Τι σημαίνει το voglia στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης voglia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voglia στο Ιταλικό.

Η λέξη voglia στο Ιταλικό σημαίνει εκ γενετής σημάδι, σημάδι, λαχτάρα, επιθυμία, λαχτάρα, επιθυμία, παρόρμηση, δίψα, έτοιμος είμαι, όρεξη, διάθεση, θα ήθελα, θέλω, θέλω, θέλω, επιθυμώ, εντολή, διαταγή, έχω την πρόθεση, εύχομαι, εύχομαι, θέλω, προτιμώ, θέλω, θέλω κτ πολύ για να γίνει, εύχομαι, επιθυμία, θέλημα, σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζω, είμαι αποφασισμένος, σκοπεύω, θέλω, θέλω, θέλω, θέλω, θα ήθελα, επιθυμώ, θέλω, διατεθειμένος να κάνω κτ, όρεξη, διάθεση, θέλω, σχεδιάζω, θέλω, επιθυμία, λαχτάρα, λιγούρα, ενδιαφέρομαι, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, επιθυμία για ταξίδια, πόθος, νέα πνοή, όρεξη για ζωή, όρεξη για ζωή, πάθος για ζωή, αναζήτηση της έξαψης, λιγούρα, -, δεν έχω όρεξη, λαχταράω, έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ, δεν έχω όρεξη να κάνω κτ, δεν παίζει, δεν ψήνομαι, πείθομαι, πεθαίνω για κτ, με λαχτάρα, αναλαμβάνω δράση εναντίον κάποιου, πεθαίνω να κάνω κτ, έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτ, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω κτ, ψήνομαι, ψήνομαι να κάνω κτ, είμαι σε θέση, προκαλώ αποστροφή, απωθώ, λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ, θέλω, που θέλει κτ, ψήνομαι για κτ, εννοείται, καπρίτσιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης voglia

εκ γενετής σημάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il neo congenito di Nicole copre buona parte della sua guancia sinistra.

σημάδι

sostantivo femminile (malformazione cutanea)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si vergogna parecchio della sua voglia al collo.

λαχτάρα, επιθυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter aveva voglia di mettersi in viaggio.
Ο Πήτερ είχε λαχτάρα να ταξιδέψει.

λαχτάρα, επιθυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il desiderio di Jane di una vacanza diventa sempre più forte di giorno in giorno.
Η λαχτάρα της Τζέιν για διακοπές μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.

παρόρμηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho un impulso improvviso di mangiare del gelato.
Είχα μια ξαφνική παρόρμηση να φάω παγωτό.

δίψα

(figurato: forte desiderio) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ήταν εμφανές πως ο Πήτερ είχε τη δίψα που χρειαζόταν για να του δίνει κίνητρο.

έτοιμος είμαι

(καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Quasi quasi ti do una bella sculacciata!
Έτοιμος είμαι να σου δώσω ένα χέρι ξύλο!

όρεξη, διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le è venuto il capriccio di tingersi i capelli di rosso.
Έκανε κέφι να βάψει τα μαλλιά της κόκκινα.

θα ήθελα

verbo transitivo o transitivo pronominale (forma di cortesia: modo condizionale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io e mio marito vorremmo ringraziarla per tutto l'aiuto che ci ha dato.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voglio una fetta di torta, anche se dovrei essere a dieta.
Θέλω πολύ μια φέτα κέικ αλλά υποτίθεται ότι κάνω δίαιτα.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Vuoi uscire a bere qualcosa?" chiese Rob a Sheila.

θέλω, επιθυμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se volete venire, salite in macchina!
Εάν θέλεις να έρθεις μπες στο αυτοκίνητο!

εντολή, διαταγή

sostantivo maschile (di persona potente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il volere della regina è che sia fatto cavaliere per i servizi resi per lo sport.

έχω την πρόθεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non voleva far esplodere il serbatoio di gas quando ha acceso la sigaretta.
Δεν είχε την πρόθεση να προκαλέσει την ανατίναξη του ντεπόζιτου όταν άναψε το τσιγάρο της.

εύχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vorrei che smettesse di parlare.
Μακάρι να σταματούσε να μιλάει!

εύχομαι

(condizionale: impossibile)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vorrei essere una principessa
Μακάρι να ήμουν πριγκίπισσα!

θέλω, προτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi fare ciò che vuoi fino a che non torno, poi puliamo la casa.
Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti voglio qui entro le nove stasera.
Σε θέλω εκεί το αργότερο στις εννιά απόψε.

θέλω κτ πολύ για να γίνει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non deve semplicemente accadere. Devi volere che accada.

εύχομαι

(condizionale: improbabile)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi piacerebbe che i miei figli fossero totalmente felici.
Εύχομαι στα παιδιά μου απόλυτη ευτυχία.

επιθυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θέλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η γιαγιά μου λέει πως ότι συμβαίνει είναι θέλημα Θεού.

σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non volevo ferirti. Mi spiace che tu sia rimasto sconvolto da quello che ho detto.

είμαι αποφασισμένος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

σκοπεύω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tony ha intenzione di finire il suo drink in un sorso.
Ο Τόνι σκοπεύει να τελειώσει το ποτό του με μια γουλιά.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Salve. Vorrei un rullino per la mia macchina fotografica per favore.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fai quello che vuoi! Io me ne vado fra cinque minuti.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se il corridore lo vuole davvero può battere il record.
Αν το θέλει αρκετά, ο δρομέας μπορεί και να σπάσει το ρεκόρ.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sessualmente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti voglio da morire: quando possiamo stare da soli?

θα ήθελα

(desiderare, gradire)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi piacerebbe molto una tazza di caffè, grazie.
Θα ήθελα ενα φλιτζάνι καφέ, ευχαριστώ.

επιθυμώ, θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho sempre desiderato una vita migliore per la mia famiglia.
Πάντα επιθυμούσα (or: ήθελα) μια καλύτερη ζωή για την οικογένειά μου.

διατεθειμένος να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όρεξη, διάθεση

verbo transitivo o transitivo pronominale (για κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stiamo andando a una festa, hai voglia di venire?
Θα πάμε σε ένα πάρτι. Ψήνεσαι;

θέλω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scusa, non volevo farti male.
Συγγνώμη. Δεν ήθελα (or: είχα σκοπό) να σε πληγώσω.

σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti ho calpestato il piede? Non avevo intenzione di farlo.
Σου πάτησα το πόδι; Συγγνώμη, δεν το είχα σκοπό (or: πρόθεση).

επιθυμία, λαχτάρα

(για κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il sant'uomo vuole che controlliamo la nostra brama di soldi e potere.
Ο άγιος μας προτρέπει να ελέγξουμε τις επιθυμίες μας για εξουσία και χρήματα.

λιγούρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando ero incinta avevo una voglia matta di cocomero.
Όταν ήμουν έγκυος είχα μια λιγούρα για καρπούζι.

ενδιαφέρομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non esitare a contattarmi se ne hai voglia.
Μη διστάσεις να επικοινωνήσεις μαζί μου αν ενδιαφέρεσαι τόσο.

ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιθυμία για ταξίδια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per soddisfare la sua voglia di viaggiare Beth ha fatto una crociera attorno al mondo.
Η Μπεθ έκανε μια κρουαζιέρα σε όλον τον κόσμο για να ικανοποιήσει την επιθυμία της για ταξίδια.

πόθος

(figurato, informale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Amy ha una voglia matta di un frullato.

νέα πνοή, όρεξη για ζωή

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'aver perso tutti quei chili, mi ha dato una rinnovata voglia di vivere.

όρεξη για ζωή, πάθος για ζωή

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo aver smesso con le droghe, crebbe la sua voglia di vivere.

αναζήτηση της έξαψης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λιγούρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho voglia improvvisa di uno spuntino, devo trovare qualcosa da mangiare!

-

(figurato) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Questa musica mi fa venire voglia di ballare!
Αυτή η μουσική με ξεσηκώνει και θέλω να χορέψω!

δεν έχω όρεξη

sostantivo femminile (για κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John non aveva voglia di fare il compito che c'era da fare.

λαχταράω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho voglia di una tazza di tè.
Έχω διάθεση για ένα φλιτζάνι τσάι.

δεν έχω όρεξη να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ho voglia di uscire questa sera.
Δεν έχω όρεξη να βγω έξω απόψε.

δεν παίζει, δεν ψήνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πείθομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli ho chiesto di fare un controllo per me, ma ha detto che non si sarebbe scomodato.
Του ζήτησα να το τσεκάρει εκ μέρους μου αλλά είπε ότι δεν ψήνεται να το κάνει.

πεθαίνω για κτ

verbo intransitivo (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Susan moriva dalla voglia di fumare una sigaretta, ma non voleva uscire.
Η Σούζαν πέθαινε για ένα τσιγάρο αλλά δεν ήθελε να βγει έξω.

με λαχτάρα

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αναλαμβάνω δράση εναντίον κάποιου

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεθαίνω να κάνω κτ

verbo intransitivo (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Muoio dalla voglia di rivedere la mia famiglia dopo aver passato un anno all'estero.
Πεθαίνω να δω την οικογένειά μου μετά από έναν χρόνο στο εξωτερικό.

έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ho voglia di andare fuori a cena stasera.
Θέλω να βγω έξω για δείπνο απόψε.

δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho perso il telecomando e non ho nessuna voglia di alzarmi a cambiare canale.

ψήνομαι

(prendersi il disturbo di [qlcs]) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Avevo in programma di uscire stasera, ma non sono sicuro di averne tutta questa voglia.

ψήνομαι να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho chiesto a Tracey se avesse voglia di venire con me per il viaggio.
Ρώτησα την Τρέισι αν ψηνόταν να έρθει μαζί μου στο ταξίδι.

είμαι σε θέση

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Possiamo fare una passeggiata dopo pranzo, se te la senti.

προκαλώ αποστροφή, απωθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si era fatto passare la voglia di frutti di mare da quando si era intossicato con un'ostrica. È stato disgustoso - mi ha proprio fatto passare la voglia di cenare.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η τροφική δηλητηρίαση που έπαθε από ένα όστρακο του προκάλεσε αποστροφή στα θαλασσινά.

λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ

(figurato: desiderare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan aveva fame di vacanze dopo aver lavorato su una barca di pescatori per un mese.
Ο Νταν λαχταρούσε διακοπές μετά από ένα μήνα που εργαζόταν σε ένα αλιευτικό σκάφος.

θέλω

(al condizionale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti piacerebbe una partita a golf oggi pomeriggio?
Θα σου έκανε κέφι ένας γύρος γκολφ το απόγευμα;

που θέλει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψήνομαι για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό, μεταφορικά)

Certo che ho voglia di fare una camminata questo fine settimana.
Είμαι μέσα για πεζοπορία αυτό το ΣΚ.

εννοείται

Se voglio un'altra fetta di quel dolce delizioso? Eccome!

καπρίτσιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η επιθυμία του Άνταμ να μάθει Ιαπωνικά ήταν ένα καπρίτσιο που του πέρασε σύντομα όταν συνειδητοποίησε πόσο δύσκολη γλώσσα ήταν.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voglia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.