Τι σημαίνει το pietra στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pietra στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pietra στο Ιταλικό.
Η λέξη pietra στο Ιταλικό σημαίνει πέτρα, πέτρα, πέτρα, κοτρόνα, πέτρα, ακονιστήρι, πολύτιμος λίθος, πολύτιμος λίθος, ταφόπλακα, ταφόπετρα, πέτρινος, πολύτιμος λίθος, ορόσημο, ταφόπλακα, ταφόπλακα, σαπουνόπετρα, ακονόπετρα, σκληρόκαρδος, σκληρός, ανθεκτικός, σκληροτράχηλος, δεσμευτικός, παγερά αδιάφορος, πολύ σκληρός, αλεσμένος σε πέτρινο μύλο, ακρογωνιαίος λίθος, ορόσημο, αψιδόλιθος, ελαφρόπετρα, πλάκα, ταφόπλακα, θεμέλιος λίθος, πετράδι σχετικό με τον μήνα γέννησης, ψαμμόλιθος, πολύτιμος λίθος, δείκτης μιλίων, σεληνόλιθος, λιθοδομή, λαξευτός λίθος, καριοφίλι, αναλγησία, απονιά, ρεαλιστής, πραγματιστής, σκληρή καρδιά, πλάκα, λυδία λίθος, φιλοσοφική λίθος, ελαφρόπετρα, ημιπολύτιμος λίθος, πέτρα σε ποτάμι για πέρασμα, Λίθινη Εποχή, πέτρινος τοίχος, πέτρινο φράγμα, πέτρινο μελανοδοχείο, φυσική πέτρα, πρασινωπό πυριγενές πέτρωμα, καριοφίλι, πετρόψαρο, είμαι εμπόδιο, ο πρώτος που θα κατηγορήσει, περασμένα ξεχασμένα, είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητος, έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτρα, πέτρινος, ακρογωνιαίος λίθος, εκπυρσοκροτητής, ορόσημο, λιθοδομία, γλυφή, είδος νεφρίτη, καριοφίλι, ακρογωνιαίος λίθος, πλάκα λιθόστρωσης, ορόσημο, από ψαμμόλιθο, ορόσημο, σκληρή καρδιά, σκληρότητα, ασπλαχνία, απονιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pietra
πέτραsostantivo femminile (υλικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il castello è fatto di pietra, non di mattoni. Το κάστρο δεν είναι φτιαγμένο από τούβλα, αλλά από πέτρα. |
πέτρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Usa quel sasso per tenere aperta la porta. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο οικισμός χρονολογείται από την εποχή του λίθου. |
πέτρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un manifestante ha lanciato una pietra. Ένας διαδηλωτής πέταξε μια πέτρα. |
κοτρόναsostantivo femminile (pietra preziosa) (αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È una bella pietra quella che hai indosso. |
πέτραsostantivo femminile (per costruzioni) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακονιστήριsostantivo femminile (per affilare) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mio nonno affila ancora il rasoio con questa sua vecchia pietra. |
πολύτιμος λίθοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il monile è ornato da una pietra preziosa, ma non so cosa sia. |
πολύτιμος λίθοςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) L'anello ha molte pietre preziose intorno ad uno splendido diamante. Το δαχτυλίδι έχει πολλούς πολύτιμους λίθους γύρω από ένα όμορφο διαμάντι. |
ταφόπλακα, ταφόπετραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua pietra tombale riporta una triste iscrizione. |
πέτρινοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dei muri di pietra separano aree di terreno. Una scala in pietra porta al primo piano. |
πολύτιμος λίθος(letterale) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Il gioiello sull'anello era un rubino. |
ορόσημο(figurato: svolta) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo momento è uno spartiacque nella storia del paese. Αυτή η στιγμή αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της χώρας μας. |
ταφόπλακα(tombale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I vandali distrussero numerose lapidi la scorsa notte. |
ταφόπλακα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dei vandali ruppero numerose lapidi nel cimitero. |
σαπουνόπετρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακονόπετρα(ακόνισμα εργαλείων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκληρόκαρδοςlocuzione aggettivale (figurato) (μτφ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκληρός, ανθεκτικός, σκληροτράχηλοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non riesco a frantumare il ghiaccio, è duro come la pietra. |
δεσμευτικόςverbo intransitivo (figurato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sono solo delle linee guida, non sono scolpite sulla pietra. |
παγερά αδιάφορος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
πολύ σκληρόςlocuzione aggettivale |
αλεσμένος σε πέτρινο μύλοlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακρογωνιαίος λίθος(figurato) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Ο ομιλητής είπε πως η παιδεία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας πετυχημένης ζωής. |
ορόσημο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'escursionista ha fatto una pausa presso una pietra miliare lungo il sentiero. Ο πεζοπόρος έκανε διάλειμμα σε ένα ορόσημο στη διαδρομή. |
αψιδόλιθοςsostantivo femminile (architettura) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελαφρόπετραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mia madre usa la pietra pomice per levigare i suoi piedi. |
πλάκαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jordan acquistò una pietra da lastricato da mettere in giardino. |
ταφόπλακα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θεμέλιος λίθος(μεταφορικά, επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πετράδι σχετικό με τον μήνα γέννησηςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sono nata in agosto e quindi la mia pietra portafortuna è l'olivina. |
ψαμμόλιθοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Gli edifici dei caseggiati qui sono fatti in pietra arenaria bruno-rossastra. |
πολύτιμος λίθοςsostantivo femminile (ανάλογα με το είδος) La zia di Belinda le lasciò un po' di denaro e pietre preziose nel suo testamento. |
δείκτης μιλίωνsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σεληνόλιθοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λιθοδομήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λαξευτός λίθος(για τοιχοποιία) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
καριοφίλι(όπλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αναλγησία, απονιάsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se proprio insensibile, hai un cuore di pietra. |
ρεαλιστής, πραγματιστήςsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha davvero un cuore di pietra per essere una persona così giovane. |
σκληρή καρδιάsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) Bisognerebbe avere il cuore di pietra per vedere quei bambini affamati e non provare compassione. |
πλάκα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λυδία λίθος, φιλοσοφική λίθοςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si dice che la pietra filosofale potesse trasformare i comuni metalli in oro. |
ελαφρόπετραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Trovi una pietra pomice per il tuo callo al piede in quel negozio. Μπορείς να πάρεις ελαφρόπετρα για τους κάλους του ποδιού σ' αυτό το κατάστημα. |
ημιπολύτιμος λίθοςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέτρα σε ποτάμι για πέρασμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Λίθινη Εποχήsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) All'inizio dell'età della pietra i dinosauri erano già scomparsi. |
πέτρινος τοίχος, πέτρινο φράγμαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέτρινο μελανοδοχείο
|
φυσική πέτραsostantivo femminile |
πρασινωπό πυριγενές πέτρωμαsostantivo femminile (roccia ignea) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καριοφίλιsostantivo femminile (armi: meccanismo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πετρόψαροsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
είμαι εμπόδιο(figurato) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il problema si è rivelato essere un ostacolo ai negoziati di pace. |
ο πρώτος που θα κατηγορήσειverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non dovremmo discutere su chi ha il diritto di scagliare la prima pietra. |
περασμένα ξεχασμένα(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Αποφασίσαμε πως ό,τι έγινε έγινε και ότι πρέπει να ξεχάσουμε τις παλιές διαφορές μας. |
είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητοςverbo intransitivo (figurato) Le regole non si cambiano, sono scritte nella pietra! |
έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτραverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: insensibilità) |
πέτρινος(μεταφορικά, λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Timothy ha dato ai bambini rumorosi una dura occhiata. |
ακρογωνιαίος λίθοςsostantivo femminile Domani, il sindaco poserà la prima pietra della nuova caserma dei pompieri. Ο δήμαρχος θα βάλει τον ακρογωνιαίο λίθο για τον καινούργιο πυροσβεστικό σταθμό αύριο. |
εκπυρσοκροτητήςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Al vecchio fucile mancava la pietra focaia. |
ορόσημο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La grande quercia è un perfetto punto di riferimento per chi cerca il negozio in paese. Η μεγάλη βελανιδιά ήταν τέλειο ορόσημο για όσους προσπαθούσαν να βρουν το τοπικό παντοπωλείο. |
λιθοδομίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γλυφήsostantivo femminile (archeologia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
είδος νεφρίτηsostantivo femminile (tipo di giada) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καριοφίλιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ακρογωνιαίος λίθος(edilizia) (κυριολεκτικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πλάκα λιθόστρωσηςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il percorso fatto di lastricato in pietra. |
ορόσημο(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο γάμος του Μπεν ήταν ένα ορόσημο στη ζωή του. |
από ψαμμόλιθο(architettura) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non posso permettermi di affittare da solo un appartamento in pietra rossa. |
ορόσημο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La guerra fredda è un momento storico che segnala l'alba dell'era dell'informazione. |
σκληρή καρδιάsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) |
σκληρότητα, ασπλαχνία, απονιάsostantivo maschile (figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pietra στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του pietra
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.