo a rate implica il pagamento del capitale più gli interessi.
Ένα στεγαστικό δάνειο περιλαμβάνει την αποπληρωμή του κεφαλαίου και των τόκων.

περιουσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il patrimonio della famiglia fu spartito tra tutti i bambini.
Η οικογενειακή περιουσία μοιράστηκε ανάμεσα σε όλα τα παιδιά.

ένα κάρο λεφτά

(soldi) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È una macchina incredibile: ti deve essere costata una fortuna!

μια περιουσία

(figurato: molto denaro) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Laura ha ereditato una fortuna.
Η Λώρα κληρονόμησε μια περιουσία. Έχεις δει τον λογαριασμό του τηλεφώνου; Δεν μπορώ να τον πληρώσω. Είναι μια περιουσία!

υψίστης σημασίας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Fornire acqua potabile pulita alla zona del disastro è di primaria importanza.

εντάσεως κεφαλαίου

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ίδια κεφάλαια

(επιχείρηση)

Questo azionista ha il 10% del patrimonio netto dell'azienda.
Αυτός ο μέτοχος κατέχει το δέκα τοις εκατό των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης.

κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου

sostantivo maschile

Molte compagnie che si propongono di aumentare il capitale di rischio falliscono nel loro intento.

αδίκημα που τιμωρείται με θάνατο

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nei paesi che la prevedono, l'omicidio premeditato è un reato punibile con la pena di morte.

θανατική ποινή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κεφάλαιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gli imprenditori trovano sempre più difficile procurarsi il capitale di rischio.

κεφάλαιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κεφάλαιο κίνησης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La società è stata costituita con un capitale operativo di 2000 sterline.

κρατική επιχορήγηση

sostantivo femminile

μετοχικό κεφάλαιο

sostantivo maschile

αρχικό κεφάλαιο

sostantivo maschile

κοινωνικό κεφάλαιο

sostantivo maschile (sociologia)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δαπάνες κεφαλαίου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κεφαλαιακό κέρδος

εταιρεία επενδύσεων

sostantivo femminile (οικονομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κεφάλαιο εκκίνησης

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θανάσιμο αμάρτημα

sostantivo maschile

φόρος υπεραξίας

sostantivo femminile (capital gain tax)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λογαριασμός μετοχικού κεφαλαίου

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λογαριασμός κεφαλαίου

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανθρώπινο κεφάλαιο

sostantivo maschile

θανάσιμο αμάρτημα

sostantivo maschile

L'accidia è uno dei sette vizi capitali.

μεγάλο σφάλμα, μεγάλο ατόπημα

sostantivo maschile (figurato, anche ironico)

υπόλοιπο ποσό, υπολειπόμενο ποσό

ίδια κεφάλαια

sostantivo maschile

θανατική ποινή

sostantivo femminile

ισοζύγιο κεφαλαίων

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του capitale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.