Τι σημαίνει το avanzi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης avanzi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avanzi στο Ιταλικό.
Η λέξη avanzi στο Ιταλικό σημαίνει προχωράω, προχωρώ, προχωρώ, προωθώ, πλησιάζω, ξεκινάω, ξεκινώ, προχωρώ, προοδεύω, προχωράω, προχωρώ, κατακτώ θέση, κερδίζω θέση, κινούμαι, προχωράω, γλιστράω, γλιστρώ, πάω χαμένος, παρασύρομαι, προχωράω, υποβάλλω, περπατάω καμαρωτά, βαδίζω καμαρωτά, προχωράω καμαρωτά, προχωρώ, προοδεύω, ανέρχομαι, ανεβαίνω, ανεβαίνω, ανέρχομαι, -, πηγαίνω μπροστά, προχωρώ, απομένω, μένω, μένω, απομένω, προχωρώ προς κάπου, υπόλειμμα, κατάλοιπο, υπόλειμμα, υπόλοιπος, υπόλειμμα, τραβιέμαι, κουβαλιέμαι, σέρνομαι, κινούμαι αργά, προχωράω αργά, προχωράω αργά, τρέχω ένα γύρο, εξέλιξη, βρίσκω τον δρόμο μου ψηλαφίζοντας, προχωράω αργά, κινούμαι πάνω σε ρόδες, προχωράω αργά, κινούμαι με βραδύτητα μέσα από, περπατώ βαριά σε κτ, περπατώ αργά σε κτ, κινούμαι με βραδύτητα μέσα από, κυλάω αργά, περνάω αργά, προχωράω αργά, επιταχύνω, επισπεύδω, πλησιάζω απειλητικά, ρίχνω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ, προωθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης avanzi
προχωράω(progredire) (πηγαίνω μπροστά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il progetto sta avanzando secondo il programma. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μόνο αν διαβάζεις τα μαθήματά σου θα προοδεύσεις στη ζωή σου, μου έλεγε η μητέρα μου. |
προχωρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'esercito invasore stava avanzando. |
προχωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nella partita a scacchi, ha avanzato il pedone di due case. Στην παρτίδα σκάκι, προχώρησε το πιόνι του κατά δύο θέσεις. |
προωθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha avanzato la sua carriera guadagnandosi clienti. Προώθησε την καριέρα του κερδίζοντας πελάτες. |
πλησιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nemico stava avanzando; il soldato armò il fucile e si preparò a combattere fino alla morte. |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'esercito avanzò e combatté i romani. |
προχωρώ, προοδεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'esercito di Annibale avanzò attraverso le Alpi. |
προχωράω, προχωρώverbo intransitivo (andare avanti) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατακτώ θέση, κερδίζω θέσηverbo transitivo o transitivo pronominale (di posizione) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κινούμαι, προχωράωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I manifestanti sono avanzati verso lo sbarramento della polizia. Οι διαδηλωτές κινήθηκαν (or: προχώρησαν) προς τους παραταγμένους αστυνομικούς. |
γλιστράω, γλιστρώ(scorrere) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È avanzato verso di me sui suoi pattini da ghiaccio. Γλίστρησε προς το μέρος μου με τα παγοπέδιλά του. |
πάω χαμένος(informale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se quella bottiglia del latte avanza, la prendo io. |
παρασύρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo yacht avanzava favorito dal forte vento. |
προχωράωverbo intransitivo (με ορμή, ταχύτητα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La tempesta avanzava, acquistando forza. |
υποβάλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha avanzato l'offerta di rilevare l'attività. Υπέβαλε προσφορά, για να αγοράσει την εταιρεία. |
περπατάω καμαρωτά, βαδίζω καμαρωτά, προχωράω καμαρωτάverbo intransitivo Il ragazzo avanzava per la strada. Ο νεαρός άνδρας περπατούσε καμαρωτά στον δρόμο. |
προχωρώ, προοδεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi pare che la mia carriera non faccia nessun progresso. Φαίνεται πως δεν μπορώ να προοδεύσω στο επάγγελμά μου. |
ανέρχομαι, ανεβαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha iniziato all'ufficio smistamento ma è avanzato di rango fino a diventare AD dell'azienda. Ξεκίνησε από το γραφείο αλληλογραφίας, αλλά ανήλθε στις βαθμίδες, έως ότου έγινε διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. |
ανεβαίνω, ανέρχομαιverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È avanzato al grado di colonnello in soli pochi anni. |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Το αγόρι τσούλαγε στον διάδρομο με το πατίνι του. |
πηγαίνω μπροστά, προχωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non dimenticate che stanotte gli orologi vanno spostati avanti. |
απομένω, μένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono rimaste tre fette di pizza. Απέμειναν (or: έμειναν) τρία κομμάτια πίτσα. |
μένω, απομένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono rimasti solo tre pasticcini. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Υπάρχουν μόνο τρία κεκάκια ακόμα. |
προχωρώ προς κάπου
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
υπόλειμμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Per favore, metti gli avanzi di sigaro nel posacenere. Παρακαλώ βάλε τη γόπα του πούρου σου στο τασάκι. |
κατάλοιπο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η δεισιδαιμονία είναι ένα κατάλοιπο της εποχής της ειδωλολατρίας. |
υπόλειμμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Perché non usare questi avanzi di legna per accendere il fuoco? Γιατί δε χρησιμοποιείς αυτά τα απομεινάρια ξύλου για προσάναμμα; |
υπόλοιπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarah passò in rassegna il suo armadio, decise quali vestiti voleva tenere e portò il resto in un negozio di beneficenza. Bill lavorava tutta la mattina e passava il resto della giornata a rilassarsi in giardino. Η Σάρα έψαξε τη ντουλάπα της, αποφάσισε ποια ρούχα ήθελε να κρατήσει και πήγε τα υπόλοιπα σε ένα φιλανθρωπικό κατάστημα. |
υπόλειμμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τραβιέμαι, κουβαλιέμαι, σέρνομαι(μτφ, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κουβαλήθηκα (or: τραβήχτηκα) τόσο δρόμο για να σε δω και τώρα δεν έχεις διάθεση για κουβέντα; |
κινούμαι αργά, προχωράω αργά
Η μέρα κύλησε αργά και τελικά ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι. |
προχωράω αργά
Η Κάρεν προχώρησε αργά και προσεκτικά πάνω στον πάγο για να μην πέσει. |
τρέχω ένα γύρο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξέλιξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'avanzata del progresso tecnologico è inarrestabile. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτά είναι τα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας. |
βρίσκω τον δρόμο μου ψηλαφίζονταςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il tunnel era completamente al buio e siamo dovuti avanzare a tentoni. |
προχωράω αργάverbo intransitivo Lo scalatore avanzava con cautela lungo la cengia angusta sulla parete del precipizio. |
κινούμαι πάνω σε ρόδεςverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προχωράω αργά
|
κινούμαι με βραδύτητα μέσα από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A causa del terreno, siamo stati costretti a procedere faticosamente attraverso le aree meglio controllate dal nemico. |
περπατώ βαριά σε κτ, περπατώ αργά σε κτverbo intransitivo (luogo) |
κινούμαι με βραδύτητα μέσα από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυλάω αργά, περνάω αργάverbo intransitivo Mentre ero a scuola sembrava che il tempo avanzasse lentamente. Όσο ήμουν στο σχολείο ο χρόνος έμοιαζε να κυλάει αργά. |
προχωράω αργά(veicolo) Il treno avanzava lentamente nella stazione. Il traffico era intenso e le auto avanzavano lentamente. |
επιταχύνω, επισπεύδωverbo transitivo o transitivo pronominale (την πορεία κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλησιάζω απειλητικάverbo intransitivo L'uomo avanzava minacciosamente verso Jim lungo il sentiero. |
ρίχνω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ(καθομ, μεταφορικά) Ron è andato dal suo capo per proporgli un'idea, ma non è riuscito a incontrarlo. Ο Ρον πήγε στον προϊστάμενό του για να του πετάξει μια ιδέα, αλλά δεν του έκλεισαν ραντεβού. |
προωθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È soltanto interessato a far avanzare la sua carriera. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avanzi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του avanzi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.