Τι σημαίνει το rosso στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rosso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rosso στο Ιταλικό.

Η λέξη rosso στο Ιταλικό σημαίνει κόκκινος, κόκκινος, κόκκινο, κόκκινος, κόκκινος, κόκκινος, κόκκινα, κόκκινο, κόκκινο κρασί, κοκκινομάλλης, κατακόκκινος, φανάρι, πυρρόξανθος, κοκκινοτρίχης, χαλκοκόκκινος, κοκκινοτρίχης, πορτοκαλί, αριστερός, κοκκινομάλλης, αριστερός, κομμουνιστής, κοκκινωπός, ροδοκόκκινος, κοκκινομάλλης, χρεοκοπημένος, πτωχευμένος, κοκκίνισμα, καστανοκόκκινος, κοκκινίζω, κρόκος, ερυθρός, πορφυρός, βαθυκόκκινος, κατακόκκινος, μείον, κράνμπερι, maroon, χρυσόψαρο, κρόκος, κερασί, κεραμιδί, καφεκόκκινο, κόκκινο χαλί, κόκκινο φανάρι, κερασί, κόκκινος σκίουρος, ερυθρό αιμοσφαίριο, κόκκινο μούρο, κόκκινος σολoμός, λυθρίνι, κόκκινο κρασί, Κοκκινοσκουφίτσα, ερυθρά χρωστική τεύτλων, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χυμός κράνμπερι, κόκκινος γάτος, κόκκινη γάτα, κόκκινο φασόλι, κόκκινο λάχανο, κόκκινα νεφροφάσολα, κόκκινο πάντα, εξαφανισμένο είδος ράλλου, κόκκινο ρύζι, κόκκινος λύκος, Ερυθρά Θάλασσα, ερυθρή μετατόπιση, κόκκινη κορδέλα, βακκίνιο, πιπεριά Scotch bonnet, καφεκόκκινο, κοκκινάδα, ερυθρός τόνος, κόκκινη κάρτα, κόκκινο ελάφι, τούβλο, κόκκινο, καφεκόκκινο, κάνω υπερανάληψη, που έχει κοκκινίσει, βαθυκόκκινος, κερασένιος, καφεκόκκινος, κερασής, κόκκινος, καφεκόκκινος, ρουμπινί, μπορντό, κόκκινο χαλί, κατακόκκινο, κόκκινο ρύζι, καρδινάλιος, κράνμπερι, καφεκόκκινος, βάφω κάτι κατακόκκινο, ρουμπινί, κοκκινωπός, στο χρώμα του αίματος, παντζάρι, κερασί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rosso

κόκκινος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La macchina rossa è passata velocemente.
Το κόκκινο αυτοκίνητο πέρασε γρήγορα.

κόκκινος

aggettivo (capelli, barba)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bridget ha i capelli rossi.
Η Μπρίτζετ έχει κόκκινα μαλλιά.

κόκκινο

sostantivo maschile

Il mio colore preferito è il rosso.
Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το κόκκινο.

κόκκινος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Avevamo le guance rosse per l'aria fredda.
Τα μάγουλά μας είχαν κοκκινήσει από τον κρύο αέρα.

κόκκινος

aggettivo (politica: comunista) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'Occidente combatteva contro la "minaccia rossa".

κόκκινος

aggettivo (sovietico) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Boris ha combattuto nell'Armata Rossa.

κόκκινα

sostantivo maschile

La donna è vestita di rosso.

κόκκινο

sostantivo maschile (di semaforo)

Con il rosso, fermati.

κόκκινο κρασί

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Con la pasta preferisco un vino rosso.

κοκκινομάλλης

(persona coi capelli rossi)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le mie due sorelle hanno i capelli scuri ma io sono una rossa.

κατακόκκινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Diventava completamente rossa ogni volta che la guardavo.

φανάρι

sostantivo maschile (semaforo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πυρρόξανθος

sostantivo maschile (colore dei capelli) (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I capelli di Tess erano di un rosso acceso.
Τα μαλλιά της Τες είχαν ένα ζωηρό πυρρόξανθο χρώμα.

κοκκινοτρίχης

sostantivo maschile (persona con i capelli rossi) (πιθανά μειωτικό)

I tuoi genitori sono entrambi bruni; com'è che tu sei rosso?
Και οι δυο γονείς σου έχουν σκούρα μαλλιά, πώς και εσύ είσαι κοκκινομάλλης;

χαλκοκόκκινος

aggettivo (di capelli, colore)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il parrucchiere era riluttante a tagliare i lunghi capelli rossi di mia figlia.
Ο στυλίστας ήταν απρόθυμος να κόψει τα μακριά χαλκοκόκκινα μαλλιά της κόρης μου.

κοκκινοτρίχης

aggettivo (di persona, colore dei capelli) (πιθανά μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In aereo ero seduto a fianco a una ragazza rossa minuta.

πορτοκαλί

aggettivo (gatto)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La gatta di Tom ha avuto due gattini, uno dal pelo rosso e uno tigrato.
Η γάτα του Τομ γέννησε δυο γατάκια, ένα πορτοκαλί και ένα γκρι.

αριστερός

aggettivo (politica: di sinistra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il giornale è stato accusato di essere rosso perché ha attaccato raramente i comunisti.

κοκκινομάλλης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αριστερός

sostantivo maschile (politica: di sinistra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il politico era considerato un rosso a causa delle sue simpatie comuniste.

κομμουνιστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Harold era arrabbiato per essere stato accusato di essere un comunista.

κοκκινωπός, ροδοκόκκινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando fecero il suo nome, le sue guance divennero rosse.

κοκκινομάλλης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Di solito le persone dai capelli rossi hanno una pelle chiara che si scotta facilmente.

χρεοκοπημένος, πτωχευμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'azienda è insolvente e non è più in grado di pagare i suoi dipendenti.

κοκκίνισμα

aggettivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καστανοκόκκινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I suoi capelli erano rossastri e davano molto risalto ai suoi begli occhi verdi.

κοκκινίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il viso di Samuel è arrossito quando si è reso conto che aveva la patta aperta.

κρόκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Separare il tuorlo dell'uovo e metterlo da parte.

ερυθρός, πορφυρός, βαθυκόκκινος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατακόκκινος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si era messa un rossetto rosso sangue.

μείον

verbo intransitivo (in passivo)

L'azienda è stata in rosso per anni, ma con il nuovo amministratore si è ripresa completamente.
Η εταιρεία ήταν μείον για χρόνια, αλλά ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος την επανέφερε ολοκληρωτικά.

κράνμπερι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A Jay piacciono i mirtilli rossi americani secchi sui muffin.
Στον Τζέι αρέσουν τα ξερά κράνμπερι στα μάφιν του.

maroon

sostantivo maschile (colore) (κατά λέξη: μόδα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tom è andato al negozio a comprare della vernice rosso granata per finire di dipingere il muro.
Ο Τομ πήγε στο κατάστημα για να αγοράσει ακόμη λίγο βυσσινί για να τελειώσει το βάψιμο του τοίχου.

χρυσόψαρο

sostantivo maschile (animale domestico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il gatto fissava il pesce rosso nell'acquario.

κρόκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Separate i tuorli d'uovo e sbattete i bianchi.
Ξεχώρισε τους κρόκους και χτύπα τα ασπράδια μαρέγκα.

κερασί

sostantivo maschile (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κεραμιδί

sostantivo maschile (colore) (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καφεκόκκινο

sostantivo maschile (colore)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κόκκινο χαλί

sostantivo maschile (letterale)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il tappeto rosso era stato steso, pronto per la visita della Regina.

κόκκινο φανάρι

sostantivo maschile

Dovresti sempre fermarti davanti a un semaforo rosso.

κερασί

sostantivo maschile (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quel rossetto era di colore rosso ciliegia.

κόκκινος σκίουρος

sostantivo maschile

In certi paesi europei il numero di scoiattoli rossi è diminuito da quando è stato introdotto lo scoiattolo grigio dal Nordamerica.

ερυθρό αιμοσφαίριο

sostantivo maschile

Il conteggio dei globuli rossi era un po' basso.

κόκκινο μούρο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi piace la marmellata di ribes rosso sui croissant. Il suo rossetto era del colore del ribes rosso.
Μ' αρέσουν πολύ τα κρουασάν με μαρμελάδα κόκκινου μούρου.

κόκκινος σολoμός

sostantivo maschile

Il salmone rosso è molto più costoso di una volta.

λυθρίνι

sostantivo maschile (pesce della famiglia dei lutianidi)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il red snapper è un pesce così comune da essere in via d'estinzione in molte aree del mondo.
Το λυθρίνι είναι τόσο δημοφιλές ψάρι που είναι υπό εξαφάνιση σε πολλά μέρη του κόσμου.

κόκκινο κρασί

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il vino rosso dovrebbe fare bene al cuore se bevuto con moderazione. Ti va un bicchiere di vino rosso?
Το κόκκινο κρασί υποτίθεται ότι είναι ευεργετικό για την υγεία εάν καταναλώνεται με μέτρο.

Κοκκινοσκουφίτσα

sostantivo maschile

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
Il lupo si mascherò da nonna di Cappuccetto rosso.

ερυθρά χρωστική τεύτλων

sostantivo maschile (colore) (χρωστική τροφίμων)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo maschile

χυμός κράνμπερι

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il succo di mirtillo rosso americano è molto salutare e pare che possa combattere le infezioni urinarie.

κόκκινος γάτος, κόκκινη γάτα

sostantivo maschile

κόκκινο φασόλι

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόκκινο λάχανο

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόκκινα νεφροφάσολα

sostantivo maschile (ανεπίσημο)

κόκκινο πάντα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εξαφανισμένο είδος ράλλου

sostantivo maschile (uccelli) (πτηνό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κόκκινο ρύζι

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόκκινος λύκος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ερυθρά Θάλασσα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ερυθρή μετατόπιση

sostantivo maschile

κόκκινη κορδέλα

sostantivo maschile (simbolo della lotta all'AIDS)

βακκίνιο

sostantivo maschile (pianta)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιπεριά Scotch bonnet

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καφεκόκκινο

sostantivo maschile (χρώμα)

κοκκινάδα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ερυθρός τόνος

sostantivo maschile

κόκκινη κάρτα

sostantivo maschile (indica l'espulsione nel calcio)

κόκκινο ελάφι

τούβλο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κόκκινο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καφεκόκκινο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάνω υπερανάληψη

(banca)

Ho prelevato troppo dal mio conto perché ho pigiato per sbaglio "500" invece di "50".

που έχει κοκκινίσει

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le due ragazze rosse per l'imbarazzo ridacchiarono e poi scapparono.

βαθυκόκκινος

aggettivo (colore)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Darcy indossava un abito rosso granato per rappresentare i colori della sua scuola.

κερασένιος

aggettivo invariabile (στο χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καφεκόκκινος

aggettivo invariabile (colore)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κερασής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo splendido gioiello era di un acceso rosso ciliegia.

κόκκινος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καφεκόκκινος

aggettivo invariabile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ρουμπινί

sostantivo maschile

La sua pelle bianca stava benissimo col rosso vivo della sua gonna.
Το λευκό της δέρμα φαινόταν υπέροχο δίπλα στο ρουμπινί του φορέματός της.

μπορντό

(χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le tende pesanti in velluto erano rosso violaceo.

κόκκινο χαλί

sostantivo maschile (figurato: trattamento di favore) (μεταφορικά: ευνοϊκή μεταχείριση, στρώνω)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I nostri fornitori ci hanno accolto con il tappeto rosso quando abbiamo visitato la fabbrica.
Οι προμηθευτές μας μάς έστρωσαν το κόκκινο χαλί, όταν επισκεφθήκαμε το εργοστάσιό τους.

κατακόκκινο

aggettivo (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quel tappeto è di un vivo rosso sangue.

κόκκινο ρύζι

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καρδινάλιος

sostantivo maschile (uccelli)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La tonalità vibrante delle piume del cardinale rosso è molto bello in contrasto con la neve.

κράνμπερι

locuzione aggettivale

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La mia bevanda preferita al mirtillo rosso americano contiene anche del succo di mela.
Το αγαπημένο μου ποτό με κράνμπερι έχει και χυμό μήλου.

καφεκόκκινος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βάφω κάτι κατακόκκινο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρουμπινί

aggettivo invariabile

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Margherita era bellissima con le labbra e le unghie rosso rubino.
Η Νταίζυ ήταν εκθαμβωτική με τα κατακόκκινα χείλη και νύχια της.

κοκκινωπός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στο χρώμα του αίματος

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sulla porta è stata dipinta una striscia rosso sangue.

παντζάρι

aggettivo (μτφ: κοκκίνισμα προσώπου)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
È diventato rosso come un peperone per la vergogna.
Έγινε παντζάρι από τη ντροπή του.

κερασί

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La veranda ha delle finiture in rosso vermiglio.
Η μπορντούρα στην μπροστινή αυλή είναι βαμμένη κερασί.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rosso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.