Τι σημαίνει το poi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης poi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του poi στο Ιταλικό.
Η λέξη poi στο Ιταλικό σημαίνει μετά, μετά, έπειτα, επιπλέον, επίσης, τότε, πόι, μετά, έπειτα, μετά, έπειτα, έπειτα, μετά, αργότερα, στη συνέχεια, και μετά, κι έπειτα, και πέρα, μα ποτέ, ειδικά, συγκεκριμένα, ιδαιτέρως, ποτέ, όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός, τελικά, από εδώ και πέρα, από τότε και στο εξής, έκτοτε, εκ των υστέρων, αργά ή γρήγορα, από εκείνη την στιγμή και μετά, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, του αγίου ποτέ, ποτέ, ποτέ ξανά, κάνω δεύτερες σκέψεις για κπ/κτ, σε λίγο, επιπλέον, επίσης, εκ των υστέρων, τότε, διαπιστώνω εκ των υστέρων, βγαίνω από τη γραμμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης poi
μετάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Bobby era il primo della fila, Elena seconda, poi Peter e poi Nicole. |
μετά, έπειτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È andato in posta, poi è andato in banca. Πήγε στο ταχυδρομείο και μετά στην τράπεζα. |
επιπλέον, επίσηςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi servono delle mele, poi voglio farina e zucchero. |
τότεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se mangi tutto, dopo avrai la torta come ricompensa. Αν φας όλο το φαγητό σου, τότε μπορείς να φας γλυκό σαν ανταμοιβή. |
πόιsostantivo maschile (cibo hawaiano) |
μετά, έπειταavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mangiamo e poi andiamo al cinema. Ας φάμε και μετά πάμε σινεμά. |
μετά, έπειτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non ci si può imbarcare sull'aereo e poi cambiare idea. Δεν μπορείς να επιβιβαστείς στην πτήση και έπειτα (or: μετά) να αλλάξεις γνώμη. |
έπειτα, μετάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pulisci la cucina e dopo il bagno. |
αργότεραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Comincia con una bozza approssimativa e dopo aggiungi i dettagli. Ξεκίνα με μια γενική περιγραφή και πρόσθεσε τις λεπτομέρειες αργότερα. |
στη συνέχειαcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La cena è finita signore e signori. Passiamo dunque al prossimo tema in agenda. Το δείπνο τελείωσε κυρίες και κύριοι, και προχωράμε στο επόμενο θέμα στην ατζέντα. |
και μετά, κι έπειτα, και πέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Από το τέλος της δεκαετίας του 1990 και μετά, υπήρξε μεγάλη ανάπτυξη στη χρήση του διαδικτύου στα σπίτια. |
μα ποτέ(εμφατικός τύπος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sono mai, dico mai, stato a Parigi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν έχω πει ποτέ μου ψέματα. |
ειδικά, συγκεκριμένα, ιδαιτέρως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non è che il mio cane sia così aggressivo, ma la sua mole spaventa la gente. |
ποτέ(enfatico) (εμφατικός τύπος, καθομ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sposare quello sfigato? Mai e poi mai! Να παντρευτώ αυτόν τον βλάκα; Ποτέ! |
όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστόςaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È una buona traduzione, ma la scelta delle parole non è del tutto corretta. |
τελικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Alla fine ha deciso di comprare la macchina verde. Τελικά αποφάσισε να αγοράσει το πράσινο αυτοκίνητο. |
από εδώ και πέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από τότε και στο εξήςlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έκτοτεlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκ των υστέρων
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) A posteriori, le aspettative della compagnia del quarto trimestre sono state troppo ottimistiche. |
αργά ή γρήγοραavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se continuerai a fare la vita del criminale prima o poi finirai in prigione! |
από εκείνη την στιγμή και μετά(letteralmente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo baciò e da quel momento in poi seppe che un giorno sarebbe diventata sua moglie. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Da questo punto della scalata le difficoltà dovrebbero essere cessate. |
του αγίου ποτέ(ιδιωματισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ποτέ, ποτέ ξανάavverbio (mai più) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non ti scorderò mai e poi mai. |
κάνω δεύτερες σκέψεις για κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε λίγοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Abbi pazienza! Prima o poi troverò il tempo per questo. |
επιπλέον, επίσηςlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il mio nuovo lavoro paga bene. E poi posso mangiare tutte le ciambelle che voglio. |
εκ των υστέρωνlocuzione avverbiale (idiomatico) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Con il senno di poi Laura ha realizzato che avrebbe dovuto studiare di più a scuola. |
τότε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A quel punto, il presidente concluse la riunione. Τότε, ο πρόεδρος έληξε την συνάντηση. |
διαπιστώνω εκ των υστέρωνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Con il senno di poi i problemi sono molto più chiari rispetto al momento in cui si verificano. Εκ των υστέρων βλέπεις πάντα τα προβλήματά σου πολύ πιο καθαρά από ό,τι τώρα. |
βγαίνω από τη γραμμήverbo riflessivo o intransitivo pronominale (danze di gruppo: movimento) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I danzatori si staccarono dal gruppo e si spostarono in fondo alla fila. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του poi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του poi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.