Τι σημαίνει το portare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης portare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του portare στο Ιταλικό.

Η λέξη portare στο Ιταλικό σημαίνει φέρνω, μεταφέρω, φέρνω, φέρνω, φοράω, φορώ, προσελκύω, πάω, πηγαίνω, φοράω, φορώ, φτιάχνω, έχω, κουβαλάω, πηγαίνω, μεταφέρω, μεταδίδω, δίνω ώθηση σε κτ, μεταφέρω, κουβαλάω, κουβαλώ, μεταδίδω, μεταφέρω, φοράω, φορώ, μεταφέρω, πηγαίνω, βάζω δρομολόγιο, κουβαλάω, κουβαλώ, φέρνω, κουβαλάω κτ μαζί μου, προωθώ, φέρνω, πηγαίνω, κουβαλάω στους ώμους μου, χαρίζω, προκαλώ κτ σε κπ/κτ, φέρνω, πιάνω, πηγαίνω, πάω, φέρνω, έχω, πηγαίνω, πάω, φοράω, φοράω, πείθω, μεταφέρω, μεταφέρω, κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ, μεταφέρω, φέρνω, μετακινώ με τα χέρια, τοποθετώ, διοχετεύω, απομακρύνω, παραγγέλνω, πηγαίνω κπ σε κτ, έχω μαζί μου, κάνω, είμαι έγκυος σε, χαρίζω, οδηγώ, οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ, βράσιμο, εισάγω, αφεντικό, ανακαλύπτω, βρίσκω, κουβαλάω, κουβαλώ, κερδίζω χρήματα, εκδικάζω, κλέβω, τρώω, υπεύθυνος τροφοδοσίας, υπεύθυνη τροφοδοσίας, βόλτα στους ώμους, τραπέζι ρεφενέ, βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη, παίρνω κπ στους ώμους μου, ξεγελώ, παρασύρω, μιλάω εγώ, κάνω, κρατάω κακία, αναζωογονώ, ανανεώνω, συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς, στηρίζω την οικογένεια, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, ολοκληρώνω, αποκαλύπτω, γνωστοποιώ, κρατάω, πουλάω, πουλώ, δείχνω σεβασμό σε/προς, διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, υπερασπίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, βγάζω τον σκύλο βόλτα, φέρνω κτ σε σημείο βρασμού, τελειώνω, ολοκληρώνω, παίρνω φαγητό σε πακέτο, φέρνω κπ στα άκρα, ωθώ κπ στα άκρα, βγάζω τα σκουπίδια, φέρνω κέρδος, φέρνω χρήματα, κλέβω κτ από κπ, κρατάω κακία, κάνω μια ευχάριστη αλλαγή, γυρίζω τον χρόνο πίσω, θυμάμαι, φέρνω τύχη σε κπ, οδηγώ κπ στην απόγνωση, ζεσταίνω κτ μέχρι να βράσει, φλυαρώ, φέρνω κτ εις πέρας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης portare

φέρνω, μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Potresti portare qui quella sedia?
Μπορείς να φέρεις, εδώ, εκείνη την καρέκλα;

φέρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (παίρνω μαζί μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Porto un po' di vino?
Να φέρω κρασί μαζί μου;

φέρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (άτομο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Porta un amico quando vieni a cena.
Φέρε και κάποιον φίλο σου, όταν έρθεις για το δείπνο.

φοράω, φορώ

(indossare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le coppie sposate portano l'anello.
Οι σύζυγοι φοράνε βέρες.

προσελκύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa nuova vetrina ci porterà molta gente.

πάω, πηγαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi portare questa lettera all'ufficio postale?

φοράω, φορώ

(trucco)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quella ragazza è troppo giovane per portare il trucco.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Με εκνευρίζει όταν βλέπω δεκαπεντάχρονα κοριτσάκια να φοράνε κραγιόν.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (stile)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi piace come porti i capelli.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σου πάει πολύ ο τρόπος που έβαψες τα νύχια σου.

έχω

verbo transitivo o transitivo pronominale (nome, titolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Porta il nome di suo padre.

κουβαλάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi portare questo tavolo dalla cucina alla sala da pranzo?
Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία;

πηγαίνω

(con veicolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θα αργήσω στην παράσταση εκτός αν με πας με το αυτοκίνητο.

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo tubo trasporta acqua.
Αυτός ο σωλήνας μεταφέρει νερό.

μεταδίδω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le zanzare portano la malaria.
Τα κουνούπια μεταδίδουν ελονοσία.

δίνω ώθηση σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il commercio spinge l'economia.
Οι δαπάνες δίνουν ώθηση στην οικονομία.

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il somaro doveva portare il carico fino al campo.

κουβαλάω, κουβαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταδίδω, μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pubblicità comunicano un messaggio chiaro.

φοράω, φορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al giorno d'oggi tutti indossano i jeans.
Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας.

μεταφέρω, πηγαίνω

(bestiame)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bisogna dirigere il bestiame verso il nuovo pascolo.

βάζω δρομολόγιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dovrebbero far arrivare un autobus in questa città.

κουβαλάω, κουβαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johnny ha portato le buste della spesa del suo anziano vicino in cima alle scale.

φέρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti porto la macchina se poi tu mi accompagni a casa.
Αν με πας σπίτι μετά, θα φέρω το αυτοκίνητο στο σπίτι σου.

κουβαλάω κτ μαζί μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προωθώ

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È stata portata al successo praticamente da un giorno all'altro.
Προωθήθηκε στην απόλυτη διασημότητα σχεδόν εν μία νυκτί.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Visto che passi da casa mia in ogni caso, puoi portarmi quei documenti?

πηγαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nastro trasportatore porta il pezzo alla postazione seguente.

κουβαλάω στους ώμους μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (di persona)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Porto mio figlio in spalla.
Βάζω το γιο μου καβάλα στους ώμους μου.

χαρίζω

(αναγνώριση, δόξα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η πρώτη του ταινία του χάρισε δόξα.

προκαλώ κτ σε κπ/κτ

L'uragano ha portato distruzione in parecchi paesi costieri.
Η καταιγίδα προκάλεσε καταστροφές σε αρκετές παραλιακές πόλεις.

φέρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi portare quella sedia nel soggiorno?

πιάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (cani)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim ha addestrato il cane a riportare la palla.
Ο Τιμ εκπαίδευσε τον σκύλο να πιάνει την μπάλα.

πηγαίνω, πάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con un veicolo) (κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia mamma accompagnò me e i miei amici al centro commerciale.

φέρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti porto un altro piatto.
Θα σου φέρω άλλο ένα πιάτο.

έχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James ha un bell'occhio nero dopo la rissa con Bob.
Ο Τζέιμς έχει ένα μαυρισμένο μάτι μετά τον καυγά του με τον Μπομπ.

πηγαίνω, πάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con un veicolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi potresti portare alla stazione degli autobus?
Θα με πάρεις στο σταθμό του λεωφορείου;

φοράω

verbo transitivo o transitivo pronominale (scarpe: misura)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Porto il 40 di stivali, ma il 38 di scarpe.

φοράω

verbo transitivo o transitivo pronominale (abbigliamento: taglia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Che taglia porti?

πείθω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ministro ecclesiastico ha portato la congregazione ad uno stato d'animo di esultanza.

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questi tubi portano l'acqua allo scaldabagno.
Αυτοί οι σωλήνες μεταφέρουν νερό στον λέβητα.

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La catena di montaggio trasportava i componenti alla stazione successiva.
Η γραμμή συναρμολογήσεως μετέφερε τα εξαρτήματα στην επόμενη θέση.

κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick diresse subito la conversazione sul suo argomento preferito.

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark è andato a prendere i ragazzi a scuola e li ha portati in piscina.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θέλεις να φέρω μερικά σνακ από το μαγαζί;

μετακινώ με τα χέρια

(a mano)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τοποθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sull'isola sono stati impiantati venti cervi per aumentarne il numero.

διοχετεύω

(tramite tubi, condutture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'acqua viene pompata dal rubinetto alla serra.

απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (από κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vuoi portare via il cane prima che rompa tutto?
Θα πάρεις τον σκύλο από εδώ πριν καταστρέψει τα πάντα;

παραγγέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (cibo da asporto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Compriamo delle patatine da portare via?

πηγαίνω κπ σε κτ

(con veicolo) (καθομιλουμένη)

Mi accompagneresti alla stazione?
Θα μπορούσες να με πας στο σταθμό;

έχω μαζί μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Porta sempre con sé un coltello per difesa personale.
Πάντα Έχει πάντα μαζί του ένα μαχαίρι για προστασία.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: πείθω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il suo discorso ci ha portato ad accettare il suo punto di vista.

είμαι έγκυος σε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Melinda è incinta di due gemelli.
Η Μελίντα περιμένει δίδυμα.

χαρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (τη νίκη σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giocatore di punta ha condotto la squadra alla vittoria.
Ο διάσημος παίκτης οδήγησε την ομάδα του στη νίκη.

οδηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I suoi figli la portano sempre all'esaurimento nervoso.
Τα παιδιά της την οδηγούν (or: φτάνουν) στην τρέλα.

οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: conversazione, ecc.)

Ha deviato la conversazione verso una certa tematica.

βράσιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bollire è il metodo più efficace per eliminare le macchie.

εισάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I titoli di testa introducono il film.

αφεντικό

(figurato: persona che comanda) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La moglie è il suo capo.
Η σύζυγός του είναι το αφεντικό του.

ανακαλύπτω, βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ieri ho scoperto dei veri tesori al negozio di libri usati.

κουβαλάω, κουβαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερδίζω χρήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Te ne stai tranquillo a casa perché sono io che guadagno.
Μπορείς να μένεις στο σπίτι μόνο επειδή βγαίνω έξω και βγάζω λεφτά.

εκδικάζω

(diritto) (νομικά: υπόθεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il procuratore distrettuale processerà il caso di corruzione.
Ο εισαγγελέας θα εκδικάσει την υπόθεση διαφθοράς.

κλέβω, τρώω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally ha cercato di rubare il ragazzo di Amber ieri sera.

υπεύθυνος τροφοδοσίας, υπεύθυνη τροφοδοσίας

Sua cognata ha portato da mangiare per la festa.

βόλτα στους ώμους

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La bambina si fece un giro a cavalluccio con il fratello maggiore.

τραπέζι ρεφενέ

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Alla cena dove ogni ospite doveva portare una pietanza, Joe arrivò con hot dog grigliati e io con il dessert.

βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παίρνω κπ στους ώμους μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi fa male la caviglia; mi porti a cavalcioni per favore?

ξεγελώ, παρασύρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con l'inganno)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nella mitologia greca gli dei portarono Eracle a uccidere la sua famiglia.

μιλάω εγώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Porterò avanti da solo la trattativa quando arriveremo alla negoziazione del prezzo.
Όταν διαπραγματευτούμε την τιμή, το πουρπαρλέ θα το κάνω εγώ.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bethan era dubbiosa sul fare domanda per quel lavoro, ma alla fine l'ha portata a termine.

κρατάω κακία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non è stato corretto che lei sia stata scelta al posto mio ma io non sono una che porta rancore.

αναζωογονώ, ανανεώνω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς

verbo transitivo o transitivo pronominale (presentare partner ai genitori)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Luca ha portato la sua ragazza a casa per farla conoscere ai genitori.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είμαστε αγχωμένοι, γιατί θα μας γνωρίσει τον φίλο της απόψε.

στηρίζω την οικογένεια

(figurato: denaro per mantenersi)

Dean era contento di laurearsi, così avrebbe portato anche lui a casa la pagnotta.

τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cerca di portare a conclusione qualcosa nella tua vita!

ολοκληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La squadra è stata portata al successo grazie agli sforzi di ognuno di voi.

αποκαλύπτω, γνωστοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovremmo portare alla luce i suoi comportamenti scandalosi.

κρατάω

(κάτι σε κάποιν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lei l'aveva insultato anni fa, e lui ancora le porta rancore.
Τον προσέβαλε πριν χρόνια αλλά ακόμα της το κρατάει μανιάτικο.

πουλάω, πουλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un bravo venditore sa chiudere una vendita anche dopo che il cliente ha detto di no.

δείχνω σεβασμό σε/προς

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cerco di mostrare sempre rispetto per le persone anziane.

διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha buone intenzioni ma non le porta mai a termine.

υπερασπίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il rapporto porta avanti l'idea che le attuali direttive non siano adeguate.

βγάζω τον σκύλο βόλτα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Porto a spasso il cane ogni giorno.
Βγάζω τον σκύλο βόλτα κάθε μέρα.

φέρνω κτ σε σημείο βρασμού

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελειώνω, ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alla riunione erano tutti stanchi e scontrosi, quindi l'abbiamo conclusa.

παίρνω φαγητό σε πακέτο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φέρνω κπ στα άκρα, ωθώ κπ στα άκρα

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La fame portò la bambina al limite e la spinse a rubare una pagnotta dal panificio.

βγάζω τα σκουπίδια

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ricordati di portare fuori la spazzatura stasera perché passano a raccoglierla domani mattina presto.

φέρνω κέρδος, φέρνω χρήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλέβω κτ από κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

κρατάω κακία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μια ευχάριστη αλλαγή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυρίζω τον χρόνο πίσω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θυμάμαι

(figurato: ricordare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω τύχη σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οδηγώ κπ στην απόγνωση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζεσταίνω κτ μέχρι να βράσει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φλυαρώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φέρνω κτ εις πέρας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του portare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.