Τι σημαίνει το fiducia στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fiducia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fiducia στο Ιταλικό.

Η λέξη fiducia στο Ιταλικό σημαίνει εμπιστοσύνη, εμπιστευτικότητα, εχεμύθεια, αξιοπιστία, πίστη, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη, πεποίθηση, πίστη, αξιοπιστία, πίστη, εμπιστοσύνη, αξιοπιστία, αισιοδοξία, αυτοπεποίθηση, που τον εμπιστεύομαι, ετοιμόρροπος, αξιόπιστος, αναξιόπιστος, αφερέγγυος, τυφλή πίστη, αθέτηση υπόσχεσης, ανασφάλεια, υπέυθυνο άτομο, εμπιστοσύνη του καταναλωτή, εμπιστοσύνη των καταναλωτών, αυτάρκεια, αυτοτέλεια, βοηθός γραφείου, αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση, αυτοαποτελεσµατικότητα, κερδίζω την εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, ξέρω τι θέλω, έχω αυτοπεποίθηση, εγκαταλείπω, αφήνω, εμπιστεύομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ, ευελπιστώ, συμβατικός, ελπίζω να κάνω κτ, με εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, εμπνέω εμπιστοσύνη, έχω αυτοπεποίθηση, είμαι δύσπιστος, έχω εμπιστοσύνη σε κπ, που ελπίζει, που αισιοδοξεί, βασίζομαι, αυτοαμφισβήτηση, υπολογίζω, βασίζομαι, αναγνωρίζω την αξία κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fiducia

εμπιστοσύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho una fiducia cieca in te.
Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.

εμπιστευτικότητα, εχεμύθεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non poso dirti che cosa succede a John senza violare la sua fiducia.
Δεν μπορώ να σου πω τι συμβαίνει στον Τζον χωρίς να προδώσω την εμπιστοσύνη που μου έδειξε.

αξιοπιστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il pubblico ha una fiducia limitata verso le promesse del governo.

πίστη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fiducia del padre in suo figlio faceva sì che desse al ragazzo molta libertà.
Χάρη στην εμπιστοσύνη του πατέρα του, ο νεαρός είχε αρκετή ελευθερία.

εμπιστοσύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hai la mia fiducia, penso di poterti dire tutto.
Έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη μου. Νιώθω ότι μπορώ να σου πω οτιδήποτε.

εμπιστοσύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho assoluta fiducia nella tua onestà.

εμπιστοσύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sebbene gli studenti trovino difficile la parte iniziale del corso, la fiducia nei confronti del professore è l'incentivo a non abbandonare.

πεποίθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per me conta la certezza di non essere deluso da lui.

πίστη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aveva fiducia che avrebbe fatto quel che diceva.
Του είχε εμπιστοσύνη ότι θα έκανε αυτό που είπε.

αξιοπιστία

(fiducia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Secondo me il piano non ha alcun credito.

πίστη, εμπιστοσύνη

sostantivo femminile (πεποίθηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sebbene non potesse verificarlo, aveva fede che il pacco arrivasse in tempo.
Αν και δεν μπορούσε να το αποδείξει, είχε πίστη (or: εμπιστοσύνη) ότι το πακέτο θα έφτανε εγκαίρως.

αξιοπιστία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Amo Matthew per la sua lealtà: posso sempre contare su di lui.

αισιοδοξία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοπεποίθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sicurezza ha aiutato l'uomo d'affari ad avere successo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η αυτοπεποίθησή του τον βοήθησε να πετύχει.

που τον εμπιστεύομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il viaggiatore fu sconvolto quando i fidati compagni di viaggio si rivelarono essere dei ladri che avevano fatto amicizia con lui solo per prendergli i soldi.

ετοιμόρροπος

(καθομιλουμένη: ασταθής)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Μη στέκεσαι σ' αυτή την ετοιμόρροπη καρέκλα! Χρησιμοποίησε αυτή στη θέση της· είναι πιο σταθερή.

αξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il proprietario dell'azienda era fortunato ad avere dipendenti affidabili che mandavano avanti le cose in sua assenza.
Ο επιχειρηματίας ήταν τυχερός που είχε αξιόπιστους υπαλλήλους που φρόντιζαν να λειτουργούν όλα ομαλά όσο έλειπε.

αναξιόπιστος, αφερέγγυος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Certi politici non meritano fiducia.

τυφλή πίστη

sostantivo femminile (spec. verso persone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Riponeva una fiducia cieca nei confronti del suo amico.

αθέτηση υπόσχεσης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Considero ciò che lui mi ha fatto un tradimento della mia fiducia nei suoi confronti.

ανασφάλεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua insicurezza è alla base dei suoi problemi con le donne.
Η ανασφάλειά του στάθηκε εμπόδιο στις σχέσεις του με τις γυναίκες.

υπέυθυνο άτομο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπιστοσύνη του καταναλωτή, εμπιστοσύνη των καταναλωτών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτάρκεια, αυτοτέλεια

sostantivo femminile (πλήρης ανεξαρτησία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βοηθός γραφείου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αυτοπεποίθηση

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αυτοπεποίθηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοαποτελεσµατικότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κερδίζω την εμπιστοσύνη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono riuscita a conquistare la fiducia del nostro ultimo cliente. Lui conquistò la fiducia dei suoi capi grazie al suo lavoro eccellente.
Κατάφερα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του τελευταίου πελάτη. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των διευθυντών του με την άψογη δουλειά του.

εμπιστεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi fidarti di me.

εμπιστεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gente si fida poco dei funzionari pubblici.

ξέρω τι θέλω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω αυτοπεποίθηση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hai fiducia in te stesso.

εγκαταλείπω, αφήνω

(rivolto a persone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μη με εγκαταλείπεις! Απλά χρειάζομαι λίγη παραπάνω ενθάρρυνση.

εμπιστεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi fido di mio fratello.
Έχω εμπιστοσύνη στον αδερφό μου.

στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dobbiamo fare qualcosa subito: non possiamo avere fiducia nelle loro promesse di una soluzione futura.

ευελπιστώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho fiducia che riuscirò a pagare la rata del mutuo questo mese.

συμβατικός

locuzione aggettivale (fisica: standard)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελπίζω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Smith, il campione in carica, è fiducioso di vincere la gara di oggi.
Ο Σμιθ, ο τωρινός πρωταθλητής, ελπίζει να κερδίσει τον σημερινό αγώνα.

με εμπιστοσύνη

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εμπιστεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I giocatori hanno fiducia nella capacità di vincere della squadra.

εμπνέω εμπιστοσύνη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'aspetto trasandato del venditore non ispirava fiducia nel suo prodotto.

έχω αυτοπεποίθηση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι δύσπιστος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Δυσπιστούσε απέναντί του από την αρχή.

έχω εμπιστοσύνη σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Credo nel nuovo primo ministro.

που ελπίζει, που αισιοδοξεί

(ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Holly era fiduciosa che quest'anno sarebbe stato meglio dello scorso.
Η Χόλυ ήλπιζε ότι φέτος θα είναι μια καλύτερη χρονιά από την προηγούμενη.

βασίζομαι

(credere) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Avevo fiducia nella sua capacità di mantenere il segreto.
Βασιζόμουν στην ικανότητά της να κρατήσει μυστικό.

αυτοαμφισβήτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπολογίζω, βασίζομαι

(figurato: avere fiducia in [qlcs]) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναγνωρίζω την αξία κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν είμαι τόσο χαζός! Αναγνώρισε λίγο την αξία μου!

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fiducia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του fiducia

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.