Τι σημαίνει το andare avanti στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης andare avanti στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του andare avanti στο Ιταλικό.
Η λέξη andare avanti στο Ιταλικό σημαίνει συνεχίζω, προχωρώ, προοδεύω, πηγαίνω μπροστά, προχωρώ, προηγούμαι, προπορεύομαι, πάω μπρος, πάω μπροστά, <div>περνάω δίπλα από κτ/κπ , περνώ δίπλα από κτ/κπ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, κερδίζω, προχωρώ με αποφασιστικότητα, συνεχίζομαι, πηγαίνω, προχωρώ, συνεχίζω, προχωράω, προχωρώ, συνεχίζω, προχωράω, προχωρώ, περνάω, περνώ, -, προχωρώ, εξελίσσομαι, συνεχίζω, συνεχίζω, προχωρώ, βάζω τα δυνατά μου, συνεχίζω, προσπερνάω, προοδεύω, προχωράω, προωθώ κτ παρά τις δυσκολίες, προοδεύω, προχωρώ, συνεχίζω, συνεχίζομαι, πηγαινοέρχομαι, κοντεύω τα, πλησιάζω τα, Ας συνεχίσουμε!, είμαι ατελείωτος, συνεχίζω έτσι, συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά, πηγαινοέρχομαι, επιτυγχάνω με τις δικές μου δυνάμεις, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, προχωρώ παρά τις δυσκολίες, συνεχίζω, συνεχίζω, πηγαίνω πέρα δώθε, συνεχίζω κτ αποφασιστικά, συνεχίζω, προχωρώ σε κτ, πηγαίνω σε κτ, κινούμαι νευρικά, πιάνω το ένα, αφήνω το άλλο, συνεχίζω, κάνω, ταξιδεύω πέρα δώθε σε κτ, βηματίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης andare avanti
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Continua, sei quasi in cima alla collina. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μην σταματάς, λίγο ακόμα και θα πετύχεις τον σκοπό σου. |
προχωρώ, προοδεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi pare che la mia carriera non faccia nessun progresso. Φαίνεται πως δεν μπορώ να προοδεύσω στο επάγγελμά μου. |
πηγαίνω μπροστάverbo intransitivo (registrazioni, nastri) Vai avanti fino agli ultimi cinque minuti del video: quella è la parte più divertente. |
προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Για να προχωρήσεις βάλε ταχύτητα στο αυτοκίνητο. |
προηγούμαι, προπορεύομαιverbo intransitivo (πηγαίνω πρώτος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Belinda ha detto a Cristal di andare avanti per cercare di prendere l'autobus prima che parta. |
πάω μπρος, πάω μπροστάverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questo orologio antico è bellissimo, ma purtroppo va avanti. |
<div>περνάω δίπλα από κτ/κπ , περνώ δίπλα από κτ/κπ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>
Ho fatto segno al tassista di fermarsi, ma lui è andato avanti. |
κερδίζωverbo intransitivo (orologi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'orologio va avanti di un secondo alla settimana. |
προχωρώ με αποφασιστικότητα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεχίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La riunione è andata avanti fino alle sette di sera senza giungere a nessun accordo. Η σύσκεψη συνεχίστηκε μέχρι τις επτά το απόγευμα και ακόμα δεν είχαν καταλήξει σε κάποια συμφωνία. |
πηγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Come stai procedendo? Πώς τα πας; |
προχωρώ, συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La riunione prosegue. Η συνάντηση θα συνεχιστεί. |
προχωράω, προχωρώverbo intransitivo (con la vita) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se vuoi andare avanti nella vita, devi voler lavorare sodo. Για να πας μπροστά στη ζωή θα πρέπει να είσαι πρόθυμος να δουλέψεις σκληρά. |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha continuato come se non fosse successo niente. Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε. |
προχωράω, προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il conducente tirò le redini per dare segno al cavallo di proseguire. Ο οδηγός κούνησε τα γκέμια για να κάνει σήμα στο άλογο να προχωρήσει. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'autobus è passato senza fermarsi per farci salire. Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς. |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Alla fine non posso venire con te questo fine settimana, ma non lasciarti condizionare da questo; tu vacci lo stesso. Τελικά δεν μπορώ να έρθω μαζί σας το σαββατοκύριακο, αλλά μην αφήσετε να σας σταματήσει αυτό· εσείς να πάτε. |
προχωρώ, εξελίσσομαιverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fino a ieri, le cose procedevano alla perfezione. Stavamo andando a una velocità di circa 30 miglia orarie. Μέχρι χθες, τα πράγματα εξελίσσονταν αρκετά καλά. Προχωράμε με περίπου 30 μίλια την ώρα. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo essersi slogato la caviglia, per il corridore è stato impossibile andare avanti. |
συνεχίζω, προχωρώverbo intransitivo (με κάτι, κάνοντας κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La giovane ginnasta ha compiuto una capriola in avanti e ha continuato facendo una ruota. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το κοριτσάκι έκανε ένα κατακόρυφο και συνέχισε με μια ανάποδη τούμπα για να εντυπωσιάσει τον μπαμπά του. |
βάζω τα δυνατά μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεχίζω(nonostante le difficoltà) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσπερνάω(passare oltre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει. |
προοδεύω, προχωράω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ora che ho le cose necessarie posso procedere con il mio progetto. Τώρα που έχω τα απαιτούμενα εφόδια, μπορώ να προχωρήσω το σχέδιό μου. Έχουμε προοδεύσει ως χώρα από τον καιρό των διακρίσεων βάσει φυλής ή φύλου. |
προωθώ κτ παρά τις δυσκολίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Anche se non aveva ricevuto abbastanza sostegno economico ha proseguito con il suo progetto di frequentare l'università. |
προοδεύω, προχωρώverbo intransitivo (figurato: ottenere risultati) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nella mia professione, non si arriva da nessuna parte senza il supporto e l'aiuto di chi ha più esperienza. Στο επάγγελμά μου δεν πρόκειται να πας μπροστά χωρίς τη στήριξη και βοήθεια άλλων πιο έμπειρων. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha continuato senza fare una pausa per il pranzo. |
συνεχίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il progetto è sospeso per ora, ma andrà avanti dopo le vacanze. |
πηγαινοέρχομαι(di segni incrociati) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cortile anteriore era ricoperto da segni di pneumatici |
κοντεύω τα, πλησιάζω τα(informale) (ηλικία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας συνεχίσουμε!(nuovo tema) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Andiamo avanti con lo spettacolo! Non possiamo permettere a una pioggerellina di fermarci. |
είμαι ατελείωτοςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Tutti pensavano che la relazione della coppia sarebbe andata avanti all'infinito. |
συνεχίζω έτσιverbo intransitivo (επιδοκιμασίας) La mia insegnante mi ha detto di continuare così dopo avere preso il punteggio pieno nel compito. |
συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειάverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηγαινοέρχομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιτυγχάνω με τις δικές μου δυνάμεις(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo intransitivo Puoi andare avanti alla meno peggio con questo vecchio modello finché non sei pronto a fare l'avanzamento. |
προχωρώ παρά τις δυσκολίες(nonostante le difficoltà) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nonostante gli intoppi, dobbiamo andare avanti lo stesso per riuscire a completare il progetto entro la scadenza. |
συνεχίζω(χωρίς διακοπή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha continuato il suo lavoro senza fare una pausa per il pranzo. Συνέχισε τη δουλειά του χωρίς να σταματήσει για μεσημεριανό. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πηγαίνω πέρα δώθε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεχίζω κτ αποφασιστικάverbo intransitivo Vai avanti con la tua vita; non lasciare che la negatività abbia il sopravvento. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ci ha detto di continuare l'esercizio che aveva assegnato mentre lei preparava il compito. Η δασκάλα μας είπε να συνεχίσουμε με την άσκηση που μας έβαλε, ενώ η ίδια ετοίμαζε ένα τεστ. |
προχωρώ σε κτ, πηγαίνω σε κτverbo intransitivo (μεταφορικά, καθομ) Passiamo al prossimo punto in agenda. |
κινούμαι νευρικάverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πιάνω το ένα, αφήνω το άλλοverbo intransitivo (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha ignorato la domanda di Jake e ha continuato a parlare. |
κάνωverbo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I genitori proibirono a Sara di andare alla festa, ma lei fece di testa sua e ci andò lo stesso. // Non avevo tempo di chiedere alla mia responsabile se dovessi occuparmi io del problema. Mi sono semplicemente mosso in autonomia e l'ho fatto. Ο γονείς της Σάρας της είπαν ότι δεν μπορεί να πάει στο πάρτυ, αλλά εκείνη παρόλα αυτά το έκανε. Δεν προλάβαινα να ρωτήσω το αφεντικό μου αν ήθελε να χειριστώ το πρόβλημα. Απλά το έκανα. |
ταξιδεύω πέρα δώθε σε κτverbo intransitivo (informale, figurato: pendolarismo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βηματίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Andava avanti e indietro per la stanza, preoccupata per quanto stava per accadere. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του andare avanti στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του andare avanti
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.