Τι σημαίνει το parola στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης parola στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parola στο Ιταλικό.
Η λέξη parola στο Ιταλικό σημαίνει λέξη, λόγος, λόγος, κουβέντα, Λόγος, εντολή, σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!, όρος, κιχ, εκφορά, ομιλία, συνθηματικό, ευαγγέλλιο, λέξη προς λέξη, αυτολεξεί, κωδικός πρόσβασης, κωδικός εισόδου, ατάκα, μότο, που προσπαθεί να παραπλανήσει, μονολεκτικά, λέξη προς λέξημ αυτολεξεί, επί λέξει, χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξη, το γράμμα του νόμου, ομόρριζο, πιασάρικη λέξη, λέξη που έχει γίνει καραμέλα, συνθηματικό, λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί, καλός λόγος, κπ που κρατάει το λόγο του, η τελευταία λέξη, κωδική/κωδικοποιημένη λέξη, σύνθετη λέξη, ελευθερία του λόγου, ελευθερία του λόγου, απώλεια λόγου, επεξήγηση, εξήγηση, κοινός όρος, τέλος, δίνω το λόγο μου, δεν κρατάω το λόγο μου, παίρνω το λόγο, κρατάω το λόγο μου, κρατώ το λόγο μου, τηρώ το λόγο μου, έχω τον τελευταίο λόγο, δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλός, πιστέυω, λέω λίγα λόγια, αρθρώνω λέξη, πιστεύω, παίρνω τον λόγο, βάζω τέλος σε κάτι, λέω μια καλή κουβέντα για κπ/κτ, λέω έναν καλό λόγο για κπ/κτ, κυριολεκτικά, κλειδί, σύνθημα, κωδικός, γλωσσοδέτης, σύνθημα, συνθηματικό, παράμετρος περιγραφής, μαγική λέξη, βγαίνω κερδισμένος, δεν αποκαλύπτω τίποτα, δεν βγάζω μιλιά, δεν μου παίρνουν κουβέντα, δίνω το λόγο μου ότι, δίνω το λόγο μου πως, εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω, λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί, συνθηματικό, σύμφραση, επαναλαμβάνω, εγγυώμαι, τελειώνω, δίνω τον λόγο, λέξη περιεχομένου, ο λόγος της τιμής μου, σύνθετη λέξη, γενικόλογα, μαμώτο, τελευταία λέξη, υπεκφυγή, δίνω τον λόγο σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης parola
λέξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa frase ha cinque parole. Αυτή η πρόταση έχει έξι λέξεις. |
λόγοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La libertà di parola è una necessità in una democrazia. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Γιατί δε μιλάς; Έχασες τη λαλιά (or: μιλιά) σου; |
λόγοςsostantivo femminile (figurato: promessa) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha dato la sua parola che avrebbe risolto il problema entro venerdì. Μου έδωσε το λόγο του ότι θα έλυνε το πρόβλημα μέχρι την Παρασκευή. |
κουβένταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vado a dirgli due parole sulla musica alta. Θα πάω να του πω δυο λόγια για τη δυνατή μουσική. |
Λόγος(religione: il Vangelo) Nella Bibbia si può leggere la Parola di Dio. |
εντολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Faresti meglio a seguire gli ordini di tuo padre. |
σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!sostantivo femminile (όρκος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'auto è in condizioni perfette al 100%. Ti do la mia parola. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σου δίνω το λόγο μου! Θα είμαι εκεί εγκαίρως. Αυτό το αυτοκίνητο είναι, πραγματικά, σε άριστη κατάσταση. Έχετε τον λόγο μου! |
όρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il termine "basket case" ha un'origine interessante. Ο όρος “θεόμουρλος” έχει ενδιαφέρουσα προέλευση. |
κιχ(καθομ, ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
εκφορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'emissione delle sue parole fu calma ma chiara. |
ομιλίαsostantivo femminile (facoltà di parlare) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La parola è una delle cose che distinguono l'uomo dagli animali. Η ομιλία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που διαχωρίζουν τους ανθρώπους από τα ζώα. |
συνθηματικόsostantivo femminile Devi dire la parola d'ordine, altrimenti non possiamo aprirti la porta. |
ευαγγέλλιο(Vangelo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questa è la Parola di Dio secondo Giovanni. |
λέξη προς λέξη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Traduci la lettera più letteralmente che puoi. Προσπάθησε να μεταφράσεις το γράμμα λέξη προς λέξη. |
αυτολεξεί
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κωδικός πρόσβασης, κωδικός εισόδου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Dave ha dimenticato la sua password per il forum e non riesce a fare il login. |
ατάκα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μότο
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
που προσπαθεί να παραπλανήσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μονολεκτικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Com'era il film? In una parola, terribile. |
λέξη προς λέξημ αυτολεξεί, επί λέξειavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il compagno di banco copiò il compito di Italiano parola per parola. |
χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξηavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το γράμμα του νόμουsostantivo femminile (idiomatico) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Hanno seguito la legge alla lettera per evitare ogni problema. |
ομόρριζοsostantivo femminile (linguistica) |
πιασάρικη λέξηsostantivo femminile Grazie alla sua popolarità su internet, il "selfie" è diventato una parola di moda. |
λέξη που έχει γίνει καραμέλα(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I titoli dei giornali sono pieni di termini gettonati, ma sono quasi del tutto privi di reale contenuto. |
συνθηματικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Devi dire la parola d'ordine per poter entrare nel club. |
λέξη κλειδί, λέξη-κλειδίsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Si può eseguire una ricerca nell'indice, per argomento o per parola chiave. |
καλός λόγοςsostantivo femminile Il sig. Brady è di indole buona e ha sempre una buona parola per tutti. |
κπ που κρατάει το λόγο τουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho lavorato con lui e so che è un uomo di parola. |
η τελευταία λέξηsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mio fratello deve avere l'ultima parola in ogni discussione. |
κωδική/κωδικοποιημένη λέξηsostantivo femminile (di un codice) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σύνθετη λέξηsostantivo femminile Cartavetro è una parola composta dall'unione di carta e vetro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το «μεγαλοβιομήχανος» είναι σύνθετη λέξη. Αποτελείται από ένα επίθετο και ένα ουσιαστικό. |
ελευθερία του λόγουsostantivo femminile (diritto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Uno dei diritti primari di una ogni vera democrazia è la libertà di parola. |
ελευθερία του λόγουsostantivo femminile (diritto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La libertà di parola e di espressione amplia il concetto di libertà di parola per includere altri elementi, come le arti visive o la musica. |
απώλεια λόγουsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo essere stato testimone del terribile omicidio, subì una temporanea perdita della parola. |
επεξήγηση, εξήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινός όρος
|
τέλοςverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δίνω το λόγο μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ci sarà! Ha dato la sua parola! |
δεν κρατάω το λόγο μου(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω το λόγοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il presidente di assemblea gli ha lasciato la parola per dieci minuti. |
κρατάω το λόγο μου, κρατώ το λόγο μου, τηρώ το λόγο μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non mantiene mai la sua parola e racconta sempre i miei segreti in giro. // Un buon amico è colui che mantiene la sua parola. |
έχω τον τελευταίο λόγοverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Amy e Jake possono discutere per ore perché ognuno dei due cerca sempre di avere l'ultima parola. |
δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλόςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stai fermo e non dire una parola, altrimenti scopriranno il nostro nascondiglio. Να είσαι ήσυχος και να μείνεις σιωπηλός ειδάλλως θα βρουν που κρυβόμαστε. |
πιστέυω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non credermi sulla parola, guarda tu stesso. |
λέω λίγα λόγιαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: discorso) |
αρθρώνω λέξη(μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Stava parlando così tanto che non riuscivo a prendere la parola. Μιλούσε τόσο πολύ που δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη. |
πιστεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω τον λόγοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βάζω τέλος σε κάτι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λέω μια καλή κουβέντα για κπ/κτ, λέω έναν καλό λόγο για κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (parlare a favore) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mio papà è arrabbiato con la mia sorella maggiore; mio nonno metterà una buona parola per lei. // Ti stai candidando per una posizione in quell'azienda? Conosco il capo. Metterò una buona parola per te. |
κυριολεκτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Calvino interpreta il testo biblico parola per parola. |
κλειδί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il software ha una parola chiave da digitare per poterlo usare. Το λογισμικό έχει ένα κλειδί που πρέπει να πληκτρολογήσεις για να μπορέσεις να το χρησιμοποιήσεις. |
σύνθημαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dai la parola d'ordine alla porta e ti faranno entrare. |
κωδικόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γλωσσοδέτηςsostantivo femminile (figurato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σύνθημα, συνθηματικόsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alì Babà uso la parola d'ordine "Apriti sesamo" per aprire la porta di una grotta piena di ogni ricchezza. |
παράμετρος περιγραφής(informatica) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μαγική λέξηsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se vuoi avere un gelato, devi usare la parola magica, "per favore". |
βγαίνω κερδισμένοςverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nonostante gli studenti avessero addotto motivazioni irrefutabili per spostare l'esame da venerdì a lunedì l'insegnante alla fine ebbe l'ultima parola ricordando loro che ciò avrebbe causato un ritardo del programma di studio. |
δεν αποκαλύπτω τίποτα, δεν βγάζω μιλιά, δεν μου παίρνουν κουβένταverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω το λόγο μου ότι, δίνω το λόγο μου πωςverbo transitivo o transitivo pronominale (seguito da subordinata) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rachel ha dato la sua parola che mi presterà i soldi. |
εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω(figurato) (ιδέα, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suo rendimento nel test distrusse i suoi piani per una carriera in campo legale. |
λέξη κλειδί, λέξη-κλειδίsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Qui la parola d'ordine è "stimato". |
συνθηματικόsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una parola in codice come "Codice rosso" viene usata negli ospedali per segnalare un incendio al personale senza allarmare i pazienti. |
σύμφρασηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επαναλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suo assistente annuisce solamente e ripete tutto quello che dice lui. |
εγγυώμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tina ha promesso che il negozio sarebbe rimasto ancora aperto. Η Τίνα εγγυήθηκε πως το μαγαζί θα ήταν ακόμη ανοικτό. |
τελειώνω(φέρνω σε τέλος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lei ha messo fine alla loro relazione dopo solo due mesi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά από την παρέμβαση τρίτης δύναμης, οι αντίπαλοι συμφώνησαν να λήξουν τις εχθροπραξίες. |
δίνω τον λόγοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il presidente dà la parola al delegato. Η έδρα δίνει τον λόγο στον αντιπρόσωπο. |
λέξη περιεχομένουsostantivo femminile (γλωσσολογία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ο λόγος της τιμής μουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σύνθετη λέξηsostantivo femminile (grammatica: sostantivi) Nella lista di questa settimana ci sono mole parole composte. Η ορθογραφία αυτής της εβδομάδας περιλαμβάνει πολλές σύνθετες λέξεις. |
γενικόλογα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μαμώτοsostantivo femminile (eufemismo: cazzo) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τελευταία λέξηsostantivo femminile (decisione o dichiarazione finale) (μεταφορικά) |
υπεκφυγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il senatore utilizzò una serie di termini evasivi per evitare di rispondere alla domanda. |
δίνω τον λόγο σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lascio la parola allo stimato senatore del Colorado. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parola στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του parola
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.