Τι σημαίνει το piedi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης piedi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του piedi στο Ιταλικό.
Η λέξη piedi στο Ιταλικό σημαίνει πόδι, πόδι, πόδι, πόδι, πόδι, πρόποδες, καθιερώνομαι, σηκώνω, λυτός, μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου, πατούσα, δάχτυλο, λοστός, νύχι, ταρσός, πατούσα, στρεβλοποδία, ραιβοϊπποποδία, πλατυποδία, σφυροδακτυλία, πλατυποδία, αμφιταλαντευόμενος, μύκητες, κυβικό πόδι, μυκητίαση, μικρό δάχτυλο ποδιού, έτοιμος για καβγά, έτοιμος για καυγά, μεταταρσαλγία, πόδι των χαρακωμάτων, στρεβλοποδία, νηκτικό πόδι, μπάλα, ισορροπία πάνω σε πλοίο που κουνάει, κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο, πατάω, πατώ, ρίχνω, πόδι με νηκτική μεμβράνη, σκύλα, μπροστινό μέρος του ποδιού, πόδια με υμενώδη συνδακτυλία, ξεκινάω στραβά, ανοίγω με λοστό, δαχτυλάκι ποδιού, παραβιάζω, μένω δίπλα, που έχει κοιλοποδία, γάντζος, είδος τσιμεντόλιθου με 4 άκρα για στρατιωτική προστασία, ζυγός, το στεφάνι μου, κλωτσάω με τα δάχτυλα, αγγίζω με τα δάχτυλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης piedi
πόδι(antomia umana) (κάτω από τον αστράγαλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Calcia meglio col piede destro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Υποφέρει από μια μόλυνση στο πέλμα του. |
πόδιsostantivo maschile (misura) (μονάδα μέτρησης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La scatola era larga un po' più di un piede. Το κουτί είχε πλάτος λίγο περισσότερο από ένα πόδι. |
πόδιsostantivo maschile (falegnameria) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il piede di questo mobile dev'essere riparato. Το πόδι αυτού του ντουλαπιού χρειάζεται επισκευή. |
πόδι(mobilia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le gambe del tavolo terminavano con un piede scolpito. |
πόδιsostantivo maschile (unità di misura) (μονάδα μέτρησης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρόποδες(montagna) (για βουνό) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Gestiscono un piccolo resort alla base della montagna. Νοικιάζουν ένα μικρό σαλέ στους πρόποδες του βουνού. |
καθιερώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Πήρε πολλά χρόνια μέχρι να καθιερωθεί το καινούριο σύστημα. |
σηκώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Correvo lungo la spiaggia e scalciavo la sabbia mentre passavo. Έτρεχα στην παραλία σηκώνοντας άμμο καθώς προχωρούσα. |
λυτός(non legato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I cani del vicino sono liberi e stanno rincorrendo le nostre galline. Τα σκυλιά του γείτονα είναι λυτά και κυνηγάνε τις κότες μας. |
μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πατούσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary prese il piede di Philip e gli fece solletico sulla pianta. Η Μαίρη έπιασε το πόδι του Φίλιπ και του γαργάλισε την πατούσα. |
δάχτυλοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'uomo aveva dita dei piedi corte e grasse. Ο άντρας είχε κοντά, χοντρά δάχτυλα. |
λοστόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Usa un piede di porco per aprire il portello. |
νύχιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Henry era seduto in veranda a tagliarsi le unghie dei piedi. |
ταρσόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il tuo collo del piede è piuttosto piatto. |
πατούσαsostantivo maschile (colloquiale, infantile) (πόδι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στρεβλοποδία, ραιβοϊπποποδίαsostantivo maschile (medicina) (παραμόρφωση ποδιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sembra che le persone che hanno il piede equino camminino sulle caviglie. |
πλατυποδίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σφυροδακτυλίαsostantivo maschile (ποδολογία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλατυποδίαsostantivo maschile (medicina) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αμφιταλαντευόμενος(idiomatico, figurato) (δεν έχει πάρει θέση) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μύκητες(patologia) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Quando faccio la doccia in palestra indosso le ciabatte per evitare di prendere il piede d'atleta. |
κυβικό πόδιsostantivo maschile (misura di volume) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un contenitore da un piede cubico contiene circa 7,5 galloni d'acqua. |
μυκητίαση(αργκό, στρατιωτικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μικρό δάχτυλο ποδιούsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una macchina le è passata sopra il piede e lei si è rotta il mignolo del piede. |
έτοιμος για καβγά, έτοιμος για καυγάlocuzione avverbiale (figurato, idiomatico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Attenti! Oggi il maestro è sul piede di guerra! |
μεταταρσαλγία(πόνος στο πόδι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πόδι των χαρακωμάτων(medicina) (είδος κρυοπαγήματος) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στρεβλοποδίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νηκτικό πόδι(ζωολογία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μπάλαsostantivo femminile (στα πόδια κρατουμένου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ισορροπία πάνω σε πλοίο που κουνάει
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόποverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il nostro nuovo impiegato ha iniziato col piede giusto. |
πατάω, πατώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: andare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Liam non ha mai messo piede in Inghilterra. Peter è davvero maleducato; non metterò mai più piede a casa sua! Δεν πάτησε ποτέ ξανά στην Αγγλία. Είναι τόσο αγενής. Δε θα πατήσω ποτέ ξανά σπίτι του! |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liam ha fatto accidentalmente cadere col piede un vaso di fiori. |
πόδι με νηκτική μεμβράνηsostantivo maschile (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκύλαsostantivo maschile (αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπροστινό μέρος του ποδιούsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πόδια με υμενώδη συνδακτυλίαsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκινάω στραβάverbo intransitivo (figurato, informale: nel modo sbagliato) |
ανοίγω με λοστόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La polizia dovette forzare la porta con un piede di porco per entrare. |
δαχτυλάκι ποδιούsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le tue piccole dita del piede sono adorabili! |
παραβιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha forzato la serratura con un piede di porco permettendoci di entrare nella stanza. Παραβίασε με τη σκύλα την κλειδαριά και έτσι μπορέσαμε να μπουκάρουμε στο δωμάτιο. |
μένω δίπλαverbo intransitivo (comando al cane) (σε κπ) Ha ordinato al cane di venire al piede. Πρόσταξε τον σκύλο της να μείνει δίπλα της. |
που έχει κοιλοποδία(deformazione) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γάντζοςsostantivo maschile (vigili del fuoco) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il vigile del fuoco ha utilizzato un piede di porco per entrare nell'edificio. |
είδος τσιμεντόλιθου με 4 άκρα για στρατιωτική προστασίαsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ζυγόςsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
το στεφάνι μουsostantivo femminile (figurato: moglie) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κλωτσάω με τα δάχτυλαverbo transitivo o transitivo pronominale (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jessica diede un colpetto con la punta del piede alla palla mandandola lungo il prato. |
αγγίζω με τα δάχτυλαverbo transitivo o transitivo pronominale (κατά λέξη: των ποδιών) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I corridori erano in riga e toccavano la linea di partenza con la punta del piede. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του piedi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του piedi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.