Τι σημαίνει το forzato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης forzato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του forzato στο Ιταλικό.
Η λέξη forzato στο Ιταλικό σημαίνει παραβιάζω, παραβιάζω, ανοίγω, σπρώχνω, ανοίγω με το ζόρι, περνάω κτ μέσα από κτ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ, δεσμεύω, αναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω, τραβάω, τραβώ, επιβαρύνω, καταπονώ, καταναγκαστικός, εξαναγκαστικός, αναγκαστικός, εξαναγκαστικός, εξαναγκασμένος, βεβιασμένος, απρόθυμος, βεβιασμένος, ψεύτικος, καμαρωτός, κορδωτός, αναγκαστικός, βεβιασμένος, στημένος, αναγκαστικός, βεβιασμένος, βεβιασμένος, προσποιητός, τεχνητός, πλαστός, πλασματικός, υπερβολικός, παράλογος, εξωφρενικός, παρατραβηγμένος, απρόθυμος, κρατούμενος, παραβιάζω την κλειδαριά, ανοίγω, κάνω διάρρηξη, εκφοβίζω κπ για να τον οδηγήσω σε κτ, ανοίγω με λοστό, εξαναγκάζω, στριμώχνω, εκφοβίζω, φοβερίζω, παραβιάζω, εξαναγκάζω, αναγκάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης forzato
παραβιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ασκώ φυσική δύναμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha forzato la porta. Η αστυνομία παραβίασε την πόρτα. |
παραβιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (serrature, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ladro ha forzato la serratura. |
ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ladri hanno scassinato la serratura usando un piede di porco. |
σπρώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (με δύναμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kyle si è fatto largo a forza aprendo la porta. |
ανοίγω με το ζόρι(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando si è bloccato l'ascensore, ha dovuto aprire le porte a forza per riuscire a uscire. |
περνάω κτ μέσα από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ανεπίσημο, μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il sindaco sta cercando di forzare l'approvazione della legge in consiglio. |
αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (a furia di insistere) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A furia di insistere, costrinsero Louis a organizzare la festa dei bambini. |
δεσμεύω(per legge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il contratto vincola il firmatario alle suddette clausole. Το συμβόλαιο δεσμεύει τον υπογράφοντα να τηρήσει τις παραπάνω προϋποθέσεις. |
αναγκάζω, υποχρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Beth non voleva mangiare nulla, ma i suoi genitori la costrinsero. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο πατέρας του τον εξανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια. |
αναγκάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ci vado! Non puoi costringermi! Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις! |
τραβάω, τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'animale ha forzato la corda. Το ζώο τραβούσε το σχοινί. |
επιβαρύνω, καταπονώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho sforzato la schiena alzando quel tavolo pesante. |
καταναγκαστικός, εξαναγκαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Queste stupende costruzioni esistono solo grazie ai lavori forzati. |
αναγκαστικός, εξαναγκαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La polizia trovò segni di ingresso forzato nella casa. |
εξαναγκασμένος(που επιβάλλεται από κπ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I blackout forzati durante la Seconda Guerra Mondiale rendevano difficile la localizzazione dei bersagli dei bombardieri nemici. |
βεβιασμένος(figurato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le battute dell'attore sembravano forzate e quindi il produttore ha deciso di cambiarle. Τα λόγια του ηθοποιού ακούγονταν βεβιασμένα και έτσι ο παραγωγός έπρεπε να τα αλλάξει. |
απρόθυμος, βεβιασμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Con un'occhiata riluttante, Lena accettò controvoglia di andare con loro. |
ψεύτικοςaggettivo (όχι αληθινός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'esibizione dell'attore era buona, anche se la trama era un po' forzata. |
καμαρωτός, κορδωτόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναγκαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il pilota ha fatto un atterraggio forzato su un aeroporto diverso perché l'aeroplano era quasi a secco. Ο πιλότος έκανε αναγκαστική προσγείωση σε ένα άλλο αεροδρόμιο γιατί το αεροπλάνο είχε σχεδόν ξεμείνει από καύσιμα. |
βεβιασμένος, στημένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La scena doveva essere toccante, ma a me sembrava forzata. |
αναγκαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I candidati si salutarono in modo forzato. |
βεβιασμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Quando Hannah vide il suo ex fidanzato con un'altra ragazza si sentì annientata ma riuscì a fare un sorriso forzato e dire ciao. |
βεβιασμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il prigioniero ha fatto una confessione forzata ma non stava in piedi in tribunale. Ο φυλακισμένος έκανε μια εξαναγκασμένη εξομολόγηση που δεν έστεκε στο δικαστήριο. |
προσποιητός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bob sorrise a denti stretti e fece un gesto forzato per farli entrare. Ο Μπομπ χαμογέλασε σφιγμένα κι έκανε μια προσποιητή κίνηση για να τους καλέσει να μπουν μέσα. |
τεχνητός, πλαστός, πλασματικός
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπερβολικός, παράλογος, εξωφρενικός, παρατραβηγμένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le storie di Conrad sono troppo forzate per essere credibili. Alcuni dei suoi personaggi mi sembrano troppo inverosimili. |
απρόθυμος(χωρίς θέληση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Melanie costrinse la figlia a presentare delle scuse contro voglia dicendole che se non l'avesse fatto sarebbe stata in punizione per un mese. |
κρατούμενοςsostantivo maschile (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Aaron è stato galeotto per tre anni. |
παραβιάζω την κλειδαριάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I ladri forzarono la serratura per entrare nella casa. |
ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (με μόχλευση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω διάρρηξηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I ladri hanno forzato l'ingresso della casa e rubato alcuni gioielli. Οι κλέφτες έκαναν διάρρηξη στο σπίτι και πήραν πολλά κοσμήματα. |
εκφοβίζω κπ για να τον οδηγήσω σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (con minacce) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il wrestler provò a forzare il suo avversario ad arrendersi. Ο παλαιστής προσπάθησε να τρομάξει τον αντίπαλό του και να τον οδηγήσει σε υποταγή. |
ανοίγω με λοστόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La polizia dovette forzare la porta con un piede di porco per entrare. |
εξαναγκάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στριμώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Craig ha spinto il libro in mezzo ad altri due sullo scaffale. |
εκφοβίζω, φοβερίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (con minacce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Imporre a un elettore di non andare a votare è imperdonabile. |
παραβιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha forzato la serratura con un piede di porco permettendoci di entrare nella stanza. Παραβίασε με τη σκύλα την κλειδαριά και έτσι μπορέσαμε να μπουκάρουμε στο δωμάτιο. |
εξαναγκάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναγκάζω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του forzato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του forzato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.