Τι σημαίνει το media στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης media στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του media στο Ιταλικό.
Η λέξη media στο Ιταλικό σημαίνει μέσος όρος, μέσος όρος, μέσος όρος, μέσος όρος, μέσος όρος, μέσος όρος, μέτριο, μέσο, ηχηρό εξωθητικό κλειστό, ειδησεογραφικά μέσα, μεσολαβώ, μεσολαβώ σε κτ, μεσολαβώ, μεσολαβώ, μέσος όρος, μέτριος, μεσαίος, μεσαίος, μέτριος, μέσος, μεσαίος, μέσος όρος, μεσαίος, μεσαίος, μέτρια ψημένος, μέσος, μεσαιωνικός, ενδιάμεσος, μεσαίο δάχτυλο, μέσος, μέτριος, μέσος όρος, συνήθης, μέσος, κοινός, γυμνάσιο, είμαι κατά μέσο όρο, υπολογίζω τον μέσο όρο, εξάγω τον μέσο όρο, βγάζω τον μέσο όρο, είμαι κατά μέσο όρο, κατά μέσο όρο, που δεν απαιτεί ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες, υπερήλικος, κάτω από το μέσο επίπεδο, πάνω από τον μέσο όρο, μεσαίου μήκους, μέτριου μήκους, μεσαίου καβουρδίσματος, μέτριου ύψους, μεσαίου ύψους, μισοψημένος, άνω του μετρίου, κάτω από τον μέσο όρο, που πετυχαίνει υψηλή βαθμολογία, μεσαίου μεγέθους, μεσαίου μεγέθους, με μεγάλη δημοσιότητα, μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μαζικής επικοινωνίας, μέσα ενημέρωσης, μέση, γυμνάσιο, μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μαζικής επικοινωνίας, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, κινητός μέσος όρος, λύκειο, κανονικός, μεσαία θερμοκρασία, μέτρια θερμοκρασία, μέση ωτίτιδα με εξίδρωμα, εκκριτική μέση ωτίτιδα, υποχώρηση προς το μέσο, κινητός μέσος όρος, πρώτη γυμνασίου, έκτη δημοτικού, νέα μέσα, σταθμισμένος μέσος όρος, ψηφιακά μέσα επικοινωνίας, ισορροπώ, κακός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης media
μέσος όροςsostantivo femminile (statistica) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Il mio punteggio a golf è una media dei punteggi di tutte le mie partite. Το σκορ μου στο γκολφ είναι ο μέσος όρος των σκορ που έχω κάνει σε όλα τα παιχνίδια μου. |
μέσος όροςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Il reddito familiare in questo stato è vicino alla media nazionale. Το οικιακό εισόδημα σε αυτήν την πολιτεία είναι κοντά στον εθνικό μέσο όρο. |
μέσος όροςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) I migliori battitori nel baseball hanno una elevata media di battute. |
μέσος όροςsostantivo femminile (voti) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Molly ha la media più alta di tutti gli alunni della nona classe. |
μέσος όροςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La temperatura di oggi è vicina alla media per questo periodo dell'anno. Η σημερινή θερμοκρασία είναι κοντά στο μέσο όρο για αυτή την εποχή του χρόνου. |
μέσος όροςsostantivo femminile (aritmetica) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La media è il valore medio di un insieme di numeri. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μπορείς να υπολογίσεις τον μέσο όρο αυτών των αριθμών; |
μέτριο, μέσοsostantivo femminile I punteggi di questa scuola sono tutti sopra la media. Τα αποτελέσματα του σχολείου σου είναι όλα πάνω από το μέτριο (or: μέσο όρο). |
ηχηρό εξωθητικό κλειστόsostantivo femminile (greco antico, occlusiva sonora) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ειδησεογραφικά μέσα(giornalismo) |
μεσολαβώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È stato chiamato un soggetto indipendente per mediare nella disputa. |
μεσολαβώ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Abbiamo chiamato un avvocato per mediare sull'accordo. |
μεσολαβώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fred ha sempre dovuto mediare fra sua moglie e i suoi parenti. |
μεσολαβώ(sport o mediazione) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μέσος όροςaggettivo (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Il mio punteggio medio era 2 sotto il par. Η μέση βαθμολογία μου ήταν 2 κάτω από τη βάση. |
μέτριος, μεσαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È di altezza media. Είναι μέτριου (or: μεσαίου) ύψους. |
μεσαίος, μέτριοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μέσος, μεσαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μέσος όροςaggettivo (che risulta dalla media) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεσαίος(dimensione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεσαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Che porzione vuole? La piccola, la media o la grande? Ποια μερίδα θα θέλατε: τη μικρή, τη μεσαία ή τη μεγάλη; |
μέτρια ψημένοςaggettivo (cottura della carne) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Mi piace la bistecca con cottura media, ma mio marito la preferisce al sangue. Μου αρέσει η μπριζόλα μου μέτρια ψημένη, αλλά ο σύζυγός μου την προτιμά ελάχιστα. |
μέσος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il punteggio medio del test era del 70%. Η μέση βαθμολογία στο τεστ ήταν 70%. |
μεσαιωνικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Molti non sanno che Chaucer scrisse i "Racconti di Canterbury" in medio inglese. Πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν ότι ο Τσόσερ έγραψε τις «Ιστορίες του Καντέρμπουρι» σε μεσαιωνικά αγγλικά. |
ενδιάμεσος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Για τη διευκόλυνσή σας, υπάρχει και ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα εξόφλησης του δανείου. |
μεσαίο δάχτυλοsostantivo maschile Il medio è il dito tra l'indice e l'anulare. Fare il dito medio a qualcuno significa alzarlo in un gesto osceno. |
μέσος, μέτριοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μέσος όροςsostantivo femminile Ha preso sempre il massimo dei voti durante l'anno scolastico, quindi una media dei voti pari a 4.0. |
συνήθης, μέσος, κοινός(αντιπροσωπευτικός, τυπικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Joe si riteneva un ragazzo comune. Ο Τζο θεωρούσε ότι ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. |
γυμνάσιοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mio figlio di 11 anni frequenta la scuola media. |
είμαι κατά μέσο όρο
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) I prezzi raggiungono una media inferiore a quella dell'anno scorso. |
υπολογίζω τον μέσο όρο, εξάγω τον μέσο όρο, βγάζω τον μέσο όροverbo transitivo o transitivo pronominale (στατιστική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il modo più facile per trovare la risposta è fare la media dei dati. Ο πιο εύκολος τρόπος να βρεις τη λύση είναι να υπολογίσεις τον μέσο όρο των δεδομένων. |
είμαι κατά μέσο όροverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Le more fresche raggiungono in media circa mezzo chilo per pinta. |
κατά μέσο όρο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una persona mediamente sbatte le palpebre 6.250.000 volte l'anno. |
που δεν απαιτεί ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητεςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questo musical di Broadway è rivolto a un pubblico di cultura media. |
υπερήλικοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάτω από το μέσο επίπεδοaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La squadra ha avuto prestazioni inferiori alla media contro il Manchester United. |
πάνω από τον μέσο όρο
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo provato un ristorante nuovo stasera e secondo noi il cibo è al di sopra della media per il prezzo. |
μεσαίου μήκους, μέτριου μήκουςaggettivo |
μεσαίου καβουρδίσματοςsostantivo femminile (chicchi di caffè) (καφές) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μέτριου ύψους, μεσαίου ύψουςlocuzione aggettivale Amy è una donna di altezza media con lunghi capelli castani. |
μισοψημένοςlocuzione aggettivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Preferisco che la mia bistecca sia con cottura media, mentre alcuni la preferiscono ben cotta. |
άνω του μετρίου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάτω από τον μέσο όρο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που πετυχαίνει υψηλή βαθμολογία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεσαίου μεγέθουςlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il Fokker 100 è un aereo di medie dimensioni. |
μεσαίου μεγέθουςlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
με μεγάλη δημοσιότηταlocuzione avverbiale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μαζικής επικοινωνίας, μέσα ενημέρωσηςsostantivo plurale maschile Tutti i mass media nazionali stanno seguendo la storia. Όλα τα εθνικά μέσα καλύπτουν την υπόθεση. |
μέσηsostantivo femminile (anatomia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γυμνάσιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Karen è al terzo anno di scuola media. |
μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μαζικής επικοινωνίαςsostantivo plurale maschile I mass media hanno un'enorme influenza sulla politica. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν τεράστια επιρροή στην πολιτική. |
μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου(12-15 ετών) Ho iniziato a studiare spagnolo (e a frequentare le ragazze) quando ero uno studente delle superiori. |
κινητός μέσος όροςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λύκειο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κανονικόςsostantivo femminile (σωματοδομή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non era né alto, né basso, né grasso, né magro; semplicemente di corporatura media. |
μεσαία θερμοκρασία, μέτρια θερμοκρασίαsostantivo femminile (cottura) |
μέση ωτίτιδα με εξίδρωμα, εκκριτική μέση ωτίτιδαsostantivo femminile (medicina) (επίσημο: ιατρική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υποχώρηση προς το μέσοsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κινητός μέσος όροςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πρώτη γυμνασίου(US: letterale) (7ο έτος υποχρεωτικής εκπαίδευσης) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
έκτη δημοτικού
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
νέα μέσαsostantivo plurale maschile |
σταθμισμένος μέσος όροςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ψηφιακά μέσα επικοινωνίαςsostantivo plurale maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ισορροπώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono deluso dal tuo lavoro: questo progetto è davvero mediocre. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του media στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του media
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.