Τι σημαίνει το orario στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης orario στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του orario στο Ιταλικό.
Η λέξη orario στο Ιταλικό σημαίνει πρόγραμμα, πίνακας δρομολογίων, πρόγραμμα, πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα, ωριαίος, κάθε ώρα, πρόγραμμα, ωριαία, ωριαίως, ώρες λειτουργίας, ωρολογιόστροφος, το πόσο αργά έχει πάει, ακριβώς, μετά το κλείσιμο, μετά το σχολείο, χρόνος μετάδοσης, ώρα μετάδοσης, διάρκεια μετάδοσης, αναμενόμενος χρόνος άφιξης, ώρα φαγητού, ώρα έναρξης, ευέλικτο ωράριο, ελαστικό ωράριο, η ώρα που κλείνει, ζώνη ώρας Mountain Time, δρομολόγια τρένων, Ανατολική Ζώνη Ώρας, πρόγραμμα μαθήματος, ζώνη ώρας, πρόγραμμα δρομολογίων λεωφορείου, ώρα συλλογής επιστολών, ώρα αναχώρησης, Ανατολική Ζώνη ώρας, πρόγραμμα πτήσης, πρόγραμμα πτήσεων, ωρομίσθιο, μέτρηση χρόνου με βάση το εικοσιτετράωρο, Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού, διαφορά ώρας, διαφορά ώρας, κεντρική χειμερινή ώρα, Ανατολική Επίσημη Ώρα, εκτιμώμενη ώρα άφιξης, Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού, σπαστό ωράριο, οχτάωρο, η ώρα που ανοίγει, θερινή ώρα ειρηνικού, ώρες γραφείου, ωράριο εργασίας, ώρες λειτουργίας, επαναπρογραμματίζω, έγκαιρα, στην Ανατολική Ζώνη ώρας, εκτός ωραρίου, ζώνη ώρας, η ώρα που κλείνουν οι παμπ, ακατάλληλη χρονική στιγμή, απασχόληση με μειωμένο ωράριο, τακτικός, εκτός ωραρίου, που δεν κάνει το κάτι παραπάνω, αναχωρήσεις, συνάντηση με ψηφοφόρους, δεξιόστροφος, ώρες εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης orario
πρόγραμμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli orari dei treni sono disponibili sul sito delle ferrovie. Τα δρομολόγια των τρένων υπάρχουν στην ιστοσελίδα της σιδηροδρομικής εταιρείας. |
πίνακας δρομολογίωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Nancy controllò l'orario per vedere a che ora partiva il treno per Londra. Η Νάνση κοίταξε τον πίνακα δρομολογίων για να δει τι ώρα θα έφευγε το τρένο για Λονδίνο. |
πρόγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il corso è elencato nell'orario delle lezioni. Το σεμινάριο έχει συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα μαθημάτων. |
πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Όλοι οι μαθητές έχουν το ωρολόγιο πρόγραμμα για αυτό το τρίμηνο. |
ωριαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La stazione trasmette principalmente musica con notiziari orari. |
κάθε ώρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πρόγραμμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ωριαία, ωριαίωςaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ώρες λειτουργίαςsostantivo maschile (di apertura/chiusura) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) L'orario di apertura del supermercato è dalle 10 del mattino alle 9 di sera. Οι ώρες λειτουργίας του καταστήματος είναι από τις 10 πμ έως τις 9 μμ. |
ωρολογιόστροφοςaggettivo (che va in senso orario) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'acqua scendeva giù per lo scarico muovendosi in senso orario. |
το πόσο αργά έχει πάει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακριβώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Per favore, sii puntuale così possiamo iniziare la riunione in orario. |
μετά το κλείσιμοpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non è consentito ai bar di vendere alcolici dopo l'orario di chiusura. |
μετά το σχολείο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'insegnante chiese a Kyle di trattenersi dopo l'orario scolastico perché finisse i compiti. |
χρόνος μετάδοσης, ώρα μετάδοσης, διάρκεια μετάδοσηςsostantivo maschile (τηλεόραση, ραδιόφωνο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναμενόμενος χρόνος άφιξης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ώρα φαγητού
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ώρα έναρξηςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ευέλικτο ωράριο, ελαστικό ωράριοsostantivo maschile |
η ώρα που κλείνει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'orario di chiusura della maggior parte dei negozi in centro è tra le 17 e le 20. |
ζώνη ώρας Mountain Timesostantivo maschile (USA) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Charles è arrivato a Denver poco dopo le 11 con il fuso orario di montagna. |
δρομολόγια τρένωνsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Controlliamo l'orario dei treni per vedere quando parte quello per Milano. |
Ανατολική Ζώνη Ώραςsostantivo maschile (Stati Uniti) (Αμερική, Καναδάς κλπ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρόγραμμα μαθήματοςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Mi ci vogliono circa 15 minuti per preparare un orario delle lezioni di un'ora. Dato che il giorno successivo ci sarebbe stata un'ispezione scolastica, Ginny preparò il suo orario delle lezioni con estrema attenzione. Χρειάζομαι περίπου 15 λεπτά για να ετοιμάσω το πρόγραμμα μαθήματος μίας ώρας διδασκαλίας. Επειδή θα γίνει επιθεώρηση αύριο, η Τζίνι ετοίμασε το πρόγραμμα του μαθήματός της με ιδιαίτερη προσοχή. |
ζώνη ώραςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mia amica vive in un fuso orario diverso, quindi posso chiamarla solo di mattina. |
πρόγραμμα δρομολογίων λεωφορείουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Secondo l'orario degli autobus sarebbe dovuta arrivare alle 3:00. |
ώρα συλλογής επιστολώνsostantivo maschile (από γραμματοκιβώτιο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sull'esterno delle cassette della posta ci sono scritti gli orari di raccolta. |
ώρα αναχώρησηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il nostro orario di partenza è alle 12:30, e dobbiamo essere in aeroporto tre ore prima per passare i controlli di sicurezza. |
Ανατολική Ζώνη ώραςsostantivo femminile (USA) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρόγραμμα πτήσης, πρόγραμμα πτήσεωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ωρομίσθιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέτρηση χρόνου με βάση το εικοσιτετράωροsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού(USA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαφορά ώρας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διαφορά ώρας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κεντρική χειμερινή ώραsostantivo maschile (CST) (ζώνη ώρας) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ανατολική Επίσημη Ώραsostantivo maschile (Stati Uniti) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il mezzogiorno del fuso orario dell'est sono le 17 GMT. 12:00 μ.μ. EST (or: Ανατολική Επίσημη Ώρα) σημαίνει 5 μ.μ GMT. |
εκτιμώμενη ώρα άφιξηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού(fusi orari USA) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σπαστό ωράριοsostantivo plurale maschile (di lavoro) |
οχτάωρο(στη δουλειά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
η ώρα που ανοίγειsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θερινή ώρα ειρηνικού
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ώρες γραφείουsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il nostro orario d'ufficio è dalle 9 alle 17 orario continuato. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι ώρες γραφείου του καθηγητή είναι μόνο οι πρωινές. |
ωράριο εργασίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ώρες λειτουργίας
L'orario di apertura del negozio è dalle 9:00 alle 17:30. |
επαναπρογραμματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il concerto è stato spostato al 15 marzo. |
έγκαιραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il suo aereo è arrivato in orario. Η πτήση του έφτασε στην ώρα της. |
στην Ανατολική Ζώνη ώρας(USA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτός ωραρίουlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ζώνη ώραςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Mia madre continua a chiamarmi la sera tardi, vorrei che si ricordasse che siamo in fusi orari diversi. |
η ώρα που κλείνουν οι παμπsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) All'orario di chiusura ci sono molti ubriachi per le strade. |
ακατάλληλη χρονική στιγμήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απασχόληση με μειωμένο ωράριοsostantivo maschile (lavoro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bert era in attesa del bus di linea delle 8:30. Ο Μπερτ περίμενε το τακτικό δρομολόγιο του λεωφορείου στις 8.30. |
εκτός ωραρίουlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
που δεν κάνει το κάτι παραπάνωlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναχωρήσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο η Κάρεν κοίταξε τη λίστα των αναχωρήσεων. |
συνάντηση με ψηφοφόρουςsostantivo maschile (UK: politica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La parlamentare ha un orario di ricevimento tutti i venerdì mattina di modo che i suoi elettori possano andare a trovarla per qualsiasi problema. Η βουλευτής προγραμματίζει συνάντηση με ψηφοφόρους κάθε Παρασκευή πρωί, ούτως ώστε οι εκλογείς της να μπορούν να έρχονται και να της μιλάνε για τυχόν προβλήματα που έχουν. |
δεξιόστροφοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ώρες εργασίαςsostantivo maschile (ufficio, azienda, negozio) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του orario στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του orario
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.