Τι σημαίνει το continuare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης continuare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του continuare στο Ιταλικό.

Η λέξη continuare στο Ιταλικό σημαίνει συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζομαι, συνεχίζω, παρατείνω, συνεχίζω, συνεχίζω, -, συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, προχωρώ, μεταβαίνω σε κτ, περνώ σε κτ, συνεχίζω, παρατείνομαι, συνεχίζω, προσπαθώ να κάνω κτ, συνεχίζω να υπάρχω, συνεχίζω ευθεία, προχωρώ με αποφασιστικότητα, συνεχίζομαι, συνεχίζω να υπάρχω, πηγαίνω, προχωρώ, συνεχίζω, προχωράω, προχωρώ, συνεχίζω, ερευνώ, -, συνεχίζω να κάνω κτ, ξανά και ξανά, γύρω-γύρω, συνεχίζω, συνεχίζομαι, δεν χάνω τις ελπίδες μου, μένω πιστός, συνεχίζω έτσι, χειροτερεύω, επιδεινώνομαι, δεν χάνω το χαμόγελό μου, είμαι αισιόδοξος, δεν σταματάω, συνεχίζω να περπατάω, οδηγώ χωρίς στάση, συνεχίζω να παίζω μοσυική, συνεχίζω να διαβάζω, βάζω τα δυνατά μου, σφυροκοπώ, κοπανάω, εμμένω, επιμένω, συνεχίζω, γύρω-γύρω, εξακολουθώ, συνεχίζω, παραμένω ζωντανός, μιλώ ασταμάτητα, μιλώ ακατάπαυστα, συνεχίζω, παραμένω, μένω, εξακολουθώ, συνεχίζω, εμμένω σε κτ, επιμένω σε κτ, επιμένω, συνεχίζω, συνεχίζω, παίζω με κτ, συνεχίζω, προχωρώ, συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζω, κρατιέμαι, συνεχίζω, επαναλαμβάνω συνεχώς κτ, επαναλαμβάνω κτ συνεχώς, αναφέρω διαρκώς κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης continuare

συνεχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μετά από διακοπή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Continueranno il progetto o è sospeso permanentemente?
Θα συνεχίσουν με αυτό το έργο ή έχει ανασταλεί επ’ αόριστον;

συνεχίζω

(χωρίς διακοπή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha continuato il suo lavoro senza fare una pausa per il pranzo.
Συνέχισε τη δουλειά του χωρίς να σταματήσει για μεσημεριανό.

συνεχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha continuato senza fare una pausa per il pranzo.

συνεχίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il progetto è sospeso per ora, ma andrà avanti dopo le vacanze.

συνεχίζω, παρατείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (allungare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi chiedo se proseguiranno il programma per un altro anno.
Αναρωτιέμαι αν θα δώσουν παράταση στο πρόγραμμα για ένα ακόμη έτος.

συνεχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha continuato come se non fosse successo niente.
Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε.

συνεχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Scusa se ti ho interrotto; continua pure per favore.
Συγγνώμη που σας διέκοψα· συνεχίστε παρακαλώ.

-

verbo transitivo o transitivo pronominale (carry on) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Continua con quello che stavi facendo.
Συνέχισε αυτό που κάνεις.

συνεχίζω, εξακολουθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Colombo ha continuato a navigare verso est finché ha toccato terra.
Ο Κολόμβος συνέχισε (or: εξακολούθησε) να πλέει ανατολικά μέχρι που συνάντησε στεριά.

συνεχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Continua, sei quasi in cima alla collina.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μην σταματάς, λίγο ακόμα και θα πετύχεις τον σκοπό σου.

συνεχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dopo essersi slogato la caviglia, per il corridore è stato impossibile andare avanti.

συνεχίζω, προχωρώ

verbo intransitivo (με κάτι, κάνοντας κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La giovane ginnasta ha compiuto una capriola in avanti e ha continuato facendo una ruota.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το κοριτσάκι έκανε ένα κατακόρυφο και συνέχισε με μια ανάποδη τούμπα για να εντυπωσιάσει τον μπαμπά του.

μεταβαίνω σε κτ, περνώ σε κτ

verbo intransitivo

La melodia continua sviluppandosi in un crescendo.

συνεχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ci ha detto di continuare l'esercizio che aveva assegnato mentre lei preparava il compito.
Η δασκάλα μας είπε να συνεχίσουμε με την άσκηση που μας έβαλε, ενώ η ίδια ετοίμαζε ένα τεστ.

παρατείνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La sua frustrazione al lavoro proseguì anche a casa.
Η αγανάκτησή του στη δουλειά παρατάθηκε και στο σπίτι του.

συνεχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sebbene il sentiero stesse diventando molto ripido, gli escursionisti decisero di continuare.

προσπαθώ να κάνω κτ

(nel fare o dire qualcosa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεχίζω να υπάρχω

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il nostro amore continuerà anche dopo la nostra morte.
Ακόμη και μετά το θάνατό μας, η αγάπη μας θα συνεχίσει να υπάρχει.

συνεχίζω ευθεία

verbo intransitivo (continuare a guidare senza fermarsi) (οδήγηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando vedi un autostoppista, ti fermi o tiri dritto?

προχωρώ με αποφασιστικότητα

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La riunione è andata avanti fino alle sette di sera senza giungere a nessun accordo.
Η σύσκεψη συνεχίστηκε μέχρι τις επτά το απόγευμα και ακόμα δεν είχαν καταλήξει σε κάποια συμφωνία.

συνεχίζω να υπάρχω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Come stai procedendo?
Πώς τα πας;

προχωρώ, συνεχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La riunione prosegue.
Η συνάντηση θα συνεχιστεί.

προχωράω, προχωρώ

verbo intransitivo (con la vita) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se vuoi andare avanti nella vita, devi voler lavorare sodo.
Για να πας μπροστά στη ζωή θα πρέπει να είσαι πρόθυμος να δουλέψεις σκληρά.

συνεχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ripresero la loro conversazione dopo il discorso.
Συνέχισαν τη συζήτησή τους μετά την ομιλία.

ερευνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'investigatore ha esaminato ulteriormente l'indizio.
Ο αστυνομικός ερεύνησε τα στοιχεία.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Andarono più avanti lungo la strada.
Προχώρησαν πιο πέρα στο δρόμο.

συνεχίζω να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Una volta in pensione, Jane continuò a lavorare come supplente.

ξανά και ξανά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I ginnasti e i pattinatori artistici devono allenarsi provando ripetutamente lo stesso programma.
Η αδερφή μου με τρέλανε τραγουδώντας το ίδιο τραγούδι ξανά και ξανά.

γύρω-γύρω

(movimento)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συνεχίζω, συνεχίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La battaglia continuava e gli attacchi continuavano ad arrivare.

δεν χάνω τις ελπίδες μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non sappiamo se e quando tornerà a casa. Possiamo solo continuare a sperare.

μένω πιστός

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Cahill incoraggiava i sostenitori a continuare a credere nella squadra dopo che era crollata nella sua ottava sconfitta su 12 partite.

συνεχίζω έτσι

verbo intransitivo (επιδοκιμασίας)

La mia insegnante mi ha detto di continuare così dopo avere preso il punteggio pieno nel compito.

χειροτερεύω, επιδεινώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se continuiamo a usare combustibili fossili, il riscaldamento globale continuerà a peggiorare.

δεν χάνω το χαμόγελό μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι αισιόδοξος

verbo intransitivo

δεν σταματάω

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεχίζω να περπατάω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha provato a salutarlo per la strada, ma lui ha tirato dritto senza aprir bocca.
Προσπάθησε να τον χαιρετήσει στον δρόμο, αλλά αυτός συνέχισε να περπατάει χωρίς να πει ούτε γεια.

οδηγώ χωρίς στάση

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεχίζω να παίζω μοσυική

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεχίζω να διαβάζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω τα δυνατά μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σφυροκοπώ, κοπανάω

(battere ripetutamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμμένω, επιμένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Perché continui a parlare se ti ho chiesto di non far rumore?
Γιατί επιμένεις να μιλάς αφού σου ζήτησα να είσαι ήσυχος;

συνεχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γύρω-γύρω

(movimento)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εξακολουθώ, συνεχίζω

verbo intransitivo (να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jill decise di continuare a fare ciò che amava.

παραμένω ζωντανός

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oggi è morto un grande artista, ma il suo ricordo continuerà a vivere.
Αν και σήμερα πέθανε ένας εξαιρετικός ηθοποιός, θα παραμείνει ζωντανός στις σκέψεις μας.

μιλώ ασταμάτητα, μιλώ ακατάπαυστα

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il professore continuò a parlare anche se la maggior parte degli studenti non stava ascoltando.
Ο καθηγητής μιλούσε ασταμάτητα, παρόλο που οι περισσότεροι φοιτητές δεν πρόσεχαν.

συνεχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non guardare la TV. Continua invece a fare i tuoi compiti!
Μη χαζεύεις τηλεόραση. Συνέχισε τα μαθήματά σου!

παραμένω, μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho capito che per continuare a partecipare alla gara, avrei dovuto impegnarmi di più.
Κατάλαβα ότι για να παραμείνω στον διαγωνισμό έπρεπε να προσπαθήσω περισσότερο.

εξακολουθώ, συνεχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pochi calciatori professionisti continuano a giocare dopo i quarant'anni.

εμμένω σε κτ, επιμένω σε κτ

verbo intransitivo

Maghan continuava a proibire ai nuovi dipendenti di scegliere le proprie scrivanie.

επιμένω, συνεχίζω

verbo intransitivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Continua a grattarsi la crosta, così la ferita non è ancora guarita.

συνεχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ha ignorato la domanda di Jake e ha continuato a parlare.

παίζω με κτ

verbo intransitivo (colloquiale, figurato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Il tuo dipinto è bello così, non continuare a trafficarci altrimenti lo rovini.
Ο πίνακάς σου είναι καλός τώρα, μην τον πειράξεις άλλο γιατί θα τον καταστρέψεις.

συνεχίζω, προχωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vorrei continuare a leggere, se non ti spiace.
Θα ήθελα να συνεχίσω το διάβασμά μου, εάν δεν σε πειράζει.

συνεχίζω, εξακολουθώ

verbo intransitivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se continui a comportarti in questo modo, finirai nei guai.
Αν συνεχίσεις να συμπεριφέρεσαι έτσι θα καταλήξεις να έχεις προβλήματα.

συνεχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha continuato a lavorare fino alle sei. Il gattino continuava a giocare con la frangia del tappeto.
Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τις έξι η ώρα. Το γατάκι συνέχισε να παίζει με τα κρόσια του χαλιού.

κρατιέμαι

(perdurare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il livello dell'acqua ha continuato a essere di sessanta centimetri sopra il livello del mare.

συνεχίζω

verbo intransitivo (μια ενέργεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Continua ad andare dritto e troverai il negozio.
Συνέχισε να πηγαίνεις ίσια και θα βρεις το κατάστημα.

επαναλαμβάνω συνεχώς κτ, επαναλαμβάνω κτ συνεχώς

verbo intransitivo

Continuai a ripetere il suo nome ma quando arrivai a casa l'avevo dimenticato.

αναφέρω διαρκώς κτ/κπ

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του continuare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.