Τι σημαίνει το macchina στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης macchina στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του macchina στο Ιταλικό.
Η λέξη macchina στο Ιταλικό σημαίνει μηχάνημα, μηχανισμός, όχημα, μηχάνημα, μηχανισμός, σκυλί, αυτοκίνητο, επεξεργαστής, όσοι χωράνε σε ένα αυτοκίνητο, αυτοκίνητο, αυτοκίνητο, αμάξι, μηχάνημα, κούρσα, αυτοκίνητο, μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, ραδιουργώ, κατασκευάζω, τεστ αλήθειας, γράψιμο στη γραφομηχανή, χρήση γραφομηχανής, δακτυλογραφώ, οδηγώ, οδικώς, φωτογραφική μηχανή, γραφομηχανή, τεμαχιστής χαρτιού, πηγή εισοδήματος, πηγή κέρδους, καφετιέρα, μηχανή καπνού, εξάρτημα για πλέξη-λάστιχο, μηχανή του καφέ, μηχάνημα αιμοκάθαρσης, μηχάνημα αιμοδιάλυσης, σπορ αυτοκίνητο, φωτογραφική μηχανή, κάμερα, ταξίδι με αυτοκίνητο, καφετιέρα, ηλεκτρική γραφομηχανή, όργανο γυμναστικής, μηχανή παγωτού, παγομηχανή, παγομηχανή, μηχανή πλεξίματος, μηχανή ύφανσης δαντέλας, δυαδική γλώσσα, μηχανοκίνητο εργαλείο διαμόρφωσης μετάλλου, μηχανή αρμέγματος, περιπολικό, μαγειρικό σκεύος παρασκεύης ποπ-κορν, αγωνιστικό αυτοκίνητο, ραπτομηχανή, ατμοκαθαριστής, συσκευή καθαρισμού με ατμό, σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, ακτινογράφος, τυπογραφικό πιεστήριο, νοικιασμένο αυτοκίνητο, χρονομηχανή, τυφλό σύστημα, αρτοπαρασκευαστής, αρτοπαρασκευαστής, θήκη για κάμερα, δόση αυτοκινήτου, μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κερματα, ελλειπτικό μηχάνημα, ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, μηχανή εσπρέσο, δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας, δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας, φάντασμα στη μηχανή, εξοπλισμός γραφείου, συσκευή που πετάει χαρτοπόλεμο, μεγάλη κουζίνα με πολλές θέσεις μαγειρέματος και φούρνους, πολιορκητική μηχανή, αυτοκινητάκι, μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, μεταχειρισμένο αμάξι, τεμαχιστής ξύλου, καταστροφέας εγγράφων, ανιχνευτής ψεύδους, πρώτος μηχανικός, χειριστής μηχανήματος, χειρίστρια μηχανήματος, αυτοκίνητο χωρίς οδηγό, κλειδιά αυτοκινήτου, πάω μια βόλτα με το αυτοκίνητο, πάω βόλτα με το αυτοκίνητο, πάω οδηγώντας, με χτυπάει αυτοκίνητο, οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ, φτάνω με αυτοκίνητο, δακτυλογραφώ, κάμερα, βιντεοκάμερα, κουλοχέρης, πιεστήριο, δακτυλογραφημένο κείμενο, δακτυλογραφημένο έντυπο, συσκευή γεμίσματος, δακτυλογραφώ, πιεστήριο, καρδιοπνευμονική μηχανή παράκαμψης, θερμικός κινητήρας, συσκευή εκτόξευσης, μετρητής σφράγισης αλληλογραφίας, αμαξάρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης macchina
μηχάνημαsostantivo femminile (letterale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'ingegnere ha progettato una macchina in grado di compiere il lavoro di tre persone. Ο μηχανικός σχεδίασε ένα μηχάνημα που μπορούσε να κάνει τη δουλειά τριών ανθρώπων. |
μηχανισμός(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
όχημα(συνήθως στη γη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il pilota fece atterrare la macchina in modo sicuro. |
μηχάνημαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tutti i processi manifatturieri erano effettuati da macchine. |
μηχανισμόςsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La macchina legislativa è controllata dalla corporazioni. |
σκυλί(figurato) (μτφ, ενίοτε μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ron è una macchina: fa il lavoro di tre persone. |
αυτοκίνητο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το αυτοκίνητο έτρεχε με ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο. |
επεξεργαστής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ψιλόκοψε τα κρεμμύδια και το σκόρδο με έναν επεξεργαστή τροφίμων. |
όσοι χωράνε σε ένα αυτοκίνητοsostantivo femminile (figurato: piena di persone) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Stiamo organizzando una macchina per andare all'Oktoberfest. |
αυτοκίνητο(informale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo scorso anno John si è comprato una macchina nuova. |
αυτοκίνητο, αμάξι(automobile) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La ragazza non vedeva l'ora di avere la propria macchina. |
μηχάνημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'inventore creò una macchina in grado di strapazzare le uova e friggere la pancetta. |
κούρσα(automobile) (αργκό, παλαιό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Diamine che bella macchina! Quando l'hai presa? |
αυτοκίνητο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ora l'auto di Jimmy è dal meccanico, quindi deve prendere l'autobus. |
μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, ραδιουργώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατασκευάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (industria) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred ha prodotto i pezzi a macchina molto attentamente. Ο Φρεντ κατασκεύασε τα μέρη με πολλή προσοχή. |
τεστ αλήθειας(macchina della verità) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'accusa ha usato un poligrafo per determinare se l'imputato stesse mentendo. |
γράψιμο στη γραφομηχανή, χρήση γραφομηχανής(con macchina da scrivere) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δακτυλογραφώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
οδηγώ(veicolo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non posso ancora guidare. Ho appena 15 anni. Δεν μπορώ να οδηγήσω ακόμα. Είμαι μόνο 15 χρονών. |
οδικώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Per andare da Lansing a Detroit in auto ci vogliono due ore. |
φωτογραφική μηχανή(συσκευή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha portato la macchina fotografica per fare delle foto. Έφερε τη φωτογραφική της μηχανή για να βγάλει μερικές φωτογραφίες. |
γραφομηχανήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho dato via la mia ultima macchina da scrivere diversi anni fa. Χάρισα την τελευταία μου γραφομηχανή μερικά χρόνια πριν. |
τεμαχιστής χαρτιού
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πηγή εισοδήματος, πηγή κέρδουςsostantivo femminile (figurato: che fa guadagnare) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ho appena creato un sito internet per vendere le mie foto; dovrebbe essere una macchina da soldi. |
καφετιέραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μηχανή καπνούsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εξάρτημα για πλέξη-λάστιχοsostantivo femminile (πλέξιμο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μηχανή του καφέ
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa macchina del caffè fa sia l'espresso che il cappuccino. |
μηχάνημα αιμοκάθαρσης, μηχάνημα αιμοδιάλυσηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Dopo il trapianto di reni, Paul non ha più avuto bisogno di fare la dialisi. |
σπορ αυτοκίνητοsostantivo femminile Ci fu chiaro che Tom stava attraversando una crisi di mezza età quando di comprò una macchina sportiva. |
φωτογραφική μηχανή, κάμεραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταξίδι με αυτοκίνητο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καφετιέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Devo comprare degli altri filtri per la mia macchina per il caffè filtro. Πρέπει ν' αγοράσω μερικά φίλτρα για την καφετιέρα μου. |
ηλεκτρική γραφομηχανήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le macchine per scrivere elettriche sono state soppiantate dai programmi di elaborazione di testo sui computer. |
όργανο γυμναστικήςsostantivo femminile (da palestra) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μηχανή παγωτούsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παγομηχανήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La macchina del ghiaccio era rotta, perciò abbiamo dovuto bere limonata calda. |
παγομηχανήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un frigorifero con una macchina per il ghiaccio incorporata costa solo pochi euro in più. |
μηχανή πλεξίματοςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi sono comprata una piccola macchina da maglieria e faccio in casa le maglie per me e la mia famiglia. |
μηχανή ύφανσης δαντέλαςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La prima macchina per fabbricare pizzi veramente industriale fu inventata da John Lively nel 1846. |
δυαδική γλώσσαsostantivo maschile (Η/Υ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μηχανοκίνητο εργαλείο διαμόρφωσης μετάλλουsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il tornio è un classico esempio di macchina utensile. |
μηχανή αρμέγματοςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
περιπολικόsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando siamo arrivati c'era una macchina della polizia davanti a casa. Dopo pochi minuti da quando scattò l'allarme, 12 auto della polizia circondavano l'edificio. Φτάσαμε και είδαμε ένα περιπολικό έξω από το σπίτι μας. Μέσα σε λίγα λεπτά από το άκουσμα του συναγερμού, 12 περιπολικά περικύκλωσαν το κτίριο. |
μαγειρικό σκεύος παρασκεύης ποπ-κορνsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Da quando ci sono i sacchetti per fare i popcorn con il microonde, le macchine per i popcorn si vedono poco. Αφότου εμφανίστηκαν οι σακούλες μικροκυμάτων για ποπ-κορν, σπάνια βλέπεις το μαγειρικό σκεύος παρασκευής στις μέρες μας. |
αγωνιστικό αυτοκίνητοsostantivo femminile La macchina da corsa correva lungo il tracciato a 150 chilometri all'ora. |
ραπτομηχανήsostantivo femminile (cucitrice) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quando eravamo piccoli mia mamma ci faceva i vestiti a tutti con la macchina da cucire. |
ατμοκαθαριστής, συσκευή καθαρισμού με ατμόsostantivo femminile (per pulire) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Da quando ho la macchina del vapore, non uso più detergenti chimici. |
σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίαςsostantivo femminile (elezioni tramite computer o macchine) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ακτινογράφοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'ambulatorio del mio medico non ha una macchina per le radiografie così mi hanno mandato all'ospedale. |
τυπογραφικό πιεστήριοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Johannes Gutenberg ha inventato la macchina da stampa. |
νοικιασμένο αυτοκίνητοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Siete pregati di dare un'abbondante disponibilità di tempo per la restituzione dell'auto a noleggio. |
χρονομηχανήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se esistesse una macchina del tempo, preferirei viaggiare nel passato che non nel futuro. |
τυφλό σύστημαverbo intransitivo (μτφ: δακτυλογράφηση) |
αρτοπαρασκευαστήςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αρτοπαρασκευαστήςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non perdo tempo a impastare, far lievitare e cuocere il pane; uso semplicemente la mia macchina del pane. |
θήκη για κάμεραsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando sono in viaggio nascondo del contante nella custodia della macchina fotografica. |
δόση αυτοκινήτουsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho perso il lavoro e purtroppo questo mese non potrò pagare la rata della macchina. |
μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κερματαsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελλειπτικό μηχάνημα(macchina per fitness) |
ψηφιακή φωτογραφική μηχανήsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho usato la mia macchina fotografica digitale per registrare il discorso del mio amico. |
μηχανή εσπρέσοsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Abbiamo comprato una macchina del caffè che fa anche la schiuma di latte del cappuccino; ora possiamo sempre farci in casa il caffè come si deve. |
δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήραςsostantivo femminile (μηχάνημα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήραςsostantivo femminile (μηχάνημα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φάντασμα στη μηχανή(parte immateriale di una persona) (μτφ: φιλοσοφία, ψυχή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξοπλισμός γραφείουsostantivo femminile (ηλεκτρικός, ηλεκτρονικός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συσκευή που πετάει χαρτοπόλεμοsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μεγάλη κουζίνα με πολλές θέσεις μαγειρέματος και φούρνουςsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πολιορκητική μηχανή
|
αυτοκινητάκιsostantivo femminile (giocattolo) (παιδικό παιχνίδι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, μεταχειρισμένο αμάξιsostantivo femminile |
τεμαχιστής ξύλου(μηχάνημα υλοτομίας) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
καταστροφέας εγγράφωνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ανιχνευτής ψεύδουςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πρώτος μηχανικός(nautica) (πλοία) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χειριστής μηχανήματος, χειρίστρια μηχανήματος(operaio specializzato) |
αυτοκίνητο χωρίς οδηγό
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κλειδιά αυτοκινήτουsostantivo plurale femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho perso le chiavi della macchina, così sono dovuto andare a casa a piedi a prendere il doppione. |
πάω μια βόλτα με το αυτοκίνητο, πάω βόλτα με το αυτοκίνητο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Andiamo a fare un giro in macchina fino al mare con i nostri figli. |
πάω οδηγώνταςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non credo che dovresti andare all'ospedale in macchina. |
με χτυπάει αυτοκίνητο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Greg ha attraversato la strada senza guardare ed è stato investito da una macchina. Ο Γκρεγκ πέρασε τον δρόμο χωρίς να ελέγξει την κυκλοφορία, με αποτέλεσμα να τον χτυπήσει αυτοκίνητο. |
οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ(αν είμαι οδηγός) Dopo il lavoro Joel andò in macchina a casa del suo amico per guardare la partita. |
φτάνω με αυτοκίνητο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δακτυλογραφώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάμερα, βιντεοκάμερα(συσκευή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hanno comprato una telecamera per filmare i primi passi del bambino. Έφεραν την κάμερα (or: βιντεοκάμερα) για να μαγνητοσκοπήσουν τα πρώτα βήματα του μωρού. |
κουλοχέρης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Michelle passa tutto il tempo libero giocando alle slot machine. Η Μισέλ περνάει όλο τον ελεύθερό της χρόνο παίζοντας φρουτάκια. |
πιεστήριοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δακτυλογραφημένο κείμενο, δακτυλογραφημένο έντυπο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I testi battuti a macchina sono più semplici da leggere rispetto a quelli scritti a mano. |
συσκευή γεμίσματος
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δακτυλογραφώ(computer) (έμφαση στο είδος γραφής) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα πρέπει να δακτυλογραφήσουμε την εργασία. |
πιεστήριοsostantivo femminile (tipografia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I giornali vengono fatti con la macchina da stampa. Οι εφημερίδες τυπώνονται σε πιεστήριο. |
καρδιοπνευμονική μηχανή παράκαμψηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θερμικός κινητήραςsostantivo femminile |
συσκευή εκτόξευσηςsostantivo femminile (sport) (σκοποβολή) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La macchina lanciapiattelli lancia due piattelli nel cielo. |
μετρητής σφράγισης αλληλογραφίαςsostantivo femminile (αντί γραμματοσήμου) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αμαξάραsostantivo femminile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του macchina στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του macchina
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.