Τι σημαίνει το colore στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης colore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του colore στο Ιταλικό.

Η λέξη colore στο Ιταλικό σημαίνει χρώμα, χρώμα, χρώμα, φλος, χρώμα, ζωντάνια, βαφή, μπογιά, βαφή, απόχρωση, βάμμα, ωραιοποιώ, εξωραΐζω, έγχρωμος, νερομπογιά, χρωματίζω, τρίχρωμος, με δύο τόνους, πορτοκαλοκίτρινο, χρωματισμός, ένταση χρώματος, καθαρότητα χρώματος, ανεξίτηλη βαφή, συμπληρωματικό χρώμα, χρώμα του δέρματος, χρώμα μαλλιών, τοπικό χρώμα, φυσικό χρώμα, λαδομπογιά, τέμπερα, παστέλ χρώμα, κυρίαρχο χρώμα, βασικό χρώμα, χρώμα του δέρματος, ψυχρό χρώμα, δαχτυλίδι διάθεσης, κέντα-χρώμα, κέντα-φλος, λαδοπαστέλ, σμάλτο, χρώμα των ματιών, κοκκινάδα, θερμοκρασία χρώματος, έγχρωμος, θερμό χρώμα, brownface, έγχρωμος, αχρωματικός, ... χρώματος, σμαραγδί, αδιαφανής βαφή, αχνό παστέλ, απαλό παστέλ, ίση αντιμετώπιση ανεξαρτήτως χρώματος, ίση μεταχείριση ανεξαρτήτως χρώματος, σταχτοκίτρινο, δείγμα, ακρυλικό χρώμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αδιαφανές χρώμα, μαύρος άνδρας, που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά, των μαύρων, ελαιόχρωμα, λαδομπογιά, ουδέτερο χρώμα, βασικό χρώμα, ωχρότητα, γκρι χρώμα, αλλάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης colore

χρώμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È il rosso il tuo colore preferito?
Το αγαπημένο σου χρώμα είναι το κόκκινο;

χρώμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il suo disegno si è ravvivato quando ha aggiunto il colore.
Μόλις πρόσθεσε χρώμα, το σχέδιο της ζωντάνεψε.

χρώμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Devi aggiungere un po' di colore al dipinto per schiarirlo.
Πρέπει να βάλεις λίγο χρώμα σε αυτόν τον πίνακα για να τον ζωντανέψεις.

φλος

sostantivo maschile (poker)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Amy vinse la partita con una scala di colore.
Η Έιμυ κέρδισε το παιχνίδι με ένα φλος.

χρώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sei stato in spiaggia? Hai preso un po' di colore.
Πήγες στην παραλία; Το δέρμα σου έχει πάρει χρώμα.

ζωντάνια

sostantivo maschile (atmosfera, fantasia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La scrittura di Mark è piena di colore e le sue storie sono cariche di vivide immagini.

βαφή, μπογιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marcie ha usato una tinta rossa per i suoi capelli.

βαφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wendy non riusciva a trovare un paio di scarpe di suo gradimento da abbinare al suo vestito rosso, così ha comprato un paio di scarpe bianche e della tinta rossa.
Η Γουέντι δεν μπορούσε να βρει ένα ζευγάρι παπούτσια που να της αρέσει για να το ταιριάξει με το φόρεμά της, έτσι αγόρασε ένα ζευγάρι άσπρα παπούτσια και λίγη κόκκινη βαφή.

απόχρωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il tappeto in salotto era di una tonalità più scura di quello nella camera da letto.
Το χαλί είχε μια πιο σκούρα απόχρωση στο σαλόνι απ' ό, τι στο υπνοδωμάτιο.

βάμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abbiamo usato dei gusci di noce per creare una tintura per colorare i vestiti.

ωραιοποιώ, εξωραΐζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se la sua giornata era noiosa, Blanche abbelliva i dettagli quando raccontava agli amici cosa era successo.

έγχρωμος

locuzione aggettivale (figurato: dalla pelle nera) (χρώμα δέρματος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Maya fa parte di un club del libro per donne di colore.

νερομπογιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo schizzo è stato realizzato con penna e acquarello.

χρωματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben sfumò la foto nei toni del rosso e del verde.
Ο Μπεν χρωμάτισε τη ζωγραφιά του με κόκκινους και πράσινους τόνους.

τρίχρωμος

locuzione aggettivale (animale: pelo) (για γάτα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με δύο τόνους

locuzione aggettivale (colore)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πορτοκαλοκίτρινο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρωματισμός

sostantivo femminile (διαδικασία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ένταση χρώματος

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le prime macchine fotografiche digitali non raggiungevano l'intensità di colore della pellicola 35 mm.

καθαρότητα χρώματος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il nero, il bianco o le tonalità grigie attenuano la purezza del colore.
Οι μαύροι, λευκοί ή γκρίζοι τόνοι μειώνουν την καθαρότητα του χρώματος.

ανεξίτηλη βαφή

sostantivo maschile (abbigliamento)

Mi aveva detto che la sciarpa era tinta con un colore resistente al lavaggio, ma mi ha macchiato di rosa lo stesso le camicie bianche in lavatrice.

συμπληρωματικό χρώμα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il viola è il colore complementare del giallo.
Το μοβ είναι το συμπληρωματικό χρώμα του κίτρινου.

χρώμα του δέρματος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
dopo due settimane passate ad abbronzarsi in Grecia, il colore della sua pelle era divenuto più scuro.
Το χρώμα του δέρματος του κοριτσιού ήταν πιο σκούρο μετά τις 2 εβδομάδες που πέρασε κάνοντας ηλιοθεραπεία στην Ελλάδα.

χρώμα μαλλιών

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le adolescenti cambiano spesso il loro colore di capelli per sperimentare.

τοπικό χρώμα

sostantivo maschile (persone e ambienti) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Portaci in giro per qualche bar e mostraci un po' di colore locale.

φυσικό χρώμα

sostantivo maschile (dei capelli)

Ha i capelli biondi, ma non credo che sia il suo colore naturale. Quello è il tuo colore naturale o ti tingi i capelli?
Τα μαλλιά της είναι ξανθά, αλλά δε νομίζω ότι είναι το φυσικό της. Αυτό είναι το φυσικό σου, ή βάφεις τα μαλλιά σου;

λαδομπογιά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Molti artisti preferiscono i colori ad olio a quelli a tempera o acrilici.
Πολλοί ζωγράφοι προτιμούν τη χρήση λαδομπογιάς ενώ άλλοι προτιμούν τη νερομπογιά ή τις ακρυλικές μπογιές.

τέμπερα

sostantivo maschile (ζωγραφική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παστέλ χρώμα

sostantivo maschile

Ha scelto un colore pastello per il suo vestito; i colori pastello vanno di moda questa primavera.

κυρίαρχο χρώμα

sostantivo maschile

Il colore predominante di un albero è generalmente il verde in estate e il marrone in inverno.

βασικό χρώμα

sostantivo maschile

I colori primari si possono mischiare per fare altri colori.

χρώμα του δέρματος

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bianco e nero sono i due tipici colori della pelle.

ψυχρό χρώμα

sostantivo maschile

I colori freddi sono il blu, il verde e il viola.

δαχτυλίδι διάθεσης

sostantivo maschile (αλλάζει χρώμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho regalato alla mia ragazza un anello che cambia colore.

κέντα-χρώμα, κέντα-φλος

(poker) (πόκερ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λαδοπαστέλ

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σμάλτο

sostantivo maschile (γυαλί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρώμα των ματιών

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοκκινάδα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θερμοκρασία χρώματος

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έγχρωμος

sostantivo femminile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

θερμό χρώμα

sostantivo maschile

brownface

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

έγχρωμος

sostantivo femminile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

αχρωματικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

... χρώματος

locuzione aggettivale (di un determinato tipo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σμαραγδί

sostantivo maschile (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il vestito di colore verde smeraldo mette in evidenza la sua pelle chiara.

αδιαφανής βαφή

sostantivo maschile

αχνό παστέλ, απαλό παστέλ

sostantivo maschile (χρώμα)

ίση αντιμετώπιση ανεξαρτήτως χρώματος, ίση μεταχείριση ανεξαρτήτως χρώματος

(senza pregiudizi razziali) (έλλειψη ρατσισμού)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταχτοκίτρινο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δείγμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ακρυλικό χρώμα

Preferisco i colori acrilici a quelli a olio quando dipingo scene all'aperto.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locuzione aggettivale

αδιαφανές χρώμα

sostantivo maschile

μαύρος άνδρας

sostantivo maschile

που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά

locuzione aggettivale (di capelli)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

των μαύρων

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελαιόχρωμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A volte dipingo ad acquerello, ma preferisco il colore a olio.

λαδομπογιά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'artista era noto soprattutto per i suoi dipinti a olio.
Ο καλλιτέχνης ήταν γνωστός κυρίως για τη ζωγραφική του με λαδομπογιές.

ουδέτερο χρώμα

sostantivo maschile

La variopinta collezione di giocattoli si staglia contro uno sfondo di colori neutri.

βασικό χρώμα

sostantivo maschile

I colori primari sono rosso, giallo e blu.

ωχρότητα

sostantivo maschile (pelle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γκρι χρώμα

αλλάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του colore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του colore

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.