Τι σημαίνει το giallo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης giallo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του giallo στο Ιταλικό.
Η λέξη giallo στο Ιταλικό σημαίνει κίτρινο, κίτρινος, κιτρινιάρης, μυστηρίου, θρίλερ, πορτοκαλί, χρυσοκίτρινος, πορτοκαλί, κιτρινωπός, πορτοκαλί, αστυνομικό μυθιστόρημα, αστυνομική ιστορία, ιστορία μυστηρίου, αστυνομικός, θρίλερ, κιτρινιάρης, σκυλάραπας, αστυνομικό μυθιστόρημα, κιτρινιάρης, κιτρινιάρης, σχιστομάτης, λοξομάτης, κρόκος, γάδος της Αλάσκας, μαύρος μπακαλιάρος της Αλάσκας, κατάξανθος, χρυσοτσίχλονο, καναρινί, λεμονί, Κίτρινη Θάλασσα, κιτρινοζαγκέτα, ποικιλία φασολιού, κίτρινη κάρτα, αστυνομική ιστορία, καναρινί, λεμονί, ανοιχτό κίτρινο, ανοιχτός κίτρινος, καναρινί, μπλοκ, λεμονί, λαχανί, λεμονί, λαχανί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης giallo
κίτρινοsostantivo maschile (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Stai bene vestita in giallo. Σου πάει πολύ το κίτρινο. |
κίτρινοςaggettivo (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Amava mettersi la sua maglia gialla. Λάτρευε το κίτρινο πουκάμισό της. |
κιτρινιάρηςaggettivo (colore della pelle, spregiativo) (μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'uomo in collera fece un commento razzista sulle persone gialle. |
μυστηρίου(letteratura) (βιβλίο ή ταινία) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Sto leggendo un giallo che ha come protagonista un detective. Διαβάζω ένα βιβλίο μυστηρίου (or: αστυνομικό βιβλίο) στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας ντετέκτιβ. |
θρίλερsostantivo maschile (libro) (βιβλίο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) George acquistò un giallo dalla libreria dell'aeroporto. Ο Γιώργος αγόρασε ένα θρίλερ από το βιβλιοπωλείο στο αεροδρόμιο. |
πορτοκαλίsostantivo maschile (semaforo) (φανάρι) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Gli automobilisti dovrebbero prepararsi a fermarsi quando il semaforo è giallo. |
χρυσοκίτρινοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sedia era ricoperta di tessuto giallo. |
πορτοκαλίaggettivo (semaforo) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Quando vedi un semaforo giallo, devi rallentare e prepararti a fermarti. |
κιτρινωπόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πορτοκαλί(semaforo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando vedi un semaforo giallo davanti a te devi iniziare a frenare. |
αστυνομικό μυθιστόρημαsostantivo maschile (βιβλίο) La scrittrice inglese Agatha Christie è famosa per i suoi romanzi gialli. |
αστυνομική ιστορία, ιστορία μυστηρίου(racconto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αστυνομικός(βιβλίο, ταινία κλπ.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci sono dei progetti per fare un film basato su quel famoso romanzo poliziesco. |
θρίλερsostantivo maschile (film) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I thriller sono i film preferiti di Ursula. Τα θρίλερ είναι το αγαπημένο είδος ταινιών της Ούρσουλα. |
κιτρινιάρηςsostantivo maschile (offensivo: soldato nord-vietnamita) (μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σκυλάραπας(usato spregiativamente) (προσβλητικό: αφρικανός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αστυνομικό μυθιστόρημαsostantivo maschile Adoro leggere gialli, specialmente quelli vecchi di Agatha Christie. Λατρεύω τα αστυνομικά μυθιστορήματα, ειδικά τα παλιά της Αγκάθα Κρίστι. |
κιτρινιάρηςsostantivo maschile (offensivo: persona asiatica) (προσβλητικό) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
κιτρινιάρης, σχιστομάτης, λοξομάτηςsostantivo maschile (offensivo: persona cinese) (Κινέζος: μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il bullo fu punito per aver chiamato il suo compagno di classe asiatico "muso giallo". |
κρόκος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Separare il tuorlo dell'uovo e metterlo da parte. |
γάδος της Αλάσκας, μαύρος μπακαλιάρος της Αλάσκας(tipo di pesce: grafia USA) (ψάρι) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κατάξανθος(μαλλιά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χρυσοτσίχλονοsostantivo maschile (ornitologia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καναρινίsostantivo maschile (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il giallo canarino è un colore assai vivace. |
λεμονίsostantivo maschile (colore) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Odio il mio ufficio perché le pareti sono dipinte di giallo limone. |
Κίτρινη Θάλασσαsostantivo maschile |
κιτρινοζαγκέταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ποικιλία φασολιούsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κίτρινη κάρταsostantivo maschile |
αστυνομική ιστορία
|
καναρινίlocuzione aggettivale (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mary indossa una maglia giallo canarino. |
λεμονίaggettivo (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Non sapeva ancora se sarebbe stato un maschietto o una femminuccia, così ha comprato vestitini verdi e giallo limone. |
ανοιχτό κίτρινοsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ανοιχτός κίτρινοςlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
καναρινί(tonalità, tinta) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μπλοκsostantivo maschile (με γραμμές) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λεμονίaggettivo invariabile (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il vestito era di un accesso giallo limone. |
λαχανίsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Tom voleva ridipingere i muri perché il colore giallo-verde gli sembrava troppo vivace. |
λεμονίsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Karen voleva dipingere i soffitti di una accesso giallo limone. |
λαχανίaggettivo (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La macchina era di color giallo-verde. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του giallo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του giallo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.