Τι σημαίνει το assegno στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης assegno στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assegno στο Ιταλικό.

Η λέξη assegno στο Ιταλικό σημαίνει αποδίδω, επιρρίπτω, εκχωρώ, αντιστοιχίζω, ορίζω, τοποθετώ κπ σε κτ, διορίζω στρατιωτικό ακόλουθο, αναθέτω, ορίζω συγκεκριμένη χρήση, ορίζω συγκεκριμένο σκοπό, διανέμω, διανέμω, διαθέτω, τοποθετώ, παραχωρώ, διαθέτω, παρέχω, απονέμω κτ σε κπ, κατανέμω, διανέμω, στέλνω, διανέμω, μοιράζω, αποδίδω κτ σε κπ, αποδίδω, βάζω, απονέμω κτ σε κπ, μοιράζω, διανέμω, επιταγή, επιταγή, τραπεζική επιταγή, αναθέτω, κατηγοριοποιούμαι, αναθέτω εργασία, αναθέτω δουλειά, επιλέγω κπ για τον ρόλο, μεταστεγάζω, μετεγκαθιστώ, δίνω λάθος ρόλο, δίνω ακατάλληλο ρόλο, δίνω κωδικό όνομα, αναθέτω, δίνω κτ σε κπ, αναθέτω, αποδίδω κτ σε κπ, επιρρίπτω κτ σε κπ, μοιράζω κτ σε κπ, αναθέτω, αναθέτω, απονέμω κτ σε κπ, δίνω χάντικαπ σε κπ, κατανέμω, διανέμω, δίνω, αναθέτω κτ σε κπ, αναθέτω κτ σε κπ, επιλέγω κάποιον για τον ρόλο, ορίζω, καθορίζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, βάζω κπ να κοιμηθεί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης assegno

αποδίδω, επιρρίπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ruolo, responsabilità)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκχωρώ

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιστοιχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (categoria) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Theodore ha assegnato dei numeri ad ogni voce della lista in ordine di importanza.
Ο Θίοντορ αντιστοίχισε τους αριθμούς με τα πράγματα στη λίστα με βάση τη σειρά προτεραιότητας.

ορίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (categoria) (κάτι ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il consigliere ha assegnato priorità assoluta all'imminente campagna elettorale.
Ο δημοτικός σύμβουλος όρισε την επερχόμενη εκστρατεία ως ύψιστη προτεραιότητα.

τοποθετώ κπ σε κτ

Il militare di leva è stato assegnato a un'unità cecchini vicino al villaggio.
Ο στρατολογημένος άνδρας τοποθετήθηκε σε μια μονάδα ελεύθερων σκοπευτών κοντά στην πόλη.

διορίζω στρατιωτικό ακόλουθο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il sergente ha assegnato a Rick un'unità operativa speciale.

αναθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante di storia spesso assegna una gran quantità di compiti per casa.
Ο καθηγητής της ιστορίας συχνά αναθέτει απίστευτα πολλές εργασίες για το σπίτι.

ορίζω συγκεκριμένη χρήση, ορίζω συγκεκριμένο σκοπό

verbo transitivo o transitivo pronominale (χρηματικά ποσά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διανέμω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al suo capo piaceva assegnare i compiti più interessanti agli impiegati che lo elogiavano.

διανέμω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo ha distribuito il cibo dell'esercito.

διαθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo distribuirà (or: ripartirà) 10.000 soldati nel paese devastato dalla guerra.
Η κυβέρνηση θα διαθέσει 10.000 στρατεύματα στην χώρα που πλήττεται από τον πόλεμο.

τοποθετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È stata assegnata dalla direzione a un lavoro sul campo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο διευθυντής τοποθέτησε τη Μαρία σε μια θέση που απαιτεί ιδιαίτερα προσόντα.

παραχωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giudice ha concesso all'attore il diritto di vedere i documenti.
Ο δικαστής παραχώρησε στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να δει τα έγγραφα.

διαθέτω, παρέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Allocheremo 30 ore per questo progetto.

απονέμω κτ σε κπ

(τίτλο, βαθμό, αξίωμα κλπ)

Il presidente conferì la medaglia d'onore al soldato.

κατανέμω, διανέμω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι εθελοντές στον προσφυγικό καταυλισμό μεριμνούσαν ώστε να κατανέμονται δίκαια οι μερίδες.

στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose ha mandato la sua assistente a ritirare il pacco.
Η Ρόουζ έστειλε τη βοηθό της να ασχοληθεί με την παραλαβή.

διανέμω, μοιράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποδίδω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μια ιδιότητα)

Come potete attribuirmi queste motivazioni senza alcuna prova?
Πως μπορείς να μου προσάπτεις (or: καταλογίζεις) τέτοια κίνητρα χωρίς αποδείξεις;

αποδίδω

(κάτι καλό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A cosa attribuisce il suo rapido successo come cantante?
Σε τι αποδίδεις την πρώιμη επιτυχία σου ως τραγουδίστρια;

βάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απονέμω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

L'Oscar come miglior film è stato assegnato a "12 anni schiavo".
Απένειμαν το Όσκαρ καλύτερης φωτογραφίας στην ταινία «12 χρόνια σκλάβος».

μοιράζω, διανέμω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Agatha ha distribuito il lavoro fra i membri del team così che ognuno avesse qualcosa da fare.

επιταγή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pagherò il conto con un assegno. Il vincitore riceverà un assegno da un milione di Euro.
Θα πληρώσω τον λογαριασμό με τσεκ. Ο νικητής θα λάβει τσεκ 1 εκατομμυρίου ευρώ.

επιταγή

(τραπεζική συναλλαγή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pensi di poter mandare un assegno bancario?
Μήπως μπορείς να μου στείλεις μια τραπεζική επιταγή;

τραπεζική επιταγή

sostantivo maschile

αναθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ha assegnato ai suoi alunni diversi compiti.

κατηγοριοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questo rapporto è classificato con l'intestazione "Finanza", quindi si può archiviare in quella cartella.

αναθέτω εργασία, αναθέτω δουλειά

verbo transitivo o transitivo pronominale

Siccome era una nuova impiegata, le ho assegnato un compito non troppo difficile.

επιλέγω κπ για τον ρόλο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταστεγάζω, μετεγκαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo ha assegnato un nuovo alloggio ai cittadini dopo il tornado.

δίνω λάθος ρόλο, δίνω ακατάλληλο ρόλο

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε θέατρο, ταινία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Είναι εξαιρετική ηθοποιός, αλλά σε αυτήν την ταινία, ο ρόλος της επιπόλαιης κοπελίτσας ήταν λάθος.

δίνω κωδικό όνομα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La direttrice ha assegnato al suo assistente il compito di condurre i colloqui di lavoro.
Η διευθύντρια ανέθεσε τις συνεντεύξεις των υποψηφίων για εργασία στη βοηθό της.

δίνω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

L'insegnante assegna a ciascuno un libro degli esercizi.

αναθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il supervisore di Sarah le assegnò il compito di scrivere la newsletter dell'azienda.
Ο προϊστάμενος της Σάρας της ανέθεσε να γράψει το εταιρικό newsletter.

αποδίδω κτ σε κπ, επιρρίπτω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ruolo, responsabilità)

μοιράζω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Lo stato riconosce dei benefici a coloro che dimostrino di essere in condizioni di necessità.

αναθέτω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'avvocato assegnò le scartoffie al suo assistente.
Ο δικηγόρος ανέθεσε τη χαρτούρα στον βοηθό του.

αναθέτω

(σε κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli è stato assegnato il compito di caricare i dati nel sistema informatico.
Του ανέθεσαν να φορτώσει τα δεδομένα στο σύστημα του υπολογιστή.

απονέμω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (premi)

Gli è stato conferito il Nobel per la pace.
Βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.

δίνω χάντικαπ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I giudici di gara assegnano gli handicap ai cavalli a seconda dell'età e della condizione nelle gare precedenti.

κατανέμω, διανέμω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il consiglio comunale ha assegnato (or: destinato) risorse a cinque nuovi enti di beneficenza quest'anno.
Το δημοτικό συμβούλιο μοίρασε πόρους σε πέντε νέες φιλανθρωπικές ομάδες φέτος.

δίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo tre colloqui le hanno dato il lavoro.
Μετά από τρεις συνεντεύξεις, της έδωσαν τη δουλειά.

αναθέτω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Le è stato assegnato il corso di "Letteratura avanzata" grazie alle sue capacità d'insegnamento.
Της ανέθεσαν να διδάξει το μάθημα της Λογοτεχνίας για Προχωρημένους λόγω των διδακτικών δεξιοτήτων της.

αναθέτω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Il governo ha assegnato l'appalto a una piccola azienda.
Η κυβέρνηση ανέθεσε τη σύμβαση στη μικρή εταιρία.

επιλέγω κάποιον για τον ρόλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli hanno assegnato la parte di una delle guardie del corpo.
Του έδωσαν τον ρόλο ενός από τους σωματοφύλακες.

ορίζω, καθορίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (urbanistica) (μια ζώνη για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A questa area è stata assegnata la destinazione d'uso del commercio al dettaglio.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbo transitivo o transitivo pronominale (nautica)

βάζω κπ να κοιμηθεί

verbo transitivo o transitivo pronominale (su nave, treno) (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ai giovani viaggiatori fu assegnata una cuccetta nell'ultimo vagone.
Έβαλαν τους νεαρούς ταξιδιώτες να κοιμηθούν στο τελευταίο βαγόνι.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assegno στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του assegno

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.