Τι σημαίνει το delicato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης delicato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του delicato στο Ιταλικό.
Η λέξη delicato στο Ιταλικό σημαίνει ευαίσθητος, λεπτός, διακριτικός, λεπτός, ευαίσθητος, λεπτός, ψιλός, αιθέριος, εμπιστευτικός, μαλακός, ευαίσθητος, υμενώδης, μεμβρανώδης, περίπλοκος, δύσκολος, απαιτητικός, άβολος, αμήχανος, ευαίσθητος, ωραίος, καλός, σωστός, ευαίσθητος, απαλός, ήπιος, ευαίσθητος, εκρηκτικός, δύσκολος, ζόρικος, αδύναμος, ντελικάτος, απαλός, μαλακός, απαιτητικός, διπλωματικός, απόχρωση, χροιά, αδύναμος, μαλακός, σοβαρός, ήπιος, τρυφερός, στοργικός, απαλός, ήπιος, ελαφρύς, αραχνοΰφαντος, συναισθηματικός, ευαίσθητος, απαλός, αδιέξοδος, τελματώδης, εύθραυστος, ευαίσθητο θέμα, κάνω κτ πιο ήπιο, εύθραυστο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης delicato
ευαίσθητος, λεπτός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Queste sono trattative delicate. Είναι λεπτές αυτές οι διαπραγματεύσεις. |
διακριτικός, λεπτόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il piatto aveva un aroma delicato. Το πιάτο είχε ένα λεπτό (or: διακριτικό) άρωμα. |
ευαίσθητοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stai attento con quel vaso, è fragile. Να είσαι προσεκτικός μ' αυτό το βάζο, είναι εύθραυστο. |
λεπτός, ψιλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gretchen cercò di rammendare le sue calze, ma le fibre erano delicate e si rompevano facilmente. |
αιθέριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Erano affascinati dalla sua bellezza delicata. |
εμπιστευτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa è un'informazione delicata, attento a chi la racconti. Αυτές είναι απόρρητες πληροφορίες, γι' αυτό πρόσεχε σε ποιον τις λες. |
μαλακόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo detersivo è delicato sui vestiti. |
ευαίσθητοςaggettivo (figurato) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I circhi sono un argomento spinoso con Philip, da quando la moglie è scappata con un acrobata. Το τσίρκο είναι ένα ευαίσθητο θέμα για τον Φίλιπ από τότε που η γυναίκα του το έσκασε με έναν ακροβάτη. |
υμενώδης, μεμβρανώδηςaggettivo (tonalità) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lo strato superiore dell'abito era fatto con un materiale bianco leggero. |
περίπλοκος, δύσκολος, απαιτητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άβολος, αμήχανος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non so mai cosa fare in queste situazioni sociali delicate. Ποτέ δεν ξέρω τι να κάνω σε αυτές τις άβολες (or: αμήχανες) κοινωνικές περιστάσεις. |
ευαίσθητοςaggettivo (argomento) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suo divorzio è ancora un argomento delicato, quindi cerca di fare attenzione a quello che dici. Το διαζύγιο συνιστά ακόμη ένα ευαίσθητο ζήτημα γι' αυτήν, σε παρακαλώ λοιπόν να προσέχεις τι λες. |
ωραίος, καλός, σωστόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È stato un modo delicato di ridurre la tensione nel gruppo. |
ευαίσθητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Attento a non esporre le fragili piantine alle gelate. |
απαλός, ήπιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La voce calma di Zak tranquillizzò il cane spaventato. |
ευαίσθητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio collo è sensibile e si irrita facilmente. Ο λαιμός μου είναι ευαίσθητος και ερεθίζεται πολύ εύκολα. |
εκρηκτικός(figurato: delicato) (θέμα, μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δύσκολος, ζόρικος(figurato: difficile) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδύναμοςaggettivo (riferito a persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un anziano gracile è caduto fuori dal negozio e si è rotto l'anca. Ο αδύναμος ηλικιωμένος κύριος έπεσε έξω από το μαγαζί και έσπασε τον γοφό του. |
ντελικάτος(oggetto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Isabelle ha un aspetto troppo delicato per essere una maratoneta. |
απαλός, μαλακόςaggettivo (υφή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απαιτητικός(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διπλωματικόςaggettivo (με ανθρώπους) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I nostri dipendenti devono essere diplomatici e garantire riservatezza ai clienti. |
απόχρωση, χροιάaggettivo (ζωγραφική: ελαφρύ χρώμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'artista ha usato un colore tenue invece che uno opaco per ottenere un effetto discreto. |
αδύναμος, μαλακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non essere così debole. Digli ciò che hai da dire, non aver paura. Μην είσαι τόσο αδύναμος (or: μαλακός). Πες τους ό,τι έχεις να τους πεις και μη φοβάσαι. |
σοβαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È una situazione seria ed è così che la sta affrontando. Πρόκειται για μια σοβαρή κατάσταση και την αντιμετωπίζει ως τέτοια. |
ήπιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La dolce corrente muoveva i ciottoli sul fondo del ruscello. Το ήπιο ρεύμα διαμόρφωσε τα βότσαλα στο ρυάκι. |
τρυφερός, στοργικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La dolce moglie di Peter lo confortò quando perse il lavoro. Η στοργική γυναίκα του Πίτερ τον παρηγόρησε όταν έχασε τη δουλειά του. |
απαλός, ήπιος, ελαφρύςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La barca si accostò alla banchina con un lieve sussulto. Η βάρκα χτύπησε στην αποβάθρα με έναν ελαφρύ γδούπο. |
αραχνοΰφαντοςaggettivo (materiale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La borsetta era sottile e non poteva reggere un peso eccessivo. |
συναισθηματικός, ευαίσθητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È una persona così sensibile. Sa sempre qual è la cosa giusta da dire. |
απαλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Diede al bimbo un tenero bacio sulla guancia. |
αδιέξοδος, τελματώδηςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Neil si trovò in una situazione difficile quando la moglie trovò dei messaggi di un'altra donna sul suo telefono. |
εύθραυστοςaggettivo (σπάει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'archivista girò le fragili pagine del libro antico. |
ευαίσθητο θέμα(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mia mamma non mi chiede più dei ragazzi perché sa che è un tasto dolente. |
κάνω κτ πιο ήπιοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Aggiungi del latte di cocco al curry per renderlo più delicato. |
εύθραυστοsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) La compagnia di spedizioni ci garantì che tutti i nostri oggetti fragili sarebbero arrivati intatti. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του delicato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του delicato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.