Τι σημαίνει το macchia στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης macchia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του macchia στο Ιταλικό.

Η λέξη macchia στο Ιταλικό σημαίνει θάμνοι, κηλίδα, λεκές, θαμνότοπος, σημάδι, μακία, περιοχή με θαμνώδη βλάστηση, μελανό σημείο, κηλίδα, οστεόφυτο, στίγμα, λάσπη, λάσπη, στίγμα, στίγμα, σημάδι, μουτζούρα, μουντζούρα, θάμνοι, λεκές, λεκές, πανάδα, κοκκινίλα, κηλίδα, κηλίδα, λεκές, δάσος, φρύγανα, συστάδα δέντρων, ατέλεια, λεκές, κηλίδα, πιτσιλιά, λεκές, κηλίδα, λίγος, κηλίδα, κηλίδα, κηλίδα, πετρελαιοκηλίδα, λεκιάζω, λερώνω, λασπώνω, κηλιδώνω, βεβηλώνω, ατιμάζω, λερώνω, λεκιάζω, λερώνω, μουτζουρώνω, κάνω λεκέ, αφήνω λεκέ, λεκιάζω, λερώνω, αμαυρώνω, διαστίζω, καταστίζω, βρομίζω, λερώνω, κηλιδώνω, λεκιάζω, σπιλώνω, αμαυρώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρωμίζω, λερώνω, λεκιάζω, βρομίζω, μουτζουρώνω, πασαλείφω, αμαυρώνω, κηλιδώνω, στιγματίζω, λεκιάζω, λερώνω, σπιλώνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, αμαυρώνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, λεκιάζω, κηλιδώνω, σπιλώνω, αμαυρώνω, κηλιδώνω, σπιλώνω, θαμνώδης, που δε λεκιάζει, που δεν αφήνει λεκέ, κρυμμένος, άψογα, καπνιά, κάπνα, ηλιακή κηλίδα, κηλίδα αίματος, σκιά, λεκές από αίμα, πετρελαιοκηλίδα, ο ιππότης με το γαλάζιο άλογο, λεκές από νερό, γεροντική κηλίδα, διαδίδομαι πολύ γρήγορα, διαδίδομαι αστραπιαία, θαμνώδης, θαμνοειδής, άσπιλος, ασπίλωτος, ακηλίδωτος, με λευκό κεφάλι, το να γράφω κπ, αναξιόπιστος, διακοπτόμενος, μουντζούρα, αγριοτριαντάφυλλο, οργιάζω, σαρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης macchia

θάμνοι

sostantivo femminile (bosco)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La brughiera era tetra e non vi cresceva altro che la macchia.
Ο χερσότοπος ήταν αφιλόξενος και μονάχα θάμνοι φύτρωναν εκεί.

κηλίδα

sostantivo femminile (pelliccia animale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I ghepardi hanno delle macchie nere.
Τα τσιτάχ έχουν μαύρες πιτσιλιές.

λεκές

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
C'è una macchia di ketchup lì sulla tua camicia.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι είναι αυτές οι κηλίδες αίματος στο πάτωμα;

θαμνότοπος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
C'era una macchia tra la foresta e i campi aperti.
Υπήρχε ένας θαμνότοπος ανάμεσα στο δάσος και τα λιβάδια.

σημάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il tavolo antico ha un segno scuro sulla parte sinistra.
Το τραπέζι αντίκα έχει ένα σκούρο σημάδι στην αριστερή του πλευρά.

μακία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιοχή με θαμνώδη βλάστηση

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μελανό σημείο

sostantivo femminile (figurato: sulla carriera) (μεταφορικά)

κηλίδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οστεόφυτο

(medicina: radiografia) (σκίαση σε ακτινογραφία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στίγμα

sostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quella relazione fu una macchia nella reputazione del politico.
Η υπόθεση αποτελούσε πλήγμα για τη φήμη του πολιτικού.

λάσπη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Carl ha provato a rimuovere la macchia dalla T-shirt.
Ο Καρλ προσπάθησε να βγάλει τη λάσπη απ' το μπροστινό μέρος της μπλούζας του.

λάσπη

(figurato: su reputazione) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι αμαύρωσαν το όνομά του με τόνους λάσπης.

στίγμα

sostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La macchia dell'adulterio rovinò la carriera al predicatore.

στίγμα

sostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il furto è una macchia sulla fedina altrimenti esemplare di Fred.

σημάδι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un cavallo nero con una macchia bianca in fronte galoppava nel campo.

μουτζούρα, μουντζούρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è una macchia scura in fondo al disegno.

θάμνοι

sostantivo femminile (di vegetazione)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il paesaggio era arido, a parte qualche macchia di vegetazione qua e là.

λεκές

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Glenn non ha fatto un buon lavoro pulendo il tavolo, vedo le macchie stando all'altro lato della stanza.

λεκές

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sarah diceva di aver pulito le finestre, ma erano piene di macchie.
Η Σάρα είπε ότι είχε καθαρίσει τα παράθυρα, αλλά ήταν γεμάτα με κηλίδες.

πανάδα, κοκκινίλα, κηλίδα

(della pelle) (στο δέρμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una reazione allergica mi ha riempito il viso di macchie rosa.

κηλίδα

sostantivo femminile (ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεκές

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Era evidente dalle macchie d'inchiostro sulle mani che lavorava nella stampa.

δάσος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'è una foresta dietro casa nostra, non solo un bosco.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κλείδωσε το σπίτι και πήρε τα βουνά και τους λόγγους

φρύγανα

(βλάστηση)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

συστάδα δέντρων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ατέλεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Spesso la frutta e la verdura biologica presenta dei difetti.
Δεν είναι σπάνιο για τα βιολογικά φρούτα και λαχανικά να έχουν κάποιες ατέλειες.

λεκές

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Philip strofinò la camicia cercando di far andare via la macchia.
Ο Φίλιπ έτριψε το πουκάμισό του προσπαθώντας να βγάλει τον λεκέ.

κηλίδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιτσιλιά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hai fatto una macchia di vernice sul pavimento.

λεκές

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κηλίδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non sono riuscito a rimuovere la macchia dalla blusa.

λίγος

(figurato: quantità)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per favore dammi solo un pizzico di quella lozione.
Δώσε μου λίγη λοσιόν, σε παρακαλώ.

κηλίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κηλίδα

(di pianta) (σε φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κηλίδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le chiazze bianche che hai sulla pelle sono causate dalla vitiligine.
Οι κηλίδες λευκού δέρματος που έχεις προκαλούνται από λεύκη.

πετρελαιοκηλίδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli ambientalisti dicono che la chiazza si sta espandendo con un ritmo allarmante.

λεκιάζω, λερώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È caduto l'olio e ha macchiato la tovaglia.

λασπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κηλιδώνω, βεβηλώνω, ατιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (φήμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si sente come se il suo nome fosse stato macchiato dalla storia sul giornale.

λερώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vino macchiò il nuovo vestito di Catherine.
Το κρασί λέκιασε το καινούριο φόρεμα της Κάθριν.

λεκιάζω, λερώνω, μουτζουρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω λεκέ, αφήνω λεκέ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fai attenzione a non versare quel vino rosso perché macchia.

λεκιάζω, λερώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'artista urtò accidentalmente la tela fresca e macchiò il dipinto.

αμαυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scandalo macchiò la reputazione del ministro.

διαστίζω, καταστίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρομίζω, λερώνω, κηλιδώνω, λεκιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I vandali hanno lordato l'ennesimo cimitero.

σπιλώνω, αμαυρώνω, κηλιδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: onore, reputazione) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La brutta diceria macchiò la reputazione di Sandra e nessuno si fidò più di lei.

λερώνω, βρωμίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λερώνω, λεκιάζω, βρομίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μουτζουρώνω, πασαλείφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non toccare la pittura fresca altrimenti la sporchi.
Μην αγγίζεις τη βρεγμένη μπογιά γιατί θα τη μουτζουρώσεις.

αμαυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (φήμη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Delle accuse di abusi sessuali gli macchiarono la reputazione.

κηλιδώνω, στιγματίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Queste scoperte sono destinate a macchiare la sua popolarità.
Σίγουρα οι αποκαλύψεις αυτές θα κηλιδώσουν τη φήμη του.

λεκιάζω, λερώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La serie di sconfitte macchiò il record della squadra.

σπιλώνω

(επίσημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo aver lavorato in giardino la sera, Tania si fece una doccia per non sporcare le lenzuola pulite.

σπιλώνω, κηλιδώνω, αμαυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (επίσημο: φήμη, υπόληψη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπιλώνω, κηλιδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λερώνω, λεκιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fango macchiò la gonna nuova di Amanda.

κηλιδώνω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'incidente infangò la reputazione del giocatore agli occhi dei fan del cricket.

σπιλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le voci di corridoio hanno macchiato la reputazione di uomo onesto di Harry.
Οι φήμες σπίλωσαν τη φήμη του Χάρυ ως ένα ειλικρινές άτομο.

αμαυρώνω, κηλιδώνω, σπιλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θαμνώδης

(vegetazione)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δε λεκιάζει, που δεν αφήνει λεκέ

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρυμμένος

locuzione avverbiale (latitanza)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dopo il colpo si sono dati alla macchia per tutto il tempo in cui la polizia ha continuato le ricerche.

άψογα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La cucina era senza una macchia e tutto era al suo posto.

καπνιά, κάπνα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli operai avevano delle macchie di fuliggine su tutta la divisa.

ηλιακή κηλίδα

sostantivo femminile (αστρονομία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le fotografie di alta qualità mostravano le macchie solari e altre caratteristiche della superficie del sole.

κηλίδα αίματος

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σκιά

(astronomia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεκές από αίμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bisogna lavare le macchie di sangue con l'acqua fredda, altrimenti non vengono più via.

πετρελαιοκηλίδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si possono usare dei solventi per eliminare la macchia di petrolio dalla superficie dell'acqua.

ο ιππότης με το γαλάζιο άλογο

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λεκές από νερό

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γεροντική κηλίδα

sostantivo femminile (patologia) (στο δέρμα)

διαδίδομαι πολύ γρήγορα, διαδίδομαι αστραπιαία

θαμνώδης, θαμνοειδής

locuzione aggettivale (vegetazione) (για χαμηλή βλάστηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άσπιλος, ασπίλωτος, ακηλίδωτος

(figurato) (μτφ: ηθική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με λευκό κεφάλι

locuzione aggettivale (για άλογο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το να γράφω κπ

(non rispondere, non farsi sentire) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναξιόπιστος, διακοπτόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il segnale telefonico è irregolare in questa zona a causa delle montagne.

μουντζούρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quella macchia sullo sfondo del quadro è il margine della foresta.

αγριοτριαντάφυλλο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οργιάζω, σαρώνω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'epidemia si diffuse a macchia d'olio in tutta Europa.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του macchia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.