Τι σημαίνει το superiore στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης superiore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του superiore στο Ιταλικό.
Η λέξη superiore στο Ιταλικό σημαίνει καλύτερος, ανώτερος, ανώτερος, ανώτερος, άνω, ανώτερος, πάνω, επάνω, βορειότερος, ανώτερος, ανώτερος αξιωματικός αστυνομίας, ανώτερος, ανώτερη, υψηλά ιστάμενος, υψηλά ιστάμενη, πάνω, ανώτερος, έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος, εκπληκτικός, αναπτυγμένος, ανεπτυγμένος, πατροναριστικός, διευθυντής, διευθύντρια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σε ψηλότερη θέση, σε ψηλότερο σημείο, πάνω, επάνω, πάνω από, καλύτερος από κτ/κπ, ανώτερος από κπ, πάνω, πάνω δόντια, μέγιστο, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, υπέρστρωμα, επίστρωμα, πηγές, κορυφή, πολύ μεγάλος, προάστια, Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, όριο αλπικής ζώνης, τριτοβάθμια εκπαίδευση, ανώτερη φυλή, δευτεροβάθμια εκπαίδευση, επάνω όροφος, ανώτερο σημείο, ανώτατο όριο, επάνω όροφος, άνω άκρο, ανώτερο όριο, ενιαίο σχολείο, απολυτήριο λυκείου, ιδιωτικό σχολείο, πάνω μέρος του σώματος, καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπάιδευσης, μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένη, τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου, ένατη τάξη, δέκατη τάξη, δωδέκατη τάξη, οι μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου, άνω χείλος, μαθητής δευτέρας λυκείου, μαθήτρια δευτέρας λυκείου, πάνω, επάνω, απάνω, κενό στο πάνω μέρος, πάνω από, πιο ψηλά από, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, προς τα πάνω, της δευτέρας λυκείου, πάνω από, πάνω μέρος, λύκειο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης superiore
καλύτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το ανώτερης ποιότητας προϊόν είναι το πιο ακριβό. |
ανώτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il giardiniere tagliò la parte superiore dell'aiuola. Ο κηπουρός κλάδεψε το πάνω μέρος των θάμνων του φράκτη. |
ανώτερος(εκπαίδευση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Al giorno d'oggi ci sono meno posti nell'istruzione superiore. Υπάρχουν λιγότερες θέσεις εργασίας στην ανώτερη εκπαίδευση αυτήν την εποχή. |
ανώτεροςaggettivo (άτομο ή θέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Patricia ha fatto una scalata al lavoro, ottenendo promozioni a posizioni superiori ogni pochi anni. Η Πατρίτσια ανέρχεται στην εργασιακή κλίμακα παίρνοντας προαγωγή σε υψηλότερη θέση κάθε λίγα χρόνια. |
άνωaggettivo (επίσημο) Il braccio superiore è la porzione tra il gomito e la spalla. Το πάνω μέρος του χεριού είναι το τμήμα ανάμεσα στον αγκώνα και τον ώμο. |
ανώτεροςsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Se vuoi un aumento di stipendio devi parlare col tuo superiore. Άμα θέλεις αύξηση, μίλα στον προϊστάμενό σου. |
πάνω, επάνωaggettivo Alan dovette farsi estrarre tutti i denti superiori a ottant'anni. |
βορειότεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È attesa la neve nella parte alta del paese. |
ανώτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανώτερος αξιωματικός αστυνομίαςsostantivo maschile (polizia: superiore in grado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se hai problemi con un collega dovresti farlo presente a un superiore. |
ανώτερος, ανώτερηsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
υψηλά ιστάμενος, υψηλά ιστάμενηsostantivo maschile (livello professionale) |
πάνωaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questa misura riguarda i manager intermedi e quelli superiori. Οι αλλαγές αφορούν τη διοίκηση από τα μέσα στελέχη και πάνω. |
ανώτεροςsostantivo maschile Dovresti sempre portare rispetto verso i tuoi superiori e i più anziani. Οφείλεις να δείχνεις, πάντοτε, σεβασμό σε όσους είναι ανώτεροι και γηραιότεροι σε σχέση με σένα. |
έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος, εκπληκτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναπτυγμένος, ανεπτυγμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Considerando la giovane età, la capacità di leggere di George è piuttosto avanzata. Οι δεξιότητες ανάγνωσης του Τζωρτζ είναι ανεπτυγμένες για την ηλικία του. |
πατροναριστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) John si rivolge ai non udenti in modo paternalistico: a voce alta e con parole corte. |
διευθυντής, διευθύντρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Il manager aveva cinquanta persone sotto di lui. Ο διευθυντής (or: μάνατζερ) είχε πενήντα άτομα υπό την εποπτεία του. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(suite, stanza d'albergo, ecc.) Alison ha prenotato la suite executive dell'hotel. |
σε ψηλότερη θέση, σε ψηλότερο σημείο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάνω, επάνω
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) L'acqua gocciolava dal piano di sopra. Έσταζε νερό από το πάνω πάτωμα. |
πάνω από
Questo prodotto non dovrebbe essere usato a temperature di trenta gradi o più. Αυτό το προϊόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε θερμοκρασία πάνω από τριάντα βαθμούς. |
καλύτερος από κτ/κπaggettivo Quell'auto è migliore di questa perché è più aerodinamica e consuma meno. Εκείνο το αυτοκίνητο είναι καλύτερο από αυτό εδώ επειδή είναι πιο αεροδυναμικό και πιο οικονομικό στην κατανάλωση βενζίνης. |
ανώτερος από κπlocuzione aggettivale Gerald è il manager quindi è di grado superiore a Robert che è solo il vice manager. Ο Τζέραλντ είναι ο διευθυντής και έτσι είναι ανώτερος από τον Ρόμπερτ, ο οποίος είναι μόνο βοηθός διευθυντή. |
πάνωpronome (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Laura chiese a Karen quale letto preferiva e lei scelse quello sopra. |
πάνω δόντιαsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il dentista esaminò l'arcata dentaria superiore di Olivia. |
μέγιστο
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου
|
υπέρστρωμα, επίστρωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πηγές
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
κορυφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il coperchio del lampione era in rame. |
πολύ μεγάλος
|
προάστιαsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I benestanti vivono nella parte superiore della città. |
Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσηςsostantivo maschile (UK) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Gli studenti dell'Inghilterra, del Galles e dell'Irlanda del Nord fanno gli esami finali della scuola superiore in diverse materie. |
όριο αλπικής ζώνηςsostantivo maschile (υψόμετρο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τριτοβάθμια εκπαίδευσηsostantivo femminile Ha lavorato nell'istruzione superiore per più di 40 anni. Εργάστηκε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για πάνω από 40 χρόνια. |
ανώτερη φυλήsostantivo femminile (nazismo) Nell'ideologia nazista, la razza superiore è un popolo nordico con i capelli biondi e gli occhi azzurri. |
δευτεροβάθμια εκπαίδευσηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επάνω όροφοςsostantivo maschile (λεωφορείου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Gli scalini sul retro del bus conducono a altri posti al piano superiore. |
ανώτερο σημείοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανώτατο όριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επάνω όροφοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άνω άκροsostantivo maschile (braccio) (χέρι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανώτερο όριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho raggiunto il limite superiore di quanto posso guadagnare in questo lavoro. |
ενιαίο σχολείοsostantivo femminile (χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις) |
απολυτήριο λυκείουsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Per molti lavori occorre almeno un diploma di scuola superiore. |
ιδιωτικό σχολείοsostantivo femminile (UK) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πάνω μέρος του σώματοςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il sudore ricopriva la parte superiore del suo corpo ma le sue gambe erano ancora fredde. |
καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπάιδευσηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένηsostantivo maschile Per questo progetto il vostro diretto superiore sarà Chris. Ο Κρις θα είναι ο άμεσος προϊστάμενός σου σ' αυτό το έργο. |
τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου(sixth form: Regno Unito) (εκπαιδευτικό σύστημα Ηνωμένου Βασιλείου) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Lucy frequenta il quarto anno di scuola superiore e si prepara per l'esame finale. |
ένατη τάξηsostantivo femminile (sistema scolastico americano) |
δέκατη τάξηsostantivo maschile (στις ΗΠΑ) |
δωδέκατη τάξη(sistema scolastico USA) (στις ΗΠΑ) |
οι μεγαλύτερες τάξεις του σχολείουsostantivo plurale maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
άνω χείλοςsostantivo maschile |
μαθητής δευτέρας λυκείου, μαθήτρια δευτέρας λυκείουsostantivo maschile (USA) (αντιστοιχία στην Ελλάδα) Amanda ha studiato all'estero quando era una studentessa di terza superiore. |
πάνω, επάνω, απάνωsostantivo femminile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
κενό στο πάνω μέρος(chimica, ecc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάνω από, πιο ψηλά από(ιεραρχία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un generale è di grado superiore a un colonnello. Ο στρατηγός είναι ανώτερος από τον συνταγματάρχη στην ιεραρχία. |
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνωverbo intransitivo (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prudence sperava di riuscire a essere superiore ai pettegolezzi meschini e al comportamento intransigente degli abitanti del vicinato. |
προς τα πάνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ci siamo diretti verso la parte superiore della città per andare in un nuovo ristorante. |
της δευτέρας λυκείουlocuzione aggettivale (USA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Peter ha portato la fidanzata al ballo di terza superiore. |
πάνω απόaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάνω μέροςsostantivo femminile (vestito) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La parte superiore del vestito è aderente, mentre la gonna è svasata. |
λύκειοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του superiore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του superiore
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.