Τι σημαίνει το ora στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ora στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ora στο Ιταλικό.
Η λέξη ora στο Ιταλικό σημαίνει ώρα, ώρα, ώρα, ώρα, ώρα, ώρα, λοιπόν, ώρα, τώρα, τώρα, τώρα, τώρα που, τώρα, σήμερα, τώρα, πλέον, μάθημα, μάθημα, λειτουργία, αυτή τη στιγμή, αυτή τη στιγμή, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, μόλις τώρα, ωριαίος, μέχρι τώρα/στιγμής, μισή ώρα, ανθρωποώρα, εργατοώρα, ανυπομονώ για κτ, εφεξής, από εδώ και πέρα, από δω και πέρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, από εδώ και στο εξής, από τούδε και στο εξής, από εδώ και πέρα, για πάντα, τώρα που, λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα, οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε, νωρίς το πρωί, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, από την μία ώρα στην επόμενη, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, μέχρι εκείνη την στιγμή, ως εκείνη την ώρα, ποτέ ξανά, ποτέ πριν, σε συγκεκριμένη ώρα, είναι ώρα, είναι καιρός, και πολύ άργησε, τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, τι ώρα;, Τι ώρα είναι;, αυτή τη στιγμή, Καλημερούδια!, στα τσακίδια!, δεν κρατιέμαι, άντε, αμάν, εώς εδώ και μη παρέκει, καιρός είναι, ώρα για ύπνο, ώρα φαγητού, ώρα για απογευματινό τσάι, ώρα φαγητού, βραδινό, δείπνο, τοπική ώρα, η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα, πρωινό, απεριτίφ, θερινή ώρα, εδώ και τώρα, παρούσα κατάσταση, τέταρτο, αλλαγή ώρας, έκτακτο δελτίο, ώρα για μεσημεριανό, ώρα του μεσημεριανού, ώρα αιχμής, καλλιτεχνικά, ώρα για μπάνιο, νωρίς το πρωί, πρωινό ξεκίνημα, χρυσή ώρα, ώρα αιχμής, Θερινή Ώρα Βρετανίας, θερινή ώρα, Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ora
ώραsostantivo femminile (intervallo di tempo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci vogliono due ore e mezza per arrivare lì. Παίρνει δυόμισι ώρες με αυτοκίνητο να πάει κανείς εκεί. |
ώραsostantivo femminile (momento specifico) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È stata stabilita l'ora del decesso alle 6:38 del mattino. Ως ώρα θανάτου αναφέρθηκε η 6:30 πρωινή. |
ώραsostantivo femminile (ora del giorno) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A che ora pensi di arrivare? Τι ώρα τον περιμένεις να έρθει; |
ώραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'albergo è a circa due ore di macchina da qui. |
ώρα(per il pranzo, ecc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Di solito passa la sua pausa pranzo in palestra. Συνήθως την ώρα του μεσημεριανού της είναι στο γυμναστήριο. |
ώραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Che ora è? Le 3:20. Τι ώρα είναι; Είναι 3:20. |
λοιπόνavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ora, non pensi che io abbia ragione? Λοιπόν, δεν πιστεύεις ότι έχω δίκιο; |
ώραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Abbiamo l'ora legale adesso. |
τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Attualmente Steve non ha un lavoro. Ο Στιβ είναι άνεργος τώρα. |
τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ora sono le otto. Τώρα είναι οχτώ η ώρα. |
τώραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ce ne andiamo ora. Φεύγουμε τώρα. |
τώρα πουavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ora che sei un cantante famoso, vogliono tutti essere tuoi amici. Τώρα που είσαι διάσημος τραγουδιστής, όλοι θέλουν να γίνουν φίλοι σου. |
τώρα, σήμερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Adesso i bambini non obbediscono più ai genitori, come invece facevano una volta. Σήμερα, σε αντίθεση με παλιά, τα παιδιά δεν υπακούν τους γονείς τους. |
τώρα, πλέονavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ora capisco perché non lo vuoi incontrare. Καταλαβαίνω πλέον γιατί δεν θέλεις να τον γνωρίσεις. |
μάθημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sto seguendo un corso di inglese per prepararmi al viaggio negli Stati Uniti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δε μου αρέσει το μάθημα της ιστορίας. |
μάθημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La prima lezione della giornata è inglese. Το πρώτο μάθημα της μέρας είναι Αγγλικά. |
λειτουργία(liturgia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le lodi sono il primo ufficio della giornata. |
αυτή τη στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Al momento sono al supermercato. Αυτή τη στιγμή είμαι στο σούπερ μάρκετ. |
αυτή τη στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Al momento sono occupata ma possiamo parlare più tardi. Είμαι απασχολημένος τώρα, αλλά μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα. |
αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μόλις τώρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Colin era qui proprio ora, forse è andato a prendere qualcosa dal suo ufficio. |
ωριαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La stazione trasmette principalmente musica con notiziari orari. |
μέχρι τώρα/στιγμής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Harry sta imparando la cottura al forno. Finora ha preparato il pan di Spagna e dei muffin alla banana. |
μισή ώραsostantivo femminile La mattina mi serve solo mezz'ora per prepararmi. |
ανθρωποώρα, εργατοώραsostantivo femminile (unità di misura: lavoro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανυπομονώ για κτ
E solo lunedì e sono già impaziente che arrivi il fine settimana. |
εφεξής
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) D'ora in poi dovrete rivolgervi a lui come Lord Robert. Εφεξής πρέπει να τον αποκαλείς Λόρδο Ρόμπερτ. |
από εδώ και πέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από δω και πέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) D'ora in poi non sarai più benvenuto in casa mia. Στο εξής δεν είσαι πλέον ευπρόσδεκτος στο σπίτι μου. |
μέχρι στιγμής, μέχρι τώραlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Fino ad ora non ho pubblicato niente ma mi considero ancora uno scrittore. Μέχρι στιγμής, δεν έχει εκδοθεί κανένα έργο μου. Παρόλα αυτά, με θεωρώ συγγραφέα. |
από εδώ και στο εξής, από τούδε και στο εξής, από εδώ και πέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) D'ora in poi, Gina era determinata a non ripetere gli errori passati. |
για πάνταavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tesoro, ti amerò per sempre. |
τώρα που
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ora che sei tornato finalmente a casa, puoi finire i tuoi doveri. Adesso che è arrivata la primavera, posso seminare in giardino. |
λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per andare da Siviglia a Madrid in aereo ci vuole meno di un'ora. |
οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νωρίς το πρωίlocuzione avverbiale (figurato: presto) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Al momento quel modello di automobile non è disponibile. Εκείνο το μοντέλο αυτοκινήτου δεν είναι διαθέσιμο τώρα. |
από την μία ώρα στην επόμενηavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il paziente ha una fibra forte, le sue condizioni migliorano di ora in ora. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) D'ora in poi, voglio che tu mi chiami quando sei in ritardo. Από εδώ και στο εξής (or: από εδώ και πέρα) περιμένω να μου τηλεφωνείς όταν πρόκειται να αργήσεις. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A partire da adesso, non toccherò mai più una sigaretta! |
μέχρι εκείνη την στιγμή, ως εκείνη την ώραavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per allora sarà troppo tardi. La festa inizia alle sette? Va bene, per quell'ora dovrei essere pronta. Τότε θα είναι πολύ αργά. Το πάρτι αρχίζει στις 7.00; Εντάξει, ως εκείνη την ώρα θα είμαι έτοιμος. |
ποτέ ξανά, ποτέ πρινavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Come mai prima d'ora le donne scelgono sempre di più di rimanere single. |
σε συγκεκριμένη ώρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si può impostare il riscaldamento di modo che parta ogni sera a una certa ora. Μπορείς να ρυθμίσεις τη θέρμανση, ώστε να ανάβει μόνη της σε συγκεκριμένη ώρα κάθε απόγευμα. |
είναι ώρα, είναι καιρός
(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Sarebbe ora che andassi dal medico, dopo averlo rimandato quattro volte. |
και πολύ άργησε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devi decidere, se vuoi andare al concerto è ora o mai più. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) D'ora in poi, rlfetterò prima di agire. |
τι ώρα;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A che ora vai a letto? A che ora vuoi partire? Τι ώρα θα πας για ύπνο; Τι ώρα θες να φύγεις; |
Τι ώρα είναι;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτή τη στιγμήlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Καλημερούδια!interiezione (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È ora di alzarsi! Sono le sei e devi prepararti per la scuola. |
στα τσακίδια!interiezione (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Quando quel monello se ne andò con la madre, la baby sitter esclamò: "era ora!" |
δεν κρατιέμαι(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "A quest'ora la prossima settimana saremo in vacanza". "Non vedo l'ora!" «Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!» |
άντε, αμάνverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Che settimana terribile al lavoro! Non vedo l'ora che sia venerdì sera! |
εώς εδώ και μη παρέκειinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Adesso basta! Se ti sento urlare di nuovo contro il tuo fratellino, vedi! |
καιρός είναιinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Era ora che mi restituissi il libro! Καιρός είναι να επιστρέψεις το βιβλίο μου! |
ώρα για ύπνοsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È ora di andare a letto, bambini: lavatevi i denti e mettetevi su i pigiami. |
ώρα φαγητού(sera) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'ora di cena nel ranch è puntuale ogni sera alle sei. Η ώρα του φαγητού στο ράντζο είναι στις έξι ακριβώς κάθε βράδυ. |
ώρα για απογευματινό τσάιsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La nonna è arrivata in casa all'ora del tè. |
ώρα φαγητού
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βραδινό, δείπνοsostantivo femminile (μτφ: ως ώρα της ημέρας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τοπική ώραsostantivo femminile L'aereo dovrebbe atterrare alle 4 del mattino ora locale. // Ha telefonato dall'Africa a mezzanotte ora locale; qui sono le 6 di sera. |
η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματαsostantivo femminile (mezzanotte) (μεταφορικά: μεσάνυχτα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ormai è l'ora delle streghe, dobbiamo proprio andare. |
πρωινόsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ci vediamo domattina all'ora di colazione. |
απεριτίφsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) All'ora dell'aperitivo questo bar è sempre affollatissimo. |
θερινή ώραsostantivo femminile Quasi tutti i paesi adottano l'ora legale d'estate, ma con date di passaggio differenti. |
εδώ και τώρα, παρούσα κατάστασηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alcuni tipi di meditazione insegnano a rivolgere la propria attenzione al qui e ora, cercando di eliminare i pensieri superflui. |
τέταρτοsostantivo maschile (της ώρας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Come al solito è in ritardo di almeno un quarto d'ora! |
αλλαγή ώραςsostantivo maschile (ora solare/ora legale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ogni autunno e ogni primavera c'è il cambio dell'ora legale con quella solare. |
έκτακτο δελτίοsostantivo femminile Hanno interrotto il documentario per dare una notizia dell'ultim'ora. Διέκοψαν το ντοκυμαντέρ για τη φύση για να μεταδώσουν ένα έκτακτο δελτίο. |
ώρα για μεσημεριανό, ώρα του μεσημεριανούsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Perché avete tutti quell'aria tetra? Tra poco è ora di pranzo! Γιατί είστε όλοι τόσο σκυθρωποί; Σε λίγο είναι η ώρα για το μεσημεριανό! |
ώρα αιχμής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nelle strade cittadine regna il caos durante l'ora di punta. Οι δρόμοι της πόλης είναι χάος την ώρα αιχμής. |
καλλιτεχνικά(σχολείο) |
ώρα για μπάνιοsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando è l'ora del bagno i miei bambini si nascondono sempre. |
νωρίς το πρωί
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il mattino presto è l'ora migliore per osservare gli uccelli, perché sono appena atterrati dopo essere migrati tutta la notte. Νωρίς το πρωί είναι η καλύτερη ώρα για την παρατήρηση πουλιών, γιατί έχουν μόλις προσγειωθεί από τη νυχτερινή τους αποδήμηση. |
πρωινό ξεκίνημα
Vado a letto ora perché domattina mi devo svegliare presto. |
χρυσή ώρα(φωτογραφία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ώρα αιχμήςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Era l'ora di punta, perciò ci mettemmo tre ore per guidare attraverso Chicago nel traffico intenso. |
Θερινή Ώρα Βρετανίαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θερινή ώραsostantivo femminile |
Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού(fusi orari USA) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ora στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ora
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.