Τι σημαίνει το lanciare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lanciare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lanciare στο Ιταλικό.
Η λέξη lanciare στο Ιταλικό σημαίνει εκτοξεύω, λανσάρω, παρουσιάζω, ρίχνω, πετάω, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, εκτοξεύω, φτύνω, ρίχνω, εκτοξεύομαι, ρίχνω, πετάω, ξεκινάω, ξεκινώ, λανσάρω, κυκλοφορώ, ρίχνω, εκσφενδονίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ, βγάζω, κυκλοφορώ, ρίχνω, πετάω, πετώ, λανσάρω, ρίχνω, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετώ, γυρίζω, το ρίχνω κορώνα γράμματα, το παίζω κορώνα γράμματα, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, δίνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, κυκλοφορώ, ξεστομίζω, ρίψη, βάζω σε λειτουργία, πετάω, πετώ, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, διαφημίζω, προωθώ, πετάω, ρίχνω, προωθώ, εκτελώ, ρίχνω, πετώ, ρίχνω, αρθρώνω, εκφέρω, πετάω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ/κτ, καταριέμαι, αναθεματίζω, τα χώνω, εξαπολύω επίθεση, κάνω έκκληση, κοιτάζω θυμωμένα, πετάω το γάντι, στέλνω ένα φιλί, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, κοιτάζω απειλητικά, ρίχνω κτ κορώνα γράμματα, κάνω αρχικοποίηση, κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω, ρίχνω πίσω, απευθύνομαι, γλώσσα του σώματος, επικοινωνία με χειρονομίες, επικρίνω έντονα, στέλνω ένα φιλί σε κπ, αγριοκοιτάζω, ρίχνω από αέρος, στέλνω ένα φιλί σε κπ, κάνω καυστικά σχόλια, ρίχνω μία ματιά, αγριοκοιτάζω, προκαλώ, ρίχνω ξανά την πετονιά, ρίχνω δόλωμα, κρατώ την μπάλα για την εκκίνηση, καρφώνω, πετάω αβγά σε κτ/κπ, πετάω αυγά σε κτ/κπ, ρίχνω ξανά, εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω, στέλνω κπ/κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lanciare
εκτοξεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agenzia spaziale ha lanciato un altro razzo nello spazio alle 6 di mattina. Η διαστημική εταιρία εκτόξευσε άλλον έναν πύραυλο στο διάστημα στις 6 πμ. |
λανσάρω, παρουσιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μάρκετινγκ: προϊόν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda lancerà il suo nuovo prodotto mercoledì. Η εταιρία θα λανσάρει (or: παρουσιάσει) το νέο της προϊόν την Τετάρτη. |
ρίχνω, πετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) sbrigati a lanciare la palla! Βιάσου και ρίξε την μπάλα! |
πετάω, πετώ, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan ha lanciato con rabbia il computer rotto giù per le scale. Ο Νταν εκσφενδόνισε θυμωμένα τον χαλασμένο υπολογιστή στις σκάλες. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il comandante ha dato ordine di lanciare i siluri contro la nave nemica. Ο κυβερνήτης έδωσε εντολή να ρίξουμε τις τορπίλες στο εχθρικό πλοίο. |
πετάω, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha lanciato la palla verso la porta da trenta metri di distanza. Πέταξε τη μπάλα προς την εστία από απόσταση τριάντα μέτρων. |
εκτοξεύω, φτύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: insulti) (μεταφορικά: κτ σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vecchio Larry sedeva sempre sulla veranda di casa sua lanciando insulti agli scolari che passavano. Ο γερο-Λάρυ πάντα καθόταν στην μπροστινή αυλή του και εκτόξευε βρισιές στους μαθητές που περνούσαν. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soffia sui dadi prima di tirarli. |
εκτοξεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (veicoli spaziali) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il missile spaziale si prepara ad essere lanciato. |
ρίχνω, πετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (colpendo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκινάω, ξεκινώ(campagna, iniziativa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'università ha lanciato una spedizione di ricerca. Το πανεπιστήμιο ξεκίνησε μια ερευνητική επιχείρηση. |
λανσάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (un prodotto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda ha lanciato un nuovo medicinale miracoloso. Η εταιρεία λανσάρω ένα νέο θαυματουργό φάρμακο. |
κυκλοφορώ(figurato: promuovere) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hanno lanciato il film con una festa a Los Angeles. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κυκλοφόρησε η καινούργια ταινία του Τζακ Νίκολσον. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (baseball) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lanciare una palla nel baseball significa passarla al battitore. |
εκσφενδονίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jack ha perso la pazienza e ha iniziato a lanciare piatti contro il muro. Ο Τζέικ έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να πετά πιάτα στον τοίχο. |
ξεκινάω, ξεκινώ(figurato, informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lanceremo una nuova linea di cosmetici alla fine del mese. |
είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερverbo transitivo o transitivo pronominale (baseball) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Luke di solito lanciava, ma adesso è passato alla prima base. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha lanciato un grido ed è corso verso di lei. |
κυκλοφορώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compagnia ha lanciato il nuovo prodotto martedì. |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spesso le organizzazioni umanitarie lanciano le provviste dagli aeroplani nelle aree colpite da calamità. |
πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joe lanciò la palla a Wendy. |
λανσάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (prodotto sul mercato) (καθομιλουμένη, ζαργκόν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La casa ha lanciato il nuovo modello dell'auto a ottobre. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (sport: cricket) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il lanciatore tirò la palla e il battitore la mancò. |
ρίχνω(figurato: uno sguardo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andy ha lanciato uno sguardo a Helen. |
ρίχνω, πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jacob lanciò la palla a Pippa. Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα. |
γυρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (στον αέρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim ha lanciato il pancake nella padella. Ο Τζιμ γύρισε την τηγανίτα στο τηγάνι. |
το ρίχνω κορώνα γράμματα, το παίζω κορώνα γράμματα(moneta) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I due amici non riuscivano a decidere quale film guardare, quindi lanciarono una moneta. Οι δύο φίλοι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν πια ταινία θα δούνε και γι' αυτό έστριψαν ένα νόμισμα. |
ρίχνω, πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom ha lanciato il sasso nella fontana. Ο Τομ έριξε την πέτρα στο συντριβάνι. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ζάρι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È il tuo turno di lanciare. Ecco i dadi. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (πάσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante la partita ha lanciato molti passaggi difficili con abilità. |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Τρέβορ προσπάθησε να πετάξει μια πέτρα στο δέντρο, αλλά αστόχησε. |
κυκλοφορώ(rendere pubblico, diffondere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'editore distribuirà il libro la prossima settimana. |
ξεστομίζω(esclamazione, bestemmia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'uomo si arrabbiò e proferì una sfilza di imprecazioni. |
ρίψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βάζω σε λειτουργίαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, πετώ, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ragazzo lanciò una palla di neve alla sua maestra. Το αγόρι πέταξε μια χιονόμπαλα στον δάσκαλό του. |
πετάω, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (με κόπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate ha gettato il vecchio divano nel cassonetto. Η Κέιτ πέταξε με κόπο τον παλιό καναπέ στον κάδο απορριμάτων. |
διαφημίζω, προωθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devon lanciò la palla giusto sopra al piatto. Ο Ντέβον έριξε την μπάλα πάνω από τη βαλβίδα. |
προωθώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda ha lanciato sul mercato la sua nuova marca di dentifricio. Η εταιρία προώθησε την καινούρια μάρκα οδοντόπαστας. |
εκτελώverbo transitivo o transitivo pronominale (informatica, programma) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il programmatore ha lanciato il programma alla ricerca di eventuali problemi. Ο προγραμματιστής έτρεξε το πρόγραμμα ώστε να ελέγξει μήπως υπάρχουν προβλήματα. |
ρίχνω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha tirato una palla attraverso la finestra. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tocca a te. Tira i dadi! |
αρθρώνω, εκφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ian non ha proferito parola durante la riunione. |
πετάω κτ σε κπ
Steve lanciò le chiavi a Janet in modo che lei potesse aprire la porta. |
πετάω κτ σε κπ
|
πετάω κτ σε κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale Johnny fu sgridato per aver tirato un libro addosso a suo fratello. |
καταριέμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La strega minacciò di maledire il cavaliere se questi non si fosse piegato a lei. |
αναθεματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα χώνωverbo intransitivo (colloquiale) (αργκό, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono stanca delle mie colleghe che mi lanciano continuamente frecciate in ufficio. |
εξαπολύω επίθεσηverbo transitivo o transitivo pronominale (tecnico, militare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Uomini, prepararsi a lanciare un attacco. |
κάνω έκκλησηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La star del cinema ha lanciato un appello al pubblico per conto del fondo di solidarietà per il terremoto. |
κοιτάζω θυμωμέναverbo transitivo o transitivo pronominale |
πετάω το γάντιverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il capo lanciò un guanto di sfida raddoppiando gli obiettivi di vendita del mese. |
στέλνω ένα φιλίverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνω μια γρήγορη ματιά(rapidamente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il bebè dormiva, perciò abbiamo solo dato una rapida occhiata. |
κοιτάζω απειλητικά(figurato, informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hason guardava in cagnesco la sua insegnante di matematica pensando che l'algebra fosse una tortura. |
ρίχνω κτ κορώνα γράμματα(per decidere) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω αρχικοποίηση
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La strega fece un incantesimo all'uomo e lo trasformò in rospo. |
ρίχνω πίσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απευθύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John ha chiesto aiuto agli amici. Ο Τζον απευθύνθηκε στους φίλους του για βοήθεια. |
γλώσσα του σώματος, επικοινωνία με χειρονομίεςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kyle stava facendo dei gesti dall'altra parte della stanza per chiedermi se volevo qualcosa da bere. |
επικρίνω έντοναverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'articolo di giornale ha lanciato un attacco al presidente e alle sue politiche. |
στέλνω ένα φιλί σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγριοκοιτάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom era seduto nell'angolo e lanciava sguardi truci. |
ρίχνω από αέροςverbo transitivo o transitivo pronominale (εφοδιασμός με τρόφιμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στέλνω ένα φιλί σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω καυστικά σχόλια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Odio andare a trovare la famiglia di mio marito perché mia suocera non fa altro che criticare. |
ρίχνω μία ματιά(σε κτ/κπ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mark continuava a dare delle occhiate alla porta per vedere se la persona che aspettava fosse arrivata. Con discrezione, ci siamo dati un'occhiata a vicenda. Ο Μαρκ έριχνε ματιές στην πόρτα για να δει εάν είχε φτάσει η συνοδός του. Ρίχναμε διακριτικές ματιές ο ένας στον άλλο. |
αγριοκοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susan lanciò un'occhiataccia al suo fidanzato. Η Σούζαν αγριοκοίταξε το φίλο της. |
προκαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (σε παιχνίδι κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alex mi ha sfidato a una partita di biliardo. Ο Άλεξ με προκάλεσε σε έναν αγώνα μπιλιάρδο. |
ρίχνω ξανά την πετονιάverbo transitivo o transitivo pronominale (pesca) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνω δόλωμαverbo transitivo o transitivo pronominale La mia lenza si aggroviglia tutte le volte che la lancio. |
κρατώ την μπάλα για την εκκίνησηverbo transitivo o transitivo pronominale (hockey) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) L'arbitro ha lanciato il disco tra i due giocatori avversari. Ο διαιτητής κράτησε τη μπάλα ανάμεσα στους δυο αντίπαλους παίκτες για την εκκίνηση. |
καρφώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω αβγά σε κτ/κπ, πετάω αυγά σε κτ/κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La folla ha fischiato il politico e ha lanciato uova alla sua auto. |
ρίχνω ξανάverbo transitivo o transitivo pronominale (pesca) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω(μεταφορικά: κτ σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli ex colleghi di Ray hanno rivolto alcune orribili accuse nei suoi confronti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εκτόξευσαν ορισμένες φριχτές κατηγορίες εναντίον του. |
στέλνω κπ/κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I cacciatori hanno sguinzagliato i cani per fiutare. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lanciare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του lanciare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.