Τι σημαίνει το piccolo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης piccolo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του piccolo στο Ιταλικό.
Η λέξη piccolo στο Ιταλικό σημαίνει μικρός, μικρός, κούτσικος, τόσοσδα, μωρό, μωράκι, μωρό, μικρός, μικρότερος, σφηνάκι, short, μισή πίντα, μπόμπιρας, τυχαίος, καρδούλα μου, ψυχούλα μου, μικρός, μικρός, μικρούλης, μικρούτσικος, νάνος, μικρός, κουτάβι, κοντός, μικρός, στενός, στριμωγμένος, πυγμαίος, απόγονος, γόνος, μικρός, στενός, μικρός, μικροσκοπικός, λιλιπούτειος, μαρίνα, σωληνάριο, ξενώνας, ζαρώνω, μαζεύομαι, μικροκτηματίας, λιγότερος, νεότερος, μικρότερος, μικρούλης, μικρούτσικος, γκαρσονιέρα, οδοντίδιο, χάντρινος, μικροκαμωμένος, στον κόσμο σου, μικρότερος, όταν ήμουν παιδί, σαν παιδί, μικρός κόσμος, σε αύξουσα σειρά, μικρέ μου, μικρή μου, τηλεόραση, αναποδιά, ατυχία, κακοτυχία, το μικρότερο νεογνό ενός ζώου, αγρόκτημα, ιδιοκτήτης μικρής έκτασης γης, μικροκτηματίας, σύστημα αγροτικής μίσθωσης, βάδισμα σκύλου, μικρό λεωφορείο, μικροκλοπή, μικρό αγρόκτημα, μικρό παιδί, αδερφούλης, ψιλά γράμματα, έφηβος εγκληματίας, μικρός αδερφός, θεατράκι, ελάχιστη χρέωση, λίγο, μικροεπιχειρηματίας, μικρό διαμέρισμα, τεριέ, λεοπαρδαλάκι, μικρή βιοτεχνία, εξτραδάκι, oυρά της μικρής άρκτου, στρογγυλή μυτούλα, μεσοαστός, γραφείο, μικροκλοπή, κακό, αρνητικό, ζαρώνω, μαζεύομαι, καλπάζω, μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια, πιο κοντός, νεότερος από, μικρότερος από, εστιατόριο, μπάσταρδο, μικρόσωμο δυνατό άλογο, μικρά γράμματα, κάτι ασήμαντο/αμελητέο, μικρότερος, τηλεόραση, καλπασμός, μικρό παγόβουνο, πλοίο, κάνω κπ/κτ να φαίνεται μικροσκοπικός, κάνω κπ/κτ να φαίνεται σα νάνος, τοσοδούλης, ο μικρότερος, μικρό σκουλαρίκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης piccolo
μικρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo televisore è grande, ma quello nella nostra camera è piccolo. Αυτή η τηλεόραση είναι μεγάλη, αλλά εκείνη που έχουμε στο δωμάτιό μας είναι μικρή. |
μικρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha usato un piccolo cucchiaino per mescolare il caffè. Χρησιμοποίησε ένα μικρό κουτάλι για να ανακατέψει τον καφέ του. |
κούτσικος, τόσοσδαaggettivo (καθομ: μικρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μωρό, μωράκιsostantivo maschile (figurato: neonato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μωρό(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Con tre fratelli più grandi, lui era il piccolo della famiglia. Με τρεις μεγαλύτερους αδελφούς, αυτός ήταν ο Βενιαμίν της οικογένειας. |
μικρός, μικρότερος(informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho tre fratelli piccoli e una sorella grande. Έχω τρεις μικρούς (or: μικρότερους) αδερφούς και μια μεγάλη αδερφή. |
σφηνάκι(quantità) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vorrei un cocktail piccolo, per cortesia. Ένα κοκτέιλ σε σφηνάκι, παρακαλώ. |
shortaggettivo (σπάνιο: για ρούχα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il mio cappotto è una quarantadue piccola. |
μισή πίντα(bevande) Barista, vorrei una birra piccola per favore. |
μπόμπιραςsostantivo maschile (informale) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il bimbo è corso incontro a salutare suo padre. |
τυχαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era solo un piccolo fornaio di provincia, ma era molto rispettato. |
καρδούλα μου, ψυχούλα μουsostantivo maschile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ciao, caro, come stai oggi? Γεια σου, αγάπη μου, πώς είσαι σήμερα; |
μικρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aveva un'anca dolorante e poteva fare solo piccoli passi. |
μικρόςaggettivo (mentalità: limitato) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Come ha detto Emerson: "Una stupida coerenza è l'ossessione di piccole menti". ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν μπορώ να σας καταλάβω με το μικρό μου μυαλό. |
μικρούλης, μικρούτσικοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oh! Che piccolo cucciolo carino! Αχ, τι όμορφο μικρούλικο (or: μικρούτσικο) σκυλάκι! |
νάνος
(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Tengo una piccola pianta di limone in un vaso sul terrazzino. |
μικρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Siamo incappati in un piccolo problema, ma dovremmo essere in grado di risolverlo molto presto. |
κουτάβι(σκύλος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mamma orsa ha abbandonato i suoi cuccioli nella foresta. Η μαμά αρκούδα εγκατέλειψε τα μικρά της στο δάσος. |
κοντός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I suoi pantaloni erano troppo corti e gli si vedeva un bel pezzo di gamba pelosa sopra i calzini quando si sedeva. Questa gonna è troppo corta per un matrimonio? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ψήλωσα από πέρσι και το παντελόνι μου είναι κοντό. |
μικρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I dipinti di Vermeer sono ammirati per i loro sottili dettagli. |
στενόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La strada stretta rendeva difficile il sorpasso delle altre macchine. Ο στενός δρόμος δυσκόλευε τις προσπεράσεις. |
στριμωγμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sei studenti vivono in una piccola stanza. Έξι φοιτητές ζουν σε ένα στριμωγμένο δωμάτιο. |
πυγμαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απόγονος, γόνοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I piccoli di pecora sono chiamati agnelli. Το μικρό του προβάτου λέγεται αρνάκι. Τα μικρά της γάτας μεγαλώνουν. |
μικρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quell'investimento ha dato solo un piccolo guadagno. Bisogna investire in qualcos'altro. Η επένδυση αυτή απέδωσε μόνο μικρό κέρδος. Καλύτερα να επενδύσουμε αλλού. |
στενόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La NASA aveva un breve periodo di tempo per lanciare il razzo. Η NASA είχε περιορισμένο χρόνο για να εκτοξεύσει τον πύραυλο. |
μικρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'è bassa probabilità di pioggia questo pomeriggio. Υπάρχει μόνο μικρή πιθανότητα βροχής σήμερα το απόγευμα. |
μικροσκοπικός, λιλιπούτειος(εξαιρετικά μικρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαρίνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molly camminava lungo la marina e sognava di avere una barca un giorno. |
σωληνάριο(medicina) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξενώνας(parte di casa adibita ad albergo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ζαρώνω, μαζεύομαι(per la paura) (από δειλία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cane timido indietreggiò verso l'angolo. |
μικροκτηματίας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Gli yeoman possedevano e coltivavano piccoli appezzamenti di terreno. |
λιγότερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hai meno lavoro di me. Εσύ έχεις λιγότερη δουλειά από εμένα. |
νεότερος, μικρότεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio fratello minore è andato a vivere in Australia. Ο μικρότερος αδελφός μου μετακόμισε στην Αυστραλία. |
μικρούλης, μικρούτσικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γκαρσονιέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οδοντίδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χάντρινοςaggettivo (occhi) (λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μικροκαμωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
στον κόσμο σου(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μικρότεροςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vorrei che il mio telefono fosse un più piccolo. |
όταν ήμουν παιδί, σαν παιδίlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Da piccolo Henry aveva paura dei cani, poi però è diventato veterinario. |
μικρός κόσμοςsostantivo maschile Conosci John? Anch'io. È il fidanzato di mia cugina. Com'è piccolo il mondo! |
σε αύξουσα σειρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μικρέ μου, μικρή μουsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vieni qui, piccolo mio, ti racconto una storia. |
τηλεόραση(ΜΜΕ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Guardo la televisione circa due ore al giorno. Βλέπω τηλεόραση περίπου δύο ώρες την ημέρα. |
αναποδιά, ατυχία, κακοτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho avuto un piccolo incidente col nuovo tagliaerba. Είχα μια μικρή αναποδιά με την καινούρια μηχανή του γκαζόν. |
το μικρότερο νεογνό ενός ζώουsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αγρόκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ιδιοκτήτης μικρής έκτασης γηςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I piccoli proprietari terrieri locali stanno protestando contro la nuova linea elettrica. |
μικροκτηματίαςsostantivo maschile (ιδιοκτήτης) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
σύστημα αγροτικής μίσθωσηςsostantivo femminile (Σκωτία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βάδισμα σκύλουsostantivo maschile (di cane) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μικρό λεωφορείοsostantivo maschile |
μικροκλοπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μικρό αγρόκτημαsostantivo maschile (proprietà terrena) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μικρό παιδίsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αδερφούληςsostantivo maschile (χαϊδευτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Avrà anche 22 anni, ma resta sempre il mio fratellino. |
ψιλά γράμματαsostantivo plurale femminile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se solo avessi letto le clausole scritte in piccolo non avrei perso tutti questi soldi. |
έφηβος εγκληματίαςsostantivo maschile (giovane) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se vuoi un passaggio in macchina con me, smetti di comportarti come un piccolo delinquente. Αν θέλεις να σε πάω κάπου με το αυτοκίνητο, σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν έφηβος εγκληματίας. |
μικρός αδερφόςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho una sorella maggiore e due fratelli minori. |
θεατράκιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ελάχιστη χρέωσηsostantivo maschile Chi acquista l'aspirapolvere potrà anche, con un importo minimo, portarsi a casa un set di accessori correlati. |
λίγοsostantivo maschile (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μικροεπιχειρηματίαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I piccoli imprenditori sono stati colpiti duramente dalla crisi. |
μικρό διαμέρισμαsostantivo maschile Ci sarebbe piaciuto vivere in una casa grande ma potevamo permetterci solo un piccolo appartamento. |
τεριέsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λεοπαρδαλάκιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Siamo andati allo zoo per vedere il nuovo cucciolo di leopardo. |
μικρή βιοτεχνία
|
εξτραδάκιsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
oυρά της μικρής άρκτου(costellazione) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
στρογγυλή μυτούλαsostantivo maschile |
μεσοαστόςsostantivo maschile (perlopiù spregiativo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γραφείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μικροκλοπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κακό, αρνητικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ζαρώνω, μαζεύομαιverbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato) (από φόβο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi faccio piccolo ogni volta che dice che intende cantare. Ανατριχιάζω όποτε λέει ότι θα τραγουδήσει. |
καλπάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli studenti di equitazione si esercitavano a cavalcare al piccolo galoppo. |
μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια(indumenti) (ρούχο, παπούτσι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τα παιδιά αυτής της ηλικίας μεγαλώνουν και πολύ γρήγορα δεν τους κάνουν πια τα ρούχα τους. |
πιο κοντόςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il più grande dei ragazzi è molto più basso dei suoi fratelli. Το μεγαλύτερο από τα αγόρια είναι πολύ κοντύτερο από τους αδερφούς του. |
νεότερος από, μικρότερος απόlocuzione aggettivale Tutti i miei fratelli sono più giovani di me. Όλα τα αδέρφια μου είναι μικρότερα από (or: νεότερα από) εμένα. |
εστιατόριοsostantivo maschile (USA) (όχι ακριβό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ci siamo fermati per pranzare in un ristorante economico. Σταματήσαμε για να φάμε μεσημεριανό σ' ένα εστιατόριο. |
μπάσταρδο(colloquiale: bambino) (καθομ, μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hai visto quel moccioso che correva nella sala? Είδες εκείνο το μικρό μπάσταρδο που έτρεχε στον διάδρομο; |
μικρόσωμο δυνατό άλογοsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una volta i carri di carbone erano trainati da cavallini. |
μικρά γράμματαsostantivo maschile A causa della mia vista non riesco a leggere il testo in caratteri minuti. |
κάτι ασήμαντο/αμελητέοsostantivo maschile (figurato: poco importante) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quella grossa multinazionale non ha tempo da perdere con i pesci piccoli come noi. |
μικρότεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Inserisci la somma delle tue cifre oppure 1.000 $, qualunque sia la minore. Καταχώρισε το άθροισμα των ποσών ή 1.000 δολάρια: όποιο από τα δύο είναι μικρότερο. |
τηλεόραση(επαγγελματικός κλάδος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lavora in televisione come regista. Δουλεύει στην τηλεόραση ως σκηνοθέτρια. |
καλπασμόςsostantivo maschile (andatura a cavallo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il cavallo continuò con un piccolo galoppo. |
μικρό παγόβουνοsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πλοίοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La nave costiera ha attraccato in tre porti questo mese. |
κάνω κπ/κτ να φαίνεται μικροσκοπικός, κάνω κπ/κτ να φαίνεται σα νάνος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο νέος ουρανοξύστης κάνει τα γύρω κτίρια να φαίνονται μικροσκοπικά. |
τοσοδούλης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il chiosco vendeva solo questi minuscoli paninetti. |
ο μικρότεροςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La più piccola delle case della fattoria è vuota. Το μικρότερο από τα σπίτια της φάρμας είναι άδειο. |
μικρό σκουλαρίκιsostantivo maschile Gli unici gioielli che gli studenti possono indossare è un singolo paio di piccoli orecchini. // Il ragazzo aveva un piccolo orecchino sulla lingua. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του piccolo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του piccolo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.