Τι σημαίνει το cominciare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cominciare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cominciare στο Ιταλικό.
Η λέξη cominciare στο Ιταλικό σημαίνει κάνω μια αρχή, ρίχνω την πρώτη μπαλιά, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, πιάνω δουλειά, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινώ, ξεκινάω, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω κάνοντας κτ, ξεκινώ κάνοντας κτ, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, την κάνω, αρχικά, πρώτα, παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, Εισαγωγή, για αρχή, κατανοώ, καταλαβαίνω, ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτ, κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο, ξεκινάω με κτ, ξεκινώ με κτ, αρχίζω να κάνω κτ, ξεκινάνω ν κάνω κτ, από την αρχή, ξεκινάω κτ με κτ, ξεκινώ κτ με κτ, αρχίζω, πιάνω δουλειά σε κτ, αρχίζω να κουράζομαι από κτ, ξεκινώ κτ από την αρχή, αρχίζω κτ από την αρχή, ανίδεος, αδαής, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ να τρώω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, κάνω φουσκάλες, καταλήγω να κάνω κτ, -, κατ' αρχάς, ξεκινώ να γράφω, αρχίζω να γράφω, ξεκινάω, αρχίζω, ανοίγω με, αρχίζω να κυνηγάω κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cominciare
κάνω μια αρχή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνω την πρώτη μπαλιάverbo transitivo o transitivo pronominale (baseball) (στο μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I festeggiamenti cominceranno (or: inizieranno) al tramonto. Οι εορτασμοί θα ξεκινήσουν με τη δύση του ηλίου. |
ξεκινάω, ξεκινώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Suo padre era proprietario dell'azienda e quindi non ha dovuto iniziare facendo il fattorino. Ο πατέρας του ήταν ο ιδιοκτήτης της εταιρείας και έτσι δεν χρειαζόταν να ξεκινήσει από την αίθουσα της αλληλογραφίας. |
ξεκινώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αρχίζω, ξεκινάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liz comincia a fare i suoi compiti per casa appena torna a casa. Η Λιζ αρχίζει (or: ξεκινάει) τις εργασίες της για το σχολείο αμέσως μόλις γυρίζει σπίτι. |
αρχίζω, ξεκινάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sacerdote comincia la messa con un canto. Ο ιερέας αρχίζει (or: ξεκινά) τη λειτουργία με έναν ψαλμό. |
αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ας ξεκινήσουμε τον εορτασμό για τον γάμο της πριγκίπισσας. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo progetto sembra difficile, ma prima iniziamo e prima finiamo. Αυτή η εργασία φαίνεται δύσκολη, αλλά όσο συντομότερα ξεκινήσουμε, τόσο συντομότερα θα τελειώσουμε. |
αρχίζω, ξεκινάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La folla aspettava che il concerto cominciasse. Το πλήθος περίμενε να αρχίσει (or: ξεκινήσει) η συναυλία. |
αρχίζω, ξεκινάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un gallo canta appena comincia il giorno. Οι κόκορες λαλούν όταν έρχεται η μέρα. |
αρχίζω, ξεκινάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Vi starete chiedendo come mai vi ho convocati qui", iniziò l'investigatore. «Πρέπει να αναρωτιέστε», άρχισε (or: ξεκίνησε) ο ντετέκτιβ, «γιατί σας έχω φέρει όλους εδώ». |
πιάνω δουλειά(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Allora, iniziamo col giardino! Il bel tempo non durerà tanto. |
ξεκινώ, αρχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρχίζω, ξεκινώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aspettiamo che inizi il film. Περιμένουμε να αρχίσει (or: ξεκινήσει) η ταινία. |
ξεκινάω, αρχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Faremmo meglio a iniziare prima che faccia buio. Καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει. |
αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La riunione è iniziata alle 10. |
αρχίζω κάνοντας κτ, ξεκινώ κάνοντας κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando si prova una nuova ricetta è bene iniziare leggendola prima tutta da cima a fondo. Όταν μαθαίνεις μια καινούρια συνταγή το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να ξεκινήσεις διαβάζοντάς την ολόκληρη. |
ξεκινώ, αρχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il maratoneta iniziò con un'andatura lenta. |
ξεκινώ, ξεκινάω, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Seth ha iniziato la sequenza di lancio. Ο Σεθ ξεκίνησε τη διαδικασία εκτόξευσης. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωverbo intransitivo (κτ ή να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo chef ha iniziato con lo sbucciare le verdure. Η καμπάνια ξεκίνησε το 1983. |
ξεκινάω, ξεκινώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cominciamo con le presentazioni. Ας ξεκινήσουμε με τις συστάσεις. |
ξεκινώ, αρχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Inizierò a spiegare alle reclute quello che dovranno aspettarsi nelle prossime settimane. |
ξεκινάω, ξεκινώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Iniziamo la riunione facendo un giro di presentazioni. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I festeggiamenti inizieranno oggi pomeriggio. Οι εορτασμοί θα ξεκινήσουν σήμερα το απόγευμα. |
ξεκινώ, αρχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oggi Tom e Stan hanno discusso animatamente; non so che cosa li ha fatti partire. Ο Τομ και ο Σταν είχαν έναν έντονο καυγά σήμερα. Δεν ξέρω τι τον ξεκίνησε. |
ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il presidente ha dato inizio alla riunione. |
ξεκινώ, αρχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (για έργα, σχέδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il paese non aveva un club di cricket, perciò Mark decise di crearne uno. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Daranno il via alla nuova stagione con una grande festa. Θα ξεκινήσουν τη νέα σεζόν μ' ένα μεγάλο πάρτι. |
την κάνω(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sei pronto? Andiamocene via. |
αρχικά, πρώτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Inizialmente volevo diplomarmi in belle arti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αρχικώς σκόπευα να πάρω πτυχίο καλών τεχνών. |
παίρνω τον δρόμο της επιστροφής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Εισαγωγήverbo intransitivo (κατάλογος, οδηγίες χρήσης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
για αρχή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Per cominciare, prenderemo i nomi e i numeri di telefono, poi andremo più nel dettaglio. |
κατανοώ, καταλαβαίνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Solo dopo aver provato a giocare ha cominciato a capire come funziona il majong. |
ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κτ μου αρέσει όλο και περισσότεροverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο Ρικ στην αρχή μισούσε αυτό το τραγούδι αλλά τώρα του αρέσει όλο και περισσότερο. |
ξεκινάω με κτ, ξεκινώ με κτverbo intransitivo Penso che inizierò con un antipasto e poi prenderò un piatto principale. |
αρχίζω να κάνω κτ, ξεκινάνω ν κάνω κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julius ha iniziato a crearsi una collezione di farfalle. Ο Τζούλιαν άρχισε να ταξινομεί τη συλλογή με τις πεταλούδες του. |
από την αρχή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Perché non me l'hai raccontato fin dall'inizio? Γιατί δεν μου το πες απ' την αρχή; |
ξεκινάω κτ με κτ, ξεκινώ κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale Mi piace iniziare la giornata con una corsa di tre miglia. |
αρχίζωverbo intransitivo (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando toccò la gatta iniziò a starnutire. Όταν χάιδεψε τη γάτα, άρχισε να φτερνίζεται. |
πιάνω δουλειά σε κτverbo intransitivo (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ollie ha iniziato con a tappezzare la parete. |
αρχίζω να κουράζομαι από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'insegnante cominciava a stancarsi di dover dire agli alunni di smettere di chiaccherare. |
ξεκινώ κτ από την αρχή, αρχίζω κτ από την αρχήverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανίδεος, αδαής(αποδοκιμασίας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώverbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Appena la musica iniziò, la folla cominciò a ballare. Μόλις ξεκίνησε η μουσική, το πλήθος ξεκίνησε να χορεύει. |
ξεκινώ να τρώωverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρχίζω, ξεκινάωverbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In qualsiasi discussione Wendy è sempre la prima a cominciare col non essere d'accordo. Σε κάθε συζήτηση, η Γουέντι είναι η πρώτη που αρχίζει πάντα να διαφωνεί. |
αρχίζω, ξεκινάωverbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'acqua nella pentola ha iniziato a bollire. Το νερό άρχισε (or: ξεκίνησε) να βράζει στο κατσαρολάκι. |
κάνω φουσκάλες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se l'acqua comincia a bollire abbassa il fuoco. Όταν το νερό αρχίσει να κάνει φουσκάλες, κατέβασε τη θερμοκρασία. |
καταλήγω να κάνω κτverbo intransitivo (gradualmente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha iniziato ad apprezzare la sua presenza. Με τον καιρό, εκτίμησε την παρουσία της. |
-verbo intransitivo (fare gradualmente) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Presto cominciammo ad essere stanchi dei suoi scatti d'ira. Σύντομα βαρεθήκαμε τα πείσματά της. |
κατ' αρχάςlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Frank sarebbe un pessimo insegnante di grammatica. Tanto per cominciare, detesta i ragazzi e, in più, non gli piace leggere. |
ξεκινώ να γράφω, αρχίζω να γράφω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκινάω, αρχίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Iniziamo a pitturare prima che venga troppo buio e non vediamo che cosa facciamo. Ας ξεκινήσουμε (or: αρχίσουμε) να ζωγραφίζουμε πριν σκοτεινιάσει πολύ και δεν βλέπουμε τι κάνουμε. |
ανοίγω με
L'incontro si è aperto con un discorso del presidente. |
αρχίζω να κυνηγάω κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cominciare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του cominciare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.