Τι σημαίνει το rinchiudere στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rinchiudere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rinchiudere στο Ιταλικό.

Η λέξη rinchiudere στο Ιταλικό σημαίνει κλειδώνω, κλειδώνω κπ/κτ μέσα, χώνω, κλείνω, κρύβω, εγκλωβίζω, περιορίζω, κλείνω, φυλακίζω, περιορίζω, περικλείω, κλειδώνω, απομονώνομαι, κλείνω κπ/κτ μέσα, κλείνω κτ κάπου, περιορίζω, περιορίζω, περιορίζω, συγκρατώ, κλείνω κπ/κτ σε κτ, περικλείω, απομονώνω, χώνω κπ σε κτ, κλείνω σε ψυχιατρική κλινική, εγκλείω, σφηνώνω, κλείνω σε δοχείο, βάζω στην φυλακή, φυλακίζω, χώνω κπ μέσα, βάζω κπ μέσα, πάω κπ μέσα, μαντρώνω, κλείνω στο κοτέτσι, χτίζω τείχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rinchiudere

κλειδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον κλειστό χώρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La città sequestra tutti i cani randagi.

κλειδώνω κπ/κτ μέσα

verbo transitivo o transitivo pronominale

Il poliziotto ha messo i due uomini in una cella e li ha rinchiusi.

χώνω, κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, καθομ: μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo rinchiusero in una cella che era larga a malapena quanto basta per muoversi.
Τον έκλεισαν (or: έχωσαν) σ' ένα κελί που ήταν μόλις και μετά βίας αρκετά μεγάλο ώστε να μετακινείται.

κρύβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victor tiene i suoi vini inestimabili rinchiusi lontano da occhi indiscreti.

εγκλωβίζω, περιορίζω, κλείνω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary viene troppo spesso rinchiusa in casa dai genitori.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τη μέρα που θα γίνω 30 θα κλειστώ στην κρεβατοκάμαρά μου.

φυλακίζω

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περιορίζω, περικλείω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dobbiamo rinchiudere la capra se non vogliamo che scappi.

κλειδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha rinchiuso il cane nel suo canile.
Κλείδωσε τον σκύλο στο σπιτάκι του.

απομονώνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (εγω ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I cardinali furono rinchiusi in conclave in Vaticano finché il Papa non fu eletto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Γιατί κλειδαμπαρώθηκες στο δωμάτιό σου; Είσαι στενοχωρημένη;

κλείνω κπ/κτ μέσα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rinchiudiamo sempre la gatta quando mangia, così che il cane non la disturbi.

κλείνω κτ κάπου

verbo transitivo o transitivo pronominale

περιορίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιορίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante il lockdown, l'intera famiglia rimase confinata nel suo piccolo appartamento.

περιορίζω, συγκρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore, cercate di limitare i vostri commenti alle critiche costruttive.
Σε παρακαλώ προσπάθησε να περιορίσεις τις παρατηρήσεις σου σε κριτική που βοηθάει.

κλείνω κπ/κτ σε κτ

Ο αγρότης έκλεισε τα πρόβατα σε ένα μικρό χωράφι.

περικλείω, απομονώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χώνω κπ σε κτ

(μεταφορικά, αργκό: ίδρυμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλείνω σε ψυχιατρική κλινική

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La scultrice Camille Claudel fu ricoverata in un ospedale psichiatrico nel 1913 e morì 30 anni più tardi.

εγκλείω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo che Brian fu dichiarato schizofrenico, fu internato.
Αφού ανακηρύχθηκε σχιζοφρενής, ο Μπράιαν νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική.

σφηνώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha chiuso la scatola nel retro del camion.
Σφήνωσε το κουτί στο πίσω μέρος του φορτηγού.

κλείνω σε δοχείο

(in un contenitore) (βάζο, μπουκάλι κ.ά.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hanno chiuso le lucciole in un contenitore e le hanno portate a casa.

βάζω στην φυλακή, φυλακίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χώνω κπ μέσα, βάζω κπ μέσα, πάω κπ μέσα

(μεταφορικά, καθομ: στη φυλακή)

μαντρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il bestiame è chiuso in un recinto fuori dal mattatoio.

κλείνω στο κοτέτσι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Di notte chiudiamo le nostre galline nel pollaio mentre le lasciamo libere di razzolare di giorno.
Περιορίζουμε τα κοτόπουλά μας τη νύχτα και τα αφήνουμε να περιπλανιούνται ελεύθερα κατά τη διάρκεια της νύχτας.

χτίζω τείχος

verbo transitivo o transitivo pronominale

I sovietici hanno eretto un muro intorno a Berlino ovest.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rinchiudere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.