Τι σημαίνει το ai στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ai στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ai στο Ιταλικό.

Η λέξη ai στο Ιταλικό σημαίνει τεχνητή νοημοσύνη, κατάλληλος για ηλικίες άνω των 13, δικτυωμένος, φροντίζω, των γεγονότων, περιθωριακός, περιθωριοποιημένος, μακρύς, ολόσωμος, μαγειρεύω, αντιεμβολιαστής, αντιεμβολιάστρια, πραγματικός, αληθινός, γονικός, ιχθυοειδής, πονάνε τα πόδια μου, πεπλατυσμένος, είμαι στα μαχαίρια, φιλικός προς τα παιδιά, με ανοχή σφαλμάτων, ακατάλληλος, ανθεκτικός στα λίπη, τον παλιό καλό καιρό, σε ετοιμότητα, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, στα πόδια, εκείνη την εποχή, τότε, τα παλιά τα χρόνια, στο φως της δημοσιότητας, στη μέση του πουθενά, σύμφωνα με την συμφωνία, καυγαδίζω, τσακώνομαι, απ' την κορφή ως τα νύχια, σε συμφωνία με κτ, στο περιθώριο, βρε που να με πάρει!, τον παλιό καιρό, τουρσί, κυνηγιάρικος, μπροστινά έδρανα, γυναίκα αστυφύλακας υπεύθυνη για πρόστιμα παράνομης στάθμευσης, συμμετοχή στα κέρδη, προσοχή στη λεπτομέρεια, μεταφορέας επίπλων, καρκίνος των πνευμόνων, μνημείο πεσόντων πολέμου, υπεροχή των λευκών, πιτ στοπ, πρόσβαση ατόμων με αναπηρία, δόλια μεταβίβαση κυριότητας, ριζότο με μανιτάρια, προειδοποίση προς τους γονείς, προειδοποίση για τους γονείς, αμοιβή επιτυχίας, υπάλληλος φορτοεκφόρτωσης αποσκευών, άρνηση παροχής υπηρεσιών, μη έγκριση παροχής υπηρεσιών, λεωφορειολωρίδα, εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, άκρη, ταξιδιωτικοί περιορισμοί, στη βάση, του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα, οπλισμένος σαν αστακός, συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς, εκσυγχρονίζομαι, εκπληρώνω τους όρους, πληρώ τους όρους, πάω στην τουαλέτα, έχω γνωριμίες, έχω γνωριμίες με υψηλά ιστάμενους, έχω τα μέσα, καλύπτω προδιαγραφές ποιότητας, είμαι επαρκής/κατάλληλος, προτρέχω, το να είσαι σωστός με τον εαυτό σου, ρίχνω κπ στο στόμα του λύκου, κάνω χωρίστρα, αγωνίζομαι για να επιτύχω κτ, δίνω κπ σε ίδρυμα, δουλεύω ως σερβιτόρος, κάνω τον σερβιτόρο, είμαι πολύ προσεκτικός, είμαι πολύ σχολαστικός, προετοιμάζομαι, είμαι ισχυρός, πλέκω, αναπολώ, τρελαίνομαι, παλαβώνω, την πατάω με κπ, δαγκώνω τη λαμαρίνα με κπ, τη δαγκώνω με κπ, βάζω χειροπέδες σε κπ, περνάω χειροπέδες σε κπ, περνάω, προσπερνάω, ξεπερνάω, απομακρυσμένος, πορνογραφικός, σχετικά με την κατανομή κερδών, σχετικά με τη συμμετοχή στα κέρδη, των βλεφαριδοφόρων, απόλυτα, εντελώς, στην κορυφή, στα πόδια, εις βάρος, στο περιθώριο, στα μετόπισθεν, με γεύση μύρτιλο, φρούτα του δάσους, του παντελονιού, κοινοί άνθρωποι, φέρνω κπ/κτ σε μειονεκτική θέση, στους πρόποδες, φυγοπονώ, αναπολώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ai

τεχνητή νοημοσύνη

L'oratore della cerimonia di consegna dei diplomi è uno scienziato informatico specializzato in IA.

κατάλληλος για ηλικίες άνω των 13

(vietato ai minori di 13 anni) (ταινία)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δικτυωμένος

(finanza)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Οι γνώστες πιστεύουν ότι ο διαγωνισμός έχει ήδη κριθεί.

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La dottoressa ha assistito i pazienti.

των γεγονότων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'analista cercò di capire l'accuratezza fattuale del racconto.
Ο αναλυτής προσπάθησε να εξακριβώσει την ακρίβεια των γεγονότων στην περιγραφή.

περιθωριακός, περιθωριοποιημένος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I gruppi emarginati devono essere reintegrati nella società.
Οι περιθωριακές ομάδες πρέπει να επανενταχτούν στην κοινωνία.

μακρύς, ολόσωμος

(abbigliamento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo abito lungo mi sembra troppo démodè. Ad un evento elegante, le donne dovrebbero indossare l'abito lungo.
Το μακρύ φόρεμα μου φαίνεται πολύ παλιομοδίτικο. // Σε μια επίσημη δεξίωση, οι γυναίκες θα πρέπει να φοράνε μακρύ φόρεμα.

μαγειρεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stasera cucina suo marito.
Ο σύζυγός της θα μαγειρέψει σήμερα.

αντιεμβολιαστής, αντιεμβολιάστρια

(persona contraria ai vaccini)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

πραγματικός, αληθινός

(με στοιχεία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η αστυνομία επιβεβαίωσε πως τα ρεπορτάζ των ΜΜΕ είχαν βάση.

γονικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I ragazzini indisciplinati necessitano di maggiore supervisione da parte dei genitori.

ιχθυοειδής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πονάνε τα πόδια μου

(κούραση)

πεπλατυσμένος

locuzione aggettivale (στερεομετρία)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

είμαι στα μαχαίρια

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Carol è ai ferri corti con suo fratello Bob perché pensa che non dovrebbe pagare di nuovo la cauzione per fare uscire il figlio di galera.

φιλικός προς τα παιδιά

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Certe aziende sono diventate attente ai bisogni dei bambini e offrono degli asili infantili per i dipendenti.

με ανοχή σφαλμάτων

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακατάλληλος

locuzione aggettivale (film: pornografico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανθεκτικός στα λίπη

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

τον παλιό καλό καιρό

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ai bei vecchi tempi, potevi comprare una Coca Cola per un nichelino.

σε ετοιμότητα

(figurato: pronto all'azione)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abbiamo bisogno di tutti i migliori giocatori in campo per la partita importante.

εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ai tempi in cui i dinosauri dominavano la Terra non c'era vita umana.

στα πόδια

(figurato) (μεταφορικά: κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Michael aveva il pubblico ai suoi piedi quando ha cantato il suo ultimo successo.

εκείνη την εποχή, τότε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τα παλιά τα χρόνια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ai vecchi tempi, i bambini dell'età di sette anni dovevano lavorare in fabbrica.

στο φως της δημοσιότητας

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La diva si abituò presto a vivere sotto ai riflettori.

στη μέση του πουθενά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύμφωνα με την συμφωνία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καυγαδίζω, τσακώνομαι

locuzione aggettivale (figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απ' την κορφή ως τα νύχια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pioveva così forte che in un attimo mi ritrovai bagnato dalla testa ai piedi.

σε συμφωνία με κτ

locuzione avverbiale (formale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I dati personali saranno utilizzati in conformità alle norme comunitarie.

στο περιθώριο

preposizione o locuzione preposizionale (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρε που να με πάρει!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τον παλιό καιρό

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Una volta le cose si facevano diversamente.

τουρσί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Per pranzo Fred ha mangiato un panino con formaggio e salsa ai sottaceti.
Ο Φρεντ τρώει σάντουιτς με τυρί και τουρσί για μεσημεριανό.

κυνηγιάρικος

sostantivo maschile (γάτα καλή στο να πιάνει ποντίκια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπροστινά έδρανα

sostantivo plurale maschile (parlamento inglese)

γυναίκα αστυφύλακας υπεύθυνη για πρόστιμα παράνομης στάθμευσης

(κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Si mise a correre per arrivare alla macchina parcheggiata abusivamente prima della sorvegliante.

συμμετοχή στα κέρδη

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'azienda offre ai dipendenti una partecipazione ai profitti, oltre al pagamento della pensione e dell'assicurazione.

προσοχή στη λεπτομέρεια

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una delle differenze chiave tra un servizio buono e uno ottimo è l'attenzione ai dettagli. La cura dei dettagli dell'artista ha reso i suoi dipinti estremamente realistici.
Μία από τις κύριες διαφορές μεταξύ της καλής εξυπηρέτησης και της κορυφαίας εξυπηρέτησης βρίσκεται στην προσοχή στη λεπτομέρεια. Η προσοχή της καλλιτέχνιδας στη λεπτομέρεια έκανε τους πίνακες της εντελώς ρεαλιστικούς.

μεταφορέας επίπλων

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Avevamo così tanti mobili che ci siamo dovuti far aiutare da un addetto ai traslochi.

καρκίνος των πνευμόνων

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non devi essere un fumatore per ammalarti di cancro ai polmoni.

μνημείο πεσόντων πολέμου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il monumento ai caduti a Washington D.C. attira molti turisti ogni anno.

υπεροχή των λευκών

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιτ στοπ

sostantivo femminile (corse automobilistiche)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρόσβαση ατόμων με αναπηρία

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Finalmente la mia chiesa ha installato un ascensore e un montascale per consentire l'accesso ai disabili.

δόλια μεταβίβαση κυριότητας

sostantivo femminile (diritto) (νομική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ριζότο με μανιτάρια

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προειδοποίση προς τους γονείς, προειδοποίση για τους γονείς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμοιβή επιτυχίας

(δικηγόρος)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπάλληλος φορτοεκφόρτωσης αποσκευών

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

άρνηση παροχής υπηρεσιών, μη έγκριση παροχής υπηρεσιών

sostantivo femminile (prassi di un ente assicurativo) (προγράμματα ασφάλειας υγείας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λεωφορειολωρίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άκρη

locuzione avverbiale (molto lontano)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταξιδιωτικοί περιορισμοί

στη βάση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ci vediamo ai piedi del vulcano e poi saliamo insieme.

του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il costante brontolio di suo marito iniziava a dare ai nervi a Olga.
Το γεγονός ότι ο άντρας της γκρίνιαζε όλη την ώρα είχε αρχίσει να τη δίνει στην Όλγα.

οπλισμένος σαν αστακός

verbo intransitivo (idiomatico)

La Svizzera è una nazione neutrale, ma è anche armata fino ai denti per salvaguardare la sua neutralità.

συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς

verbo transitivo o transitivo pronominale (partner)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είμαστε αγχωμένοι, γιατί θα μας γνωρίσει τον φίλο της απόψε.

εκσυγχρονίζομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho detto ai miei che è ora di adeguarsi ai tempi e iniziare a usare Skype e Twitter.

εκπληρώνω τους όρους, πληρώ τους όρους

verbo intransitivo (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se non si adempie ai termini del contratto, si può venire denunciati per violazione del contratto.

πάω στην τουαλέτα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devo andare in bagno.

έχω γνωριμίες, έχω γνωριμίες με υψηλά ιστάμενους, έχω τα μέσα

sostantivo plurale femminile (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha ottenuto il lavoro perché ha amicizie ai piani alti.

καλύπτω προδιαγραφές ποιότητας

verbo intransitivo

I prodotti vennero rispediti al produttore perché non rispondevano ai requisiti di qualità.

είμαι επαρκής/κατάλληλος

verbo intransitivo

Non esitare e candidati per quel posto se rispondi ai requisiti.

προτρέχω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, idiomatico) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sara insisteva a dire che fare sesso prima del matrimonio era come mettere il carro davanti ai buoi.
Η Σάρα επέμενε ότι το να κάνει σεξ πριν από το γάμο της ήταν σαν να προτρέχει.

το να είσαι σωστός με τον εαυτό σου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω κπ στο στόμα του λύκου

(idiomatico) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω χωρίστρα

sostantivo femminile (acconciatura)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Charles si fa la riga al centro.

αγωνίζομαι για να επιτύχω κτ

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω κπ σε ίδρυμα

verbo transitivo o transitivo pronominale (bambini)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δουλεύω ως σερβιτόρος, κάνω τον σερβιτόρο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι πολύ προσεκτικός, είμαι πολύ σχολαστικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προετοιμάζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι ισχυρός

verbo intransitivo (figurato: potere)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

πλέκω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Kelsey piaceva lavorare a maglia quando era stressata.
Στην Κέσλεϋ άρεσε να πλέκει όταν είχε άγχος.

αναπολώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I due vecchi veterani ridevano e piangevano ricordandosi il passato.

τρελαίνομαι, παλαβώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A volte sentiva come se stesse per impazzire.

την πατάω με κπ, δαγκώνω τη λαμαρίνα με κπ, τη δαγκώνω με κπ

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Audrey si è innamorata di un bel paio di scarpe viste nella vetrina di un negozio.
Η Ώντρεϋ ξετρελάθηκε με ένα ζευγάρι παπούτσια που είδε σε μια βιτρίνα.

βάζω χειροπέδες σε κπ, περνάω χειροπέδες σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La polizia l'ha ammanettato e messo nel retro del furgone.
Η αστυνομία του έβαλε χειροπέδες (or: πέρασε χειροπέδες) και τον οδήγησε στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού.

περνάω, προσπερνάω, ξεπερνάω

(καθομ: σε βαθμολογία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρυσμένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo affittato un'auto ed esplorato alcuni dei posti fuori mano dell'isola.
Νοικιάσαμε αυτοκίνητο και εξερευνήσαμε απομακρυσμένα σημεία του νησιού.

πορνογραφικός

locuzione aggettivale (figurato: esplicito)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχετικά με την κατανομή κερδών, σχετικά με τη συμμετοχή στα κέρδη

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

των βλεφαριδοφόρων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόλυτα, εντελώς

(figurato)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Gli attuali padroni stanno rovinando l'associazione di football dalla testa ai piedi.

στην κορυφή

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All'inizio gli piaceva il successo, ma ora sta scoprendo che la vita ai primi posti può essere dura.
Αρχικά απολάμβανε την επιτυχία του αλλά τώρα ανακαλύπτει ότι η σωή στην κορυφή μπορεί να είναι δύσκολη.

στα πόδια

(κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La matita era davanti ai suoi piedi, lì dove l'aveva lasciata cadere.

εις βάρος

(μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
John ha fatto uno scherzo ai danni di Lina, facendo ridere tutti tranne Lina stessa che è si è adirata.
O Τζον έκανε ένα αστείο εις βάρος της Λίνα, κάνοντας τους πάντες να γελάσουν εκτός από τη Λίνα, που συνοφρυώθηκε με απόγνωση.

στο περιθώριο, στα μετόπισθεν

(figurato: posizione non centrale)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Dopo vent'anni in carica dice che si godrà la vita nelle retrovie.

με γεύση μύρτιλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il gelato ai mirtilli è il preferito di Tod.
Το παγωτό με γεύση μύρτιλο είναι το αγαπημένο του Τοντ.

φρούτα του δάσους

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

του παντελονιού

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Martin ha arrotolato gli orli dei pantaloni per pagaiare.

κοινοί άνθρωποι

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Non ascoltare a chi non appartiene a una categoria professionale: non sono medici.

φέρνω κπ/κτ σε μειονεκτική θέση

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στους πρόποδες

verbo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il paese si trova ai piedi della montagna.

φυγοπονώ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (lavoro, dovere) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Smettila di sfuggire ai tuoi doveri e prenditi la responsabilità del tuo lavoro.

αναπολώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È divertente ascoltare mia zia che si abbandona ai ricordi sul suo servizio militare.
Είναι διασκεδαστικό να ακούω τη θεία μου να αναπολεί τη στρατιωτική της θητεία.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ai στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του ai

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.