Τι σημαίνει το carico στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης carico στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του carico στο Ιταλικό.

Η λέξη carico στο Ιταλικό σημαίνει φορτώνω, ορμώ, φορτώνω, φορτώνω, ορμώ, χιμώ, γεμίζω, φορτίζω, γεμίζω, χρεώνω, φορτώνω, κουρδίζω, ορμάω σε κπ, ορμώ σε κπ, χιμώ σε κπ, φορτώνω, φορτώνω, οπλίζω, κάνω buffering, προετοιμάζομαι για ρίψη, κουρδίζω, φορτώνω, μαρκάρω, Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!, ανεβάζω, φορτώνω, γεμίζω, φορτώνω, φορτώνω, επιβαρύνω, φορτίο, φορτίο, φορτίο, φορτίο, η ποσότητα που χωράει, φορτίο, βάρος, φόρτος, φορτίο, βάρος, φορτισμένος, φορτωμένος, ξεσηκωμένος, φορτίο, φορτίο, λεωφορείο, ένα φορτηγό, φορτίο, φορτισμένος, ηλεκτρισμένος, γεμάτος, βάρος, φορτίο, ενεργός, φορτίο, φορτίο, ομάδα, φορτίο, ενθουσιασμένος, ξεσηκωμένος, φορτωμένος, ενθουσιασμένος, κατενθουσιασμένος, φορτίο, φορτώνω σε, φορτώνω με, φορτώνω, φορτώνω, φορτώνω, συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης carico

φορτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (riempire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'uomo caricò il camion e poi se ne andò.
Οι άντρες φόρτωσαν το φορτηγό και μετά αναχώρησαν.

ορμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (correre contro, attaccare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il toro caricava di continuo.

φορτώνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I camion devono avvicinarsi al molo per caricare.
Τα φορτηγά πρέπει να μεταβούν στην προβλήτα για να φορτώσουν.

φορτώνω

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nave sta caricando al molo.
Το πλοίο φορτώνει (or: επιβιβάζει) στην προβλήτα.

ορμώ, χιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport: attaccare) (σε κάποιον, κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'altra squadra ha caricato il quarterback.
Η άλλη ομάδα ρίχτηκε στον επιθετικό.

γεμίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I soldati caricarono il cannone e questo sparò nuovamente.

φορτίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (batteria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo mettere in carica il cellulare.
Πρέπει να φορτίσω το κινητό μου.

γεμίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (armi da fuoco)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il soldato smise di sparare per ricaricare.
Ο στρατιώτης σταμάτησε να πυροβολεί ώστε να γεμίσει το όπλο του.

χρεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La banca addebita una commissione se il saldo va sotto un determinato importo.

φορτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (oggetto, merce, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουρδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Serve una chiave particolare per caricare l'orologio.
Πρέπει να χρησιμοποιήσεις ειδικό κλειδί, για να κουρδίσεις το ρολόι.

ορμάω σε κπ, ορμώ σε κπ, χιμώ σε κπ

(animali)

Tutto d'un tratto il toro caricò l'allevatore.

φορτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo dare una mano a caricare il bagaglio per il nostro viaggio in campeggio.

φορτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οπλίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (armi da fuoco)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando ha visto il cervo, il cacciatore ha caricato il fucile.
Ο κυνηγός όπλισε το τουφέκι του όταν είδε το ελάφι.

κάνω buffering

verbo intransitivo (internet: video)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sto cercando di guardare questo video ma si ferma a caricare di continuo.
Προσπαθώ να δω ένα βίντεο αλλά ο υπολογιστής συνεχώς φορτώνει.

προετοιμάζομαι για ρίψη

verbo intransitivo (baseball) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il lanciatore carica e poi lancia la palla.

κουρδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima che gli orologi avessero le batterie bisognava caricarli.

φορτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (su un veicolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo caricare le valigie in macchina prima di partire.

μαρκάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (hockey: bloccare un giocatore)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non caricare mai da dietro un altro giocatore di hockey perché potresti provocargli serie lesioni alla colonna vertebrale.

Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!

interiezione (στρατός)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ανεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informatica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eugene ha promesso di caricare i file entro la fine della giornata.
Ο Γιουτζίν υποσχέθηκε να ανεβάσει τα αρχεία μέχρι το τέλος της ημέρας.

φορτώνω, γεμίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo caricato la macchina e siamo partiti per la spiaggia.

φορτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορτώνω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non ti racconto mai i miei problemi perché non voglio gravare su di te.
Δε σου λέω ποτέ τις ανησυχίες μου γιατί δε θέλω να σε επιβαρύνω.

επιβαρύνω

(in senso astratto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pacco pesante gravava sulla schiena di Mary mentre lei saliva sulla collina.

φορτίο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Trasportò il pesante carico su per la collina.
Κουβάλησε το βαρύ φορτίο πάνω στο λόφο.

φορτίο

sostantivo maschile (quantità di merce)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'autista ha preso un carico al molo.
Ο οδηγός του φορτηγού παρέλαβε ένα φορτίο στην αποβάθρα.

φορτίο

sostantivo maschile (bucato) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Svuotò la lavatrice, appese gli abiti ad asciugare e ci mise dentro un nuovo carico.
Άδειασε το πλυντήριο, άπλωσε τα ρούχα για να στεγνώσουν και έβαλε μέσα το επόμενο φορτίο (or: γέμισμα).

φορτίο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questo è un carico pesante per una macchina così piccola.

η ποσότητα που χωράει

sostantivo maschile (unità di misura)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A occhio e croce qui ci sono 50 carichi di terra per un camion.
Υπολογίζω ότι εδώ υπάρχουν 50 φορτηγά χώμα.

φορτίο, βάρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I pilastri dell'edificio sopportano il carico dei piani superiori.
Οι κολώνες του κτηρίου στηρίζουν το φορτίο των από πάνω ορόφων.

φόρτος

sostantivo maschile (quantità di lavoro)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Questo semestre ho un carico di lavoro notevole.
Έχω μεγάλο φόρτο εργασίας αυτό το εξάμηνο.

φορτίο, βάρος

sostantivo maschile (psicologico) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sentì che gli era stato tolto un peso di dosso quando superò l'esame.
Ένιωσε ένα φορτίο (or: βάρος) να φεύγει από πάνω του όταν τελείωσε την τελευταία εξέταση.

φορτισμένος

(di elettricità)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Protoni ed elettroni sono particelle cariche di elettricità.

φορτωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il camion carico era visibilmente più basso a causa del peso.

ξεσηκωμένος

aggettivo (figurato: eccitato) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

φορτίο

(κυριολεξία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'asino può portare un carico pesante.
Ο γάιδαρος μπορεί να μεταφέρει βαριά φορτία.

φορτίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το φορτίο του πλοίου θα επιθεωρηθεί όταν το πλοίο ελλιμενιστεί σε ξένη χώρα.

λεωφορείο

sostantivo maschile (autobus) (ως ποσότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il conducente trasportava un carico di turisti verso le antiche rovine.
Ο οδηγός μετέφερε ένα λεωφορείο τουρίστες στα αρχαία χαλάσματα.

ένα φορτηγό

sostantivo maschile (για φορτίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'allevatore ha donato un carico di prodotti freschi al banco alimentare.

φορτίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φορτισμένος, ηλεκτρισμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'aria era carica di tensione dopo il recente litigio della coppia.
Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη εξαιτίας της πρόσφατης διαφωνίας του ζευγαριού.

γεμάτος

aggettivo (arma)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La pistola era carica e chiusa in una cassaforte.

βάρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il carico del suo zaino pesante gli gravava sulle ginocchia.
Το βάρος του σακιδίου του ζόριζε τα γόνατά του.

φορτίο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ενεργός

aggettivo (munizioni) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Durante le esercitazioni l'esercito usa le cartucce invece di munizioni cariche.
Στην εκπαίδευση, ο στρατός χρησιμοποιεί άσφαιρα και όχι αληθινά πυρά.

φορτίο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tutto il carico di bestiame si è ammalato e quasi tutti i capi sono morti durante il viaggio.

φορτίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il camion ha portato un grosso carico di legname in città.
Το φορτηγό έφερε στην πόλη ένα μεγάλο φορτίο ξυλείας.

ομάδα

(persone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il gruppo di neoassunti sta aspettando all'ingresso.
Η ομάδα των νεοπροσληφθέντων περιμένει στην αίθουσα αναμονής.

φορτίο

(generico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nave trasportava merci attraverso l'Atlantico.
Το πλοίο μετλεφερε εμπορεύματα από τη μια πλευρά του Ατλαντικού στην άλλη.

ενθουσιασμένος, ξεσηκωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I bambini erano tutti eccitati e correvano in tondo come pazzi.

φορτωμένος

aggettivo (με κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Un camion carico procedeva lentamente lungo una ripida collina.
Το φορτωμένο φορτηγό ανέβαινε αργά τον απότομο λόφο.

ενθουσιασμένος, κατενθουσιασμένος

(figurato: motivato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stuart ha fatto alla squadra un discorso preparatorio e loro ne sono usciti tutti carichi.

φορτίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gli operai stavano scaricando la partita sul molo.
Εργάτες ξεφόρτωναν το φορτίο στην αποβάθρα.

φορτώνω σε

Caricarono la merce nel camion delle consegne.
Φόρτωσαν τα προϊόντα στο φορτηγό διανομής.

φορτώνω με

verbo transitivo o transitivo pronominale (riempire)

Abbiamo caricato la carriola di mattoni.
Φορτώσαμε το καρότσι με τούβλα.

φορτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: di cose da fare) (μτφ: κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La direzione ha caricato i dipendenti di progetti.
Οι διευθυντές φόρτωσαν τους υπαλλήλους με εργασίες.

φορτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La piogge primaverili hanno riempito gli alberi di frutti.
Οι ανοιξιάτικες βροχές φόρτωσαν τα δέντρα με φρούτα.

φορτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il camion è stato interamente caricato di forniture elettriche e non poteva portare di più.
Είχαν φορτώσει το φορτηγό πλήρως με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και δεν άντεχε άλλο.

συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αυτό το εστιατόριο αυτομάτως συμπεριλαμβάνει χρέωση υπηρεσιών στον λογαριασμό.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του carico στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.