Τι σημαίνει το resto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης resto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του resto στο Ιταλικό.

Η λέξη resto στο Ιταλικό σημαίνει παραμένω, μένω, παραμένω, απομένω, μένω, μένω, μένω, παραμένω, μένω, συνεχίζω να υπάρχω, παραμένω, ακολουθώ, μένω, παραμένω, μένω, υπόλοιπο, υπόλοιπο, διάρκεια, υπόλοιπο, κατάλοιπο, υπόλοιπο, το τέλος, κατάλοιπο, απομεινάρι, υπόλοιπο, υπόλοιπος, υπόλειμμα, κατάλοιπο, υπόλειμμα, κατάλοιπο, υπόλειμμα, υπόλειμμα, άφωνος, εξασθενώ, πάω χαμένος, κλονίζομαι, παίζω, μένω αχρησιμοποίητος, που δεν ξέρει τι να πει, δεν κλείνω, μένω σοβαρός, μένω κοντά σε κπ/κτ, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, μένω εντός χώρου, κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτι, παθαίνω σοκ, δεν χάνω το χαμόγελό μου, κρατιέμαι καλά, μένω σταθερός στις απόψεις μου, περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία, επικοινωνώ, μένω στη γραμμή (μου), μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, μένω ακίνητος, παραμένω θετικός, μένω ακίνητος, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, μένω στη επιφάνεια, παραμένω ανώνυμος, παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου, δεσμεύομαι, είμαστε ενωμένοι, μένουμε ενωμένοι, μένω πίσω, καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρηση, το βουλώνω, κρύβομαι, γίνομαι ένα, δεν μπαίνω, είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα, μένω, μένω πίσω, μένω ξύπνιος, κάθομαι, παραμένω, δεν έρχομαι σπίτι, δεν γυρίζω, μπλέκομαι, μπερδεύομαι, μένω μέσα, κάθομαι μέσα, μένω σπίτι, κάθομαι σπίτι, κάθομαι, υποχωρώ, απομακρύνομαι, μένω σε απόσταση, μένω δίπλα σε κπ, αίσθηση σκοπού, μένω ξύπνιος, μένω ακίνητος, παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ, γκαστρώνω, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, κρατώ επαφή, μένω συντονισμένος, δεσμεύομαι από κτ, μένω πίσω, τα φέρνω βόλτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης resto

παραμένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il conto rimane in essere.
Ο λογαριασμός παραμένει σε ισχύ.

μένω, παραμένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lui è uscito mentre lei è rimasta a casa.
Αυτός βγήκε, ενώ εκείνη έμεινε (or: παρέμεινε) σπίτι.

απομένω, μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono rimaste tre fette di pizza.
Απέμειναν (or: έμειναν) τρία κομμάτια πίτσα.

μένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sappiamo che il suo mandato è terminato ma speriamo che lei resti ancora per un periodo. Maria sperava di poter restare anche dopo la scadenza del suo visto.
Η Μαρία ήλπιζε ότι θα μπορούσε να παραμείνει αφού έληξε η βίζα της.

μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vorrei che tu restassi.
Θέλω να μείνεις.

παραμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu vai avanti; io resto indietro.
Προχώρα εσύ, εγώ θα μείνω.

συνεχίζω να υπάρχω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραμένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono felice e voglio restarlo.

ακολουθώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il pilota rimase in testa.

μένω, παραμένω

(in un luogo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il bar chiudeva alle 3 del mattino ma alcuni avventori si trattennero fuori ancora per un po'.
Το μπαρ έκλεισε στις 3:00 το πρωί αλλά μερικοί θαμώνες χαζολογούσαν απέξω για λίγη ώρα.

μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stai qui e non muoverti.
Μείνε εδώ και μην κουνηθείς.

υπόλοιπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mangia quello che puoi e io prenderò il resto. // Abbiamo regalato due gattini e tenuto gli altri.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Φάε όσο θες και θα φάω εγώ το υπόλοιπο.

υπόλοιπο

sostantivo maschile (matematica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cinque diviso due dà un resto di uno.
Πέντε δια δύο αφήνει υπόλοιπο ένα.

διάρκεια

sostantivo maschile (di periodo di tempo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarò nel mio ufficio per il resto della giornata.

υπόλοιπο

sostantivo maschile (matematica, divisione) (μαθηματικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
10 diviso 3 fa 3 con il resto di 1.
10 δια 3 ισούται με 3, με υπόλοιπο 1.

κατάλοιπο

(συνήθως με αρνητική/δυσάρεστη έννοια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο παλαίμαχος αθλητής κοίταξε τη φανέλα του, ένα ενθύμιο του αλλοτινού του μεγαλείου.

υπόλοιπο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jane ha pagato quasi tutto il conto, e Jim ha pagato il resto.

το τέλος

κατάλοιπο, απομεινάρι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Αυτές οι μισογυνίστικες εταιρικές πρακτικές είναι κατάλοιπα της δεκαετίας του '60.

υπόλοιπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπόλοιπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah passò in rassegna il suo armadio, decise quali vestiti voleva tenere e portò il resto in un negozio di beneficenza. Bill lavorava tutta la mattina e passava il resto della giornata a rilassarsi in giardino.
Η Σάρα έψαξε τη ντουλάπα της, αποφάσισε ποια ρούχα ήθελε να κρατήσει και πήγε τα υπόλοιπα σε ένα φιλανθρωπικό κατάστημα.

υπόλειμμα, κατάλοιπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπόλειμμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατάλοιπο, υπόλειμμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'era un residuo di polvere bianca lungo tutto il bordo.
Υπήρχαν κατάλοιπα λευκής σκόνης γύρω από το χείλος.

υπόλειμμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Perché non usare questi avanzi di legna per accendere il fuoco?
Γιατί δε χρησιμοποιείς αυτά τα απομεινάρια ξύλου για προσάναμμα;

άφωνος

(formale) (μεταφορικά: από έκπληξη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξασθενώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάω χαμένος

(informale) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se quella bottiglia del latte avanza, la prendo io.

κλονίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La notizia del fallimento della società sbigottì Imogen.
Η Ίμοτζεν κλονίστηκε όταν έμαθε για τη χρεοκοπία της εταιρείας.

παίζω

(teatro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rappresentano "Aspettando Godot" per tutta la settimana.

μένω αχρησιμοποίητος

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Mio fratello ha comprato una bicicletta che non usa più e resta inutilizzata in garage.

που δεν ξέρει τι να πει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν κλείνω

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'addetta alla reception mi ha chiesto di restare in linea mentre parlava con il dott. Simpson.

μένω σοβαρός

verbo intransitivo (έκφραση προσώπου)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Quando ha detto di essere vergine non sono riuscito a restare serio. Fu difficile rimanere impassibile quando feci quello scherzo ai miei colleghi.

μένω κοντά σε κπ/κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando saremo al concerto resta vicino a me, non voglio che tu ti perda.

κρατάω επαφή, κρατώ επαφή

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per restare in contatto, mia cugina Andrea ci mandava pacchi dal Sud America.
Η ξαδέλφη Άντρεα κρατούσε επαφή στέλνοντας πακέτα από τη Νότια Αμερική.

μένω εντός χώρου

verbo intransitivo (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli studenti devono sempre restare entro i confini della scuola durante il giorno.

κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτι

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oggi sono stato a casa perché non mi sentivo bene.

παθαίνω σοκ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Sono rimasto scioccato quando ho trovato tua moglie nuda nel mio letto.

δεν χάνω το χαμόγελό μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατιέμαι καλά

(μεταφορικά)

Hai visto il vecchio signor Smith ultimamente?Si mantiene in forma! Non dimostra affatto più di 70 anni.

μένω σταθερός στις απόψεις μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επικοινωνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ciao. Non dimenticarti di restare in contatto! Anche se sono passati dieci anni da quando hanno lavorato insieme, i due colleghi sono rimasti in contatto.
Αντίο! Να τα λέμε!

μένω στη γραμμή (μου)

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Cercherà di farti arrabbiare, ma tu devi restare calmo. State tutti calmi finché non arriva la polizia!
Θα προσπαθήσει να σε νευριάσει θα πρέπει όμως να μείνεις ψύχραιμη. Παρακαλείσθε όλοι να μείνετε ψύχραιμοι μέχρι να έρθει η αστυνομία!

μένω ακίνητος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Resta immobile o la foto verrà mossa.

παραμένω θετικός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

μένω ακίνητος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

μένω στη επιφάνεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julia è riuscita a restare a galla aggrappandosi a un tronco.

παραμένω ανώνυμος

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando rispondo a un sondaggio preferisco restare anonimo.
Όταν συμμετέχω σε έρευνες προτιμώ να παραμένω ανώνυμος.

παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vi preghiamo di rimanere seduti finché l'autobus non si fermerà completamente.
Παρακαλώ παραμείνετε στις θέσεις σας έως το λεωφορείο να σταματήσει εντελώς.

δεσμεύομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαστε ενωμένοι

verbo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il paese deve restare unito se vogliamo superare questi tempi difficili.

μένουμε ενωμένοι

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Resteremo uniti qualsiasi cosa accada.

μένω πίσω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

Il corridore è rimasto indietro dopo il ventiduesimo chilometro della maratona a causa delle sue gambe stanche.

καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρηση

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το βουλώνω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρύβομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La polizia mi sta cercando così resterò nascosto sulle montagne.

γίνομαι ένα

verbo intransitivo (μεταφορικά: ένωση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Incorpora il liquido agli ingredienti secchi finché non restano uniti.

δεν μπαίνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Παρακαλώ μην εισέρχεστε! Το οίκημα αποτελεί ιδιωτική περιουσία.

είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Resterò in attesa per afferrarti se cadi.
Θα είμαι σε ετοιμότητα για να σε πιάσω αν πέσεις.

μένω

verbo intransitivo (σε κάποιον ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mamma, posso restare a dormire a casa di Annie stasera?
Μαμά, να κοιμηθώ στην Άννα απόψε;

μένω πίσω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se non studio due ore ogni sera rischio di rimanere indietro con lo studio.
Αν δεν μελετάω δύο ώρες κάθε βράδυ, κινδυνεύω να μείνω πίσω με τα μαθήματα για την τάξη μου.

μένω ξύπνιος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siamo rimasti svegli tutta la notte a chiacchierare.
Μείναμε ξύπνιοι όλη νύχτα μιλώντας μεταξύ μας.

κάθομαι, παραμένω

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se rimani nei paraggi dopo i titoli di coda riuscirai a vedere la scena extra del film.

δεν έρχομαι σπίτι, δεν γυρίζω

verbo intransitivo (per la notte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non preoccuparti se resto fuori tutta la notte, la festa finirà tardi

μπλέκομαι, μπερδεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I fili si aggrovigliavano di continuo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το γατάκι έπαιζε με το κουβάρι και τελικά μπλέχτηκε σε αυτό! Ας μην μπερδευόμαστε με τις μικρολεπτομέρειες του σχεδίου μας τώρα.

μένω μέσα, κάθομαι μέσα, μένω σπίτι, κάθομαι σπίτι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fuori era freddo e c'era vento, così decidemmo di restare a casa.
Είχε κρύο και φύσαγε και έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε σπίτι.

κάθομαι

verbo intransitivo (cosa inutilizzata, non a posto) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υποχωρώ, απομακρύνομαι

verbo intransitivo (λόγω ντροπής)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il gatto rimase in disparte quando cercai di accarezzargli la testa.

μένω σε απόσταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Τα κορίτσια έκαναν στην άκρη κι έμειναν σε απόσταση.

μένω δίπλα σε κπ

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αίσθηση σκοπού

sostantivo femminile (μτφ: κατεύθυνση ζωής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μένω ξύπνιος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La festa era così noiosa che ho dovuto lottare per restare sveglio. Ho fatto fatica a restare sveglio durante quella lezione noiosa.

μένω ακίνητος

verbo intransitivo

Mi aspettavo che il gatto corresse via e invece è rimasto immobile. Le guardie di Buckingham Palace sono addestrate per rimanere immobili, anche se i turisti le provocano.

παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Resterai contrario al giro di vite alla stampa da parte del governo?

γκαστρώνω

verbo intransitivo (fuori dal matrimonio) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Molte ragazze che restano incinte scelgono di dare il bimbo in adozione.

κρατάω επαφή, κρατώ επαφή

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Promettimi di restare in contatto con noi quando sei via.
Υποσχέσου πως θα κρατήσεις επαφή μαζί μας όταν θα βρίσκεσαι μακριά.

κρατώ επαφή

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono rimasta ancora in contatto con il mio migliore amico d'infanzia.
Ακόμα κρατώ επαφή με τον καλύτερό μου φίλο από τα παιδικά μου χρόνια.

μένω συντονισμένος

verbo intransitivo (radio, TV)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Torneremo subito dopo la pubblicità, non cambiate canale!
Θα επιστρέψουμε μετά το διαφημιστικό διάλειμμα οπότε μείνετε συντονισμένοι!

δεσμεύομαι από κτ

verbo intransitivo

μένω πίσω

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sean è inciampato all'inizio della gara ed è rimasto indietro rispetto agli altri.
Ο Σoν σκόνταψε στην αρχή του αγώνα και σύντομα έμεινε πίσω.

τα φέρνω βόλτα

verbo intransitivo (figurato: in attività, nel mercato) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I proprietari delle attività commerciali stanno avendo difficoltà a restare a galla.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του resto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.