Τι σημαίνει το fortuna στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fortuna στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fortuna στο Ιταλικό.
Η λέξη fortuna στο Ιταλικό σημαίνει μια περιουσία, τύχη, τύχη, τα μαλλιά της κεφαλής μου, τύχη, ένα κάρο λεφτά, περιουσία, καλή τύχη, καλοτυχία, τύχη, τύχη, τύχη, μια περιουσία, τύχη, καλοτυχία, ευλογία, μοίρα, καλοτυχία, ευτυχώς, θέμα τύχης, ευτυχώς, ευτυχώς, αν έχουμε την τύχη με το μέρος μας, από τύχη, κατά τύχη, Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς., ευτυχώς, Καλή τύχη, Καλή τύχη!, Τι τύχη!, καθαρή τύχη, ο Θεός μαζί σου, τύχη του πρωτάρη, τυχερό παιχνίδι, αναγκαστική προσγείωση, τυχερό μπισκότο, καλοτυχία, καλή τύχη, είδος φασολάδας, αυτοσχέδιος καταυλισμός, κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια, κάνω περιουσία, έχω μια ευκαιρία, μου δίνεται μια ευκαιρία, φέρνω τύχη σε κπ, είμαι τυχερός, αυτοσχεδιάζω για να φτιάξω κτ, με πρόχειρη εξάρτιση, δόξα τω Θεώ, είμαι γκαντέμης, τροχός της τύχης, αυτοσχέδιο μαχαίρι, το να τη γλιτώσω παρατρίχα, το να τη γλιτώσω στο τσακ, καλή τύχη, στέκομαι τυχερός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fortuna
μια περιουσία(figurato: molto denaro) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Laura ha ereditato una fortuna. Η Λώρα κληρονόμησε μια περιουσία. Έχεις δει τον λογαριασμό του τηλεφώνου; Δεν μπορώ να τον πληρώσω. Είναι μια περιουσία! |
τύχη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dovremo attendere prima di vedere cosa ci serba la sorte. Πρέπει να περιμένουμε για να δούμε τι μας επιφυλάσσει η μοίρα. |
τύχηsostantivo femminile (μοίρα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La fortuna è per definizione qualcosa di incontrollabile. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι θέμα τύχης πια αν θα φτάσουμε στην ώρα μας. |
τα μαλλιά της κεφαλής μου(cifra esorbitante) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Harry ha pagato una fortuna per quel completo. |
τύχηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È stata una tale fortuna incontrarlo ieri. Questo oggetto mi porta fortuna. Ήταν καθαρή τύχη που τον συνάντησα χτες. Αυτό το αντικείμενο μου φέρνει τύχη (or: γούρι). |
ένα κάρο λεφτά(soldi) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È una macchina incredibile: ti deve essere costata una fortuna! |
περιουσίαsostantivo femminile (figurato: soldi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tom ha ereditato una fortuna quando è morta sua zia. |
καλή τύχη, καλοτυχίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha avuto una gran fortuna a vincere la lotteria. |
τύχηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Abbiamo avuto la fortuna di incontrare la regina quando abbiamo visitato Londra. Είχαμε την τύχη να συναντήσουμε τη βασίλισσα όταν επισκεφτήκαμε το Λονδίνο. |
τύχηsostantivo femminile (καλή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho avuto la fortuna di essere il primo in coda per i biglietti. Είχα την (καλή) τύχη να είμαι πρώτος στην ουρά για τα εισιτήρια. |
τύχη(όχι πρόθεση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Abbiamo trovato questo caffè per caso. Βρήκαμε αυτήν την καφετέρια κατά τύχη. |
μια περιουσία(informale: tanto denaro) (μεταφορικά) Η Μισέλ έκανε περιουσία στο χρηματιστήριο. |
τύχη, καλοτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per un colpo di fortuna ci siamo ritrovati seduti accanto a un pranzo di gala. Από εύνοια της τύχης καθίσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο στο μεσημεριανό. |
ευλογίαsostantivo femminile (cosa vantaggiosa) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Peter considera il suo nuovo lavoro una benedizione. Ο Πήτερ θεωρεί τη νέα του δουλειά ευλογία. |
μοίρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi piace pensare che sia stato il destino a farmi incontrare mio marito. |
καλοτυχίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quando abbiamo iniziato a coltivare non ci saremmo mai aspettati una tale prosperità. Ποτέ δεν περιμέναμε τέτοια καλοτυχία όταν αρχίσαμε την καλλιέργεια. |
ευτυχώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Peter ha dimenticato di portare il suo telefono ma fortunatamente si ricordava come arrivare a casa del suo amico. Ο Πίτερ είχε ξεχάσει να πάρει μαζί του το τηλέφωνό του αλλά ευτυχώς θυμόταν πώς να πάει στο σπίτι του φίλου του. |
θέμα τύχηςsostantivo femminile (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ευτυχώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Karen è arrivata tardi alla fermata, ma fortunatamente anche l'autobus era in ritardo. Η Κάρεν άργησε να πάει στη στάση, αλλά ευτυχώς άργησε και το λεωφορείο. |
ευτυχώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La fortuna volle che anche l'autobus fosse in ritardo e così riuscii a prenderlo comunque. |
αν έχουμε την τύχη με το μέρος μαςavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από τύχη, κατά τύχη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non farti troppi pensieri e accetta il lavoro in Francia: la fortuna premia gli audaci. |
ευτυχώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Meno male che sono andato in pensione prima che cambiassero tutte le mansioni del mio lavoro! |
Καλή τύχηinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Καλή τύχη!(για τύχη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) È oggi che hai l'esame? In bocca al lupo! |
Τι τύχη!
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθαρή τύχηsostantivo maschile Per un colpo di fortuna ho preso un volo precedente. |
ο Θεός μαζί σουinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τύχη του πρωτάρηsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Joe ha attribuito il suo successo alla fortuna del principiante. |
τυχερό παιχνίδιsostantivo maschile I dadi sono un gioco di fortuna. |
αναγκαστική προσγείωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il pilota fu costretto ad un atterraggio forzato nel fiume Hudson, dopo che l'aereo aveva colpito uno stormo di oche. |
τυχερό μπισκότοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il mio momento preferito di una serata al ristorante cinese è quando apro il biscotto della fortuna. |
καλοτυχία, καλή τύχηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Con un colpo di fortuna ho trovato un parcheggio in una strada affollata. È stato un colpo di fortuna a farci incontrare. Ήταν καλή τύχη που βρήκα θέση να παρκάρω στον πολυσύχναστο δρόμο. |
είδος φασολάδαςsostantivo femminile (tradizione USA) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αυτοσχέδιος καταυλισμόςsostantivo maschile Quando l'aereo si schiantò sull'isola, costruirono un ricovero di fortuna per le prime notti. |
κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτιαverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Scommetto che quel vestito è costato una fortuna. Στοιχηματίζω ότι αυτό το φόρεμα κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια. |
κάνω περιουσίαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Di sicuro non farai fortuna diventando infermiera. |
έχω μια ευκαιρία, μου δίνεται μια ευκαιρία(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φέρνω τύχη σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι τυχερόςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
αυτοσχεδιάζω για να φτιάξω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (alla MacGyver, in stile Macgyver) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με πρόχειρη εξάρτισηlocuzione aggettivale (ναυτιλία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δόξα τω Θεώ
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Meno male che quello stupido show è stato tolto dalla programmazione! Per fortuna ci sei tu che vieni con me: non mi piace proprio andare da sola. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εκείνη η χαζή εκπομπή κόπηκε, δόξα τω Θεώ! Δόξα τω Θεώ θα έρθεις μαζί μου - δε θα ήθελα να πάω μόνος μου. |
είμαι γκαντέμηςlocuzione aggettivale (καθομιλουμένη) |
τροχός της τύχηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αυτοσχέδιο μαχαίριsostantivo maschile Il rapinatore tirò fuori un coltello di fortuna e gli disse di consegnare il portafoglio. |
το να τη γλιτώσω παρατρίχα, το να τη γλιτώσω στο τσακsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλή τύχηsostantivo maschile |
στέκομαι τυχερός
|
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fortuna στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του fortuna
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.