Τι σημαίνει το potente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης potente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του potente στο Ιταλικό.
Η λέξη potente στο Ιταλικό σημαίνει δυνατός, ισχυρός, δυνατός, δυνατός, ισχυρός, γερός, δυναμικός, δυνατός, σφοδρός, δυνατός, δυνατός, ισχυρός, δυνατός, μανδαρίνος, ισχυρός, πάρα πολύ δυνατός, ικανός, δυνατός, θα μπορούσα να, θα μπορούσε να, μπορώ, μπορεί, επιτρέπεται σε κπ, ισχύς, μπορώ, θα μπορούσα, μπορώ, μπορεί, θα μπορούσα, θα μπορούσα, μπορώ, θα μπορούσα, δύναμη, εξουσία, ισχύς, μπορεί, θα μπορούσα, μπορώ, εξουσία, μπορώ, ας, που επιδέχεται, ικανότητα, εξουσία, πλεονέκτημα, σημασία, θα, δικαίωμα, μπορώ, έλεγχος, αυτοί που έχουν την εξουσία στα χέρια τους, μπορούσα, μπορεί, Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει., ανώτερο διοικητικό στέλεχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης potente
δυνατόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli squali hanno potenti fauci. Οι καρχαρίες έχουν δυνατά σαγόνια. |
ισχυρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La direttrice è una donna forte. Η διευθύντρια είναι ισχυρή γυναίκα. |
δυνατόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il film trasmetteva un messaggio forte. Η ταινία περνούσε ένα δυνατό μήνυμα. |
δυνατός, ισχυρός, γερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il possente leone ha catturato uno gnu. Το πανίσχυρο λιοντάρι κατατρόπωσε ένα γκνου. |
δυναμικός, δυνατός(άτομο, ομιλία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σφοδρός, δυνατός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Εκατοντάδες σπίτια ισοπεδώθηκαν εξαιτίας του σφοδρού χθεσινοβραδυνού τυφώνα. |
δυνατός, ισχυρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il composto era troppo potente per essere usato sull'uomo. Το διάλυμα ήταν υπερβολικά δυνατό (or: ισχυρό) για να χρησιμοποιηθεί σε ανθρώπους. |
δυνατόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È roba forte questa! Cosa ci hai messo dentro? |
μανδαρίνοςsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ισχυρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kenny ha una personalità piuttosto energica. |
πάρα πολύ δυνατόςaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Mi piacciono le strette di mano risolute: non molle, ma neanche troppo energiche. Μου αρέσουν οι σφιχτές χειραψίες. Δεν θέλω να είναι ούτε χλιαρές ούτε να σου σπάνε τα κόκαλα. |
ικανόςaggettivo (σεξουαλικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era tanto virile da essere padre di cinque figli |
δυνατός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θα μπορούσα ναverbo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θα μπορούσε ναverbo (forma passata) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπορώverbo transitivo o transitivo pronominale (έχω την ικανότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Posso portare quelle valigie per te. Μπορώ να μεταφέρω τις βαλίτσες σου εγώ. |
μπορείverbo (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Potrei andare in bicicletta oggi, ma ripensandoci potrei anche non andarci. Μπορεί να πάω βόλτα με το ποδήλατο σήμερα, αλλά μπορεί και όχι. |
επιτρέπεται σε κπ(avere il permesso) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se non hai il passaporto, non puoi entrare nel paese. Αν δεν έχεις το διαβατήριό σου, δεν θα σου επιτραπεί να μπεις στην χώρα. Μόλις τέλειωσαν τα διαγωνίσματα τους, επετράπη στους σπουδαστές να φύγουν. |
ισχύς(spesso plurale) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nuova costituzione ha limitato i poteri del presidente. Το νέο σύνταγμα μείωσε την ισχύ του προέδρου. |
μπορώverbo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Potrei usare il Suo bagno? Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το μπάνιο σου; |
θα μπορούσαverbo (al condizionale) (τύπος ευγενείας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Potresti tenermi questo per favore? Θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου το κρατήσεις; |
μπορώverbo transitivo o transitivo pronominale (έχω δικαίωμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il primo ministro può decidere le elezioni quando vuole. Ο πρωθυπουργός μπορεί να ανακοινώνει εκλογές όποτε θέλει. |
μπορεί(sempre al condizionale) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Potrebbe piovere oggi. Μπορεί να βρέξει σήμερα. |
θα μπορούσαverbo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Beh, avresti potuto dirmelo prima! Ωραία! Ας με ειδοποιούσες νωρίτερα! |
θα μπορούσαverbo (al condizionale) (δυνατότητα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Potrei andare al negozio se volessi. Θα μπορούσα να πάω στο κατάστημα αν ήθελα. |
μπορώverbo transitivo o transitivo pronominale (μου επιτρέπεται) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Posso prendere in prestito la tua auto stasera? Μπορώ να δανειστώ το αυτοκίνητό σου απόψε; |
θα μπορούσαverbo (al condizionale) (πιθανότητα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lui potrebbe avere ragione. Θα μπορούσε να έχει δίκιο. |
δύναμη, εξουσία, ισχύς
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il titolare dell'azienda ha il potere di licenziare qualsiasi dipendente se ce n'è bisogno. Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας έχει την εξουσία να απολύσει όποιον εργαζόμενο θέλει, άμα χρειαστεί. |
μπορείverbo transitivo o transitivo pronominale (είναι πιθανό) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Queste cose possono succedere se non stai attento. Τέτοια πράγματα μπορεί να συμβούν αν δεν προσέχεις. |
θα μπορούσαverbo transitivo o transitivo pronominale (al condizionale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Potresti chiamarli e chiederglielo. Θα μπορούσες να τους τηλεφωνήσεις και να ρωτήσεις. |
μπορώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sì, puoi darmi del tu. |
εξουσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo aver vinto le elezioni, i democratici hanno preso il potere. Οι δημοκρατικοί ανέλαβαν την εξουσία όταν κέρδισαν τις εκλογές. |
μπορώverbo transitivo o transitivo pronominale (sempre al condizionale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Potrei avere qualcosa da bere, per favore? Μπορώ να έχω ένα ποτό παρακαλώ; |
αςverbo transitivo o transitivo pronominale (sempre al congiuntivo) (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Che i tuoi figli possano essere sempre felici e in salute. Μακάρι να είναι πάντα υγιή και ευτυχισμένα τα παιδια. |
που επιδέχεταιverbo intransitivo (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono certo che questo problema può essere risolto. |
ικανότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sembra avere il potere di far innamorare di lei chiunque. |
εξουσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il rappresentante di classe ha affermato la propria autorità e posto il veto sulla decisione del consiglio degli studenti. Il capitano ha autorità sull'equipaggio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο πρόεδρος της τάξης επέβαλλε την εξουσία του και έθεσε βέτο στην απόφαση του μαθητικού συμβουλίου. |
πλεονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Usò la situazione per ottenere influenza nei negoziati. Εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να αποκτήσει πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις. |
σημασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo scienziato ha una grande importanza per la riuscita della nostra missione. Ο επιστήμονας είναι μεγάλης σημασίας για την επιτυχία της αποστολής μας. |
θα(modo condizionale del verbo) (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Mi passeresti il sale per cortesia? Θα μου περάσετε το αλάτι σας παρακαλώ; |
δικαίωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La legge dice che il padrone di casa ha il potere di sfrattarti se non paghi l'affitto. |
μπορώ(έχω γνώση, ικανότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un dottore può curare la gente in modo più estensivo di un'infermiera. |
έλεγχοςsostantivo maschile (εξουσία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il direttore ha il controllo sulla sua scuola. Ο λυκειάρχης έχει το σχολείο του υπό έλεγχο. |
αυτοί που έχουν την εξουσία στα χέρια τους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Chi comanda dice che dobbiamo pagare le tasse. |
μπορούσα(παρατατικός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando Samantha era piccola riusciva ad arrampicarsi sugli alberi alti. Όταν η Σαμάνθα ήταν μικρή, μπορούσε να σκαρφαλώνει στα δέντρα. |
μπορεί
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Potremmo dover prendere un volo più tardi. Μπορεί να χρειαστεί να πάρουμε επόμενη πτήση. |
Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει.(proverbio) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si dice che la penna sia più potente della spada. |
ανώτερο διοικητικό στέλεχος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του potente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του potente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.