Τι σημαίνει το mantenere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mantenere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mantenere στο Ιταλικό.
Η λέξη mantenere στο Ιταλικό σημαίνει συντηρώ, κρατάω, τηρώ, συντηρώ, ο γέρος που του τα τρώω, διατηρώ, διατηρώ, φροντίζω, συντηρώ, μένω, παραμένω, κρατάω, συνεχίζω, διατηρώ, διατηρώ, συντηρώ, συνεχίζω, κρατάω κτ φρέσκο, διατηρώ κτ φρέσκο, εκπληρώνω, συντηρώ, τρέφω, θρέφω, συνεχίζω, διατηρώ, συνεχίζω, εκπληρώνω, διασφάλιση, περιφρούρηση, δεν κρατάω την υπόσχεσή μου, κρατάω μια δουλειά, κρατάω το ενδιαφέρον κπ, ελέγχω, συγκρατώ, κρατάω το λόγο μου, κρατώ το λόγο μου, τηρώ το λόγο μου, κρατάω, κρατώ, αφήνω ανοιχτή την πόρτα, μένω πιστός, κρατάω κτ κρυφό, διατηρώ την προσοχή κάποιου, μένω συγκεντρωμένος, κρατάω την υπόσχεση μου, κρατάω το λόγο μου, δεν χάνω τον έλεγχο, συνεχίζω την πορεία, διατηρώ την ψυχραιμία μου, κρατώ την ψυχραιμία μου, εμμένω στις θέσεις μου, είμαι ανοιχτόμυαλος, κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή, κρατάω κπ/κτ υπό έλεγχο, διατηρώ την τάξη, επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ, εκπληρώνω, στηρίζω οικονομικώς, διατηρώ ζωντανό, ρουφάω το αίμα κάποιου, κρύβω, κρατάω κτ μυστικό, περιορίζω, κρατάω επαφή με κπ, είμαι σε επαφή με κπ, διατηρώ κτ ενημερωμένο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάνω κτ να συμμορφωθεί με κτ, τηρώ αποστάσεις από τους άλλους, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, αθετώ την υπόσχεσή μου σε κπ, εκπληρώνω, πραγματοποιώ, κρατώ κτ/κπ δροσερό, κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου, κρατώ κτ δροσερό, μένω εκεί, μένω εκεί που είμαι, τηρώ, κρατάω, κρατώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mantenere
συντηρώ(οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lavora tante ore per mantenere lei e i suoi cinque figli. Εργάζεται πολλές ώρες για να συντηρεί τον εαυτό της και τα πέντε παιδιά της. |
κρατάω, τηρώ(promesse) (μτφ: μια υπόσχεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Diversamente da altra gente, io mantengo le promesse. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αντίθετα από μερικούς ανθρώπους, εγώ κρατάω (or: τηρώ) τις υποσχέσεις μου. |
συντηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il padre con i suoi guadagni mantiene la famiglia. Ο πατέρας συντηρεί την οικογένεια με τη δουλειά του. |
ο γέρος που του τα τρώωverbo transitivo o transitivo pronominale (giovane amante) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vedo che Tonya è di nuovo alla ricerca di uno che la mantenga. |
διατηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Manteneva un ritmo di 40 pagine l'ora. Διατηρούσε ένα ρυθμό 40 σελίδων την ώρα. |
διατηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il corridore ha fatto una buona partenza, ma riesce a mantenere quel passo? Η δρομέας έκανε καλό ξεκίνημα, αλλά μπορεί να κρατήσει αυτό τον ρυθμό; |
φροντίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aveva una famiglia da mantenere. Είχε μια οικογένεια να φροντίσει και δεν μπορούσε να σπαταλάει χρήματα. |
συντηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Costa ogni anno di più mantenere questa automobile. Κάθε χρόνο κοστίζει όλο και περισσότερο να συντηρώ αυτό το αυτοκίνητο. |
μένω, παραμένω
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Avrebbe mantenuto le promesse fatte. |
κρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suo figlio non riesce a mantenere un lavoro. Continua ad essere licenziato. Ο γιος του δεν μπορεί να κρατήσει δουλειά, όλο τον απολύουν. |
συνεχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (una rotta, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mantieni la direzione presa per i prossimi cento chilometri. |
διατηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jane mantenne un aspetto esteriore di indifferenza, anche se dentro di sé era furiosa. |
διατηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In tutti gli anni di povertà è sempre riuscita a mantenere la sua dignità. Όλα τα χρόνια της φτώχειας, κατάφερε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της. |
συντηρώ(οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Manteneva una famiglia numerosa con il suo salario. Συντηρούσε μια μεγάλη οικογένεια με τον μισθό του. |
συνεχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rita mantiene ancora le sue attività di giardinaggio anche se è sull'ottantina. Η Ρίτα συνεχίζει με την κηπουρική της, παρόλο που διανύει τα ογδόντα. |
κρατάω κτ φρέσκο, διατηρώ κτ φρέσκοverbo transitivo o transitivo pronominale (cibo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le confezioni devono conservare il cibo fresco più a lungo possibile. |
εκπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συντηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nel processo di rinnovamento dell'albergo, abbiamo cercato di preservare lo spirito di un secolo di storia. Κατά την ανακαίνιση του ξενοδοχείου πρέπει να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε την αύρα της 100ετούς ιστορίας του. |
τρέφω, θρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa fattoria rifornisce l'intero villaggio. Αυτή η φάρμα τρέφει ολόκληρο το χωριό. |
συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sua figlia ha intenzione di portare avanti l'attività tale e quale a prima. Η κόρη του σχεδιάζει να συνεχίσει την επιχείρηση ακριβώς όπως ήταν και πριν. |
διατηρώ, συνεχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il villaggio ha mantenuto la tradizione del ballo della festa di maggio. |
εκπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il padre di Kirsty chiese che le sue ceneri venissero sparse sulla sua spiaggia preferita e, dopo la sua morte, lei tenne fede alla promessa di farlo. |
διασφάλιση, περιφρούρησηverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Linda ha riposto i suoi diamanti in una scatola di metallo sottochiave per mantenerli al sicuro. |
δεν κρατάω την υπόσχεσή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non posso credere che tu, il mio stesso fratello, verresti meno alla promessa di prestarmi del denaro. |
κρατάω μια δουλειά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo anni di disoccupazione John è riuscito a mantenere il posto di lavoro all'ufficio postale. |
κρατάω το ενδιαφέρον κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Coloro che parlano in pubblico devono scegliere argomenti stimolanti che mantengano l'interesse del pubblico. |
ελέγχω, συγκρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La Banca centrale europea ha mantenuto l'inflazione sotto controllo. |
κρατάω το λόγο μου, κρατώ το λόγο μου, τηρώ το λόγο μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non mantiene mai la sua parola e racconta sempre i miei segreti in giro. // Un buon amico è colui che mantiene la sua parola. |
κρατάω, κρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il bambino manteneva la presa sulla mano di sua madre mentre attraversavano la strada. |
αφήνω ανοιχτή την πόρτα(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il primo ministro ha dichiarato che vorrebbe lasciare una porta aperta per negoziazioni future. |
μένω πιστόςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Cahill incoraggiava i sostenitori a continuare a credere nella squadra dopo che era crollata nella sua ottava sconfitta su 12 partite. |
κρατάω κτ κρυφό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La compagnia sta mantenendo il silenzio sull'ultimo modello fino al lancio ufficiale. |
διατηρώ την προσοχή κάποιουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il film ha un inizio intrigante, ma poi non riesce a mantenere viva l'attenzione del pubblico fino alla fine. |
μένω συγκεντρωμένοςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il discorso del presidente era talmente noioso che era difficile mantenere l'attenzione. Η ομιλία του προέδρου ήταν τόσο ασυνάρτητη που ήταν δύσκολο να μείνει κανείς συγκεντρωμένος. |
κρατάω την υπόσχεση μου, κρατάω το λόγο μουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mantieni le tue promesse? le chiese, dopo che lei ebbe giurato di non farlo più. |
δεν χάνω τον έλεγχοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεχίζω την πορείαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διατηρώ την ψυχραιμία μου, κρατώ την ψυχραιμία μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμμένω στις θέσεις μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι ανοιχτόμυαλος(a nuove idee) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κάνω υπομονή, δείχνω υπομονήverbo transitivo o transitivo pronominale (in situazioni difficili) |
κρατάω κπ/κτ υπό έλεγχο(a uno standard) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διατηρώ την τάξη(persona) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ
|
εκπληρώνω(compito) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα πληρωθείς όταν θα έχεις εκπληρώσει τις συμβατικές σου υποχρεώσεις. |
στηρίζω οικονομικώςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διατηρώ ζωντανόverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) La stampa locale sta facendo del suo meglio per mantenere viva l'attenzione sul problema. |
ρουφάω το αίμα κάποιουverbo riflessivo o intransitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Martin non ha un lavoro e si fa mantenere dai suoi genitori e da suo fratello. |
κρύβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sara teneva nascosto il diario perché la sorellina non potesse leggerlo. |
κρατάω κτ μυστικόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le informazioni governative dovrebbero essere tenute segrete. |
περιορίζω(livello: voce, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha chiesto ai ragazzi di mantenere bassa la voce. |
κρατάω επαφή με κπ, είμαι σε επαφή με κπ(rivolto a persone) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έχεις κρατήσει επαφή με τους φίλους σου από το λύκειο; |
διατηρώ κτ ενημερωμένοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È importante mantenere aggiornato il sito internet della tua attività commerciale. Είναι σημαντικό να διατηρείτε ενημερωμένο τον ιστότοπο της επιχείρησής σας. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
κάνω κτ να συμμορφωθεί με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τηρώ αποστάσεις από τους άλλουςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Resta calmo e comportati come se non sapessi nulla. |
αθετώ την υπόσχεσή μου σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (promessa, patto) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκπληρώνω, πραγματοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (promessa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla fine mantenne la promessa e restituì il denaro. Τελικά εκπλήρωσε την υπόσχεσή του και επέστρεψε τα χρήματα. |
κρατώ κτ/κπ δροσερόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Queste piante non amano troppo il caldo, perciò mantienile al fresco piantandole in un punto parzialmente in ombra. Αυτά τα φυτά δεν συμπαθούν την υπερβολική ζέστη. Φρόντισε, λοιπόν, να τα κρατάς δροσερά, φυτεύοντάς τα σε ημισκιερό μέρος. |
κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il capo mantiene le distanze dai suoi subordinati. Ο διευθυντής κρατάει αποστάσεις από τους εργαζομένους. |
κρατώ κτ δροσερόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gemma ha messo il vino in frigo per mantenerlo fresco. Η Τζέμα έβαλε το κρασί στο ψυγείο, για να το κρατήσει δροσερό. |
μένω εκεί, μένω εκεί που είμαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Resta dove sei finché arrivo. |
τηρώ, κρατάω, κρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (υπόσχεση, λόγο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joe ha onorato la sua promessa di pagare la cena. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mantenere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του mantenere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.