Τι σημαίνει το cambio στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cambio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cambio στο Ιταλικό.

Η λέξη cambio στο Ιταλικό σημαίνει αλλάζω, ρέστα, κάνω μετεπιβίβαση, αλλάζω, αλλάζω, βάζω, αλλάζω, μετατρέπω, κάνω ψιλά, κάνω λιανά, χαλάω, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, βάζω, αλλάζω, αλλάζω, αποβάλλω, μπαίνω, το γυρίζω σε κτ, το αλλάζω σε κτ, αλλάζω, αλλάζω, μετακινούμαι, αλλάζω ταχύτητα, αλλάζω, σπάω, αλλάζω, χαλάω, αλλάζω, μετατρέπω, αλλάζω, ανταλλάσσω, σχετίζομαι, αλλάζω, αλλάζω, αναθεωρώ, αλλάζω, αλλάζω, προσαρμόζω, αποβάλλω, απορρίπτω, ανασχηματίζω, αλλάζω ταχύτητες, αλλάζω, μεταφέρω, μεταβάλλω, τροποποιώ, αλλάζω, μεταβάλλω, ξαναγράφω, αλλάζω, επαναδιευθετώ, εξαργυρώνω, αλλάζω κανάλι, αντικαθιστώ κτ με κτ, αλλαγή γνώμης, στρίβω, επανεγκαθίσταμαι, μετακομίζω, αλλάζω γνώμη, αλλάζω γνώμη, μετακομίζω, φτιάχνω σε κλίμακα, για αλλαγή, αλλαγή σκηνικού, εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών, αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία, αλλάζω κατεύθυνση, αλλάζω θέμα, αναστρέφω το κλίμα, αλλάζω γνώμη, αλλάζω γνώμη, κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω επιτόπου στροφή, μεταρρυθμίζω, γυρίζω σελίδα, αλλάζω, ξεφεύγω από το θέμα, κάνω μια αλλαγή, αλλάζω κανάλια, κάνω ζάπινγκ, κάνω ζάπινγκ, αλλάζω στρατόπεδο, ανεβάζω ταχύτητα, επαναπρογραμματίζω, ανακαινίζω, παρουσιάζω κτ με νέα ταυτότητα, αλλαγή περιφερειών, ανακοστολογώ, ανατιμολογώ, αναδιαμορφώνω, επαναχαράσσω, αποστέλλω ξανά, αλλάζω ιδιοκτήτη, αλλάζω προσέγγιση, αλλάζω τακτική, αλλάζω ταχύτητα, αλλάζω πόστο, αλλάζω θέση, βελτιώνομαι, μένω συντονισμένος, αλλάζω θέση με κπ, κάνω ανακαίνιση, αλλάζω από χέρι σε χέρι, ξεφεύγω και καταλήγω, ξεφεύγω, αλλάζω, αλλάζω μορφή σε κτ, αντιστρέφω τους όρους, βάζω νέο κάθισμα σε κτ, παίρνω το μέρος άλλου, έχω ποικιλία, αλλάζω γνώμη, αλλάζω ιδιοκτήτη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cambio

αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo cambiarmi i vestiti.
Πρέπει να αλλάξω ρούχα.

ρέστα

verbo transitivo o transitivo pronominale (χρήματα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Hai da cambiare una banconota da cinque dollari?
Έχεις ρέστα για χαρτονόμισμα των πενήντα δολαρίων;

κάνω μετεπιβίβαση

verbo transitivo o transitivo pronominale (mezzi di trasporto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Devi cambiare a Kings Cross Station.

αλλάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Invecchiando cambiano tutti. Audrey sapeva che qualcosa era cambiato, ma non era sicura di cosa fosse.

αλλάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La voce di Larry è cambiata con l'adolescenza.

βάζω

verbo intransitivo (meccanica) (ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In collina cambia in seconda.

αλλάζω, μετατρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (valuta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voglio cambiare questi dollari in euro.

κάνω ψιλά, κάνω λιανά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dovresti cambiare le tue banconote in monete.

χαλάω, αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (δίνω μικρότερα νομίσματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi cambiarmi una banconota da cinque?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχετε ρέστα από κατοστάρικο; Δυστυχώς δεν έχω να σας δώσω πιο ψιλά.

αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cambiate le lenzuola almeno una volta a settimana.

αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna vuole cambiare l'accordo.
Η Άννα θέλει να αλλάξει τη συμφωνία.

αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταλλάσσομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nel corso della storia l'uomo non ha per niente cambiato la sua natura.
Καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του, ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει καθόλου την αληθινή του φύση.

βάζω

(auto: marcia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho cambiato gestore telefonico perché non ero soddisfatto di quello precedente.

αλλάζω

(veicoli: marcia) (ταχύτητες στο αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'autista ha cambiato marcia mentre l'auto saliva la collina.
Ο οδηγός άλλαζε ταχύτητες, καθώς το αυτοκίνητο ανέβαινε στον λόφο.

αποβάλλω

(la pelle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il serpente cambia pelle.
Το φίδι ρίχνει το δέρμα του.

μπαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rosa sentiva di essere pronta per cambiare verso una nuova fase della sua carriera.

το γυρίζω σε κτ, το αλλάζω σε κτ

verbo intransitivo (TV: canale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il film non mi piaceva e ho cambiato sul canale dello sport.
Η ταινία δεν με ευχαριστούσε, γι' αυτό το άλλαξα στο αθλητικό κανάλι.

αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho cambiato provider perché la mia connessione a internet era troppo lenta.
Άλλαξα πάροχο υπηρεσιών γιατί η ευρυζωνική σύνδεσή μου δεν ήταν αρκετά γρήγορη.

αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (mezzi di trasporto) (συγκοινωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha cambiato treno a Madrid per andare a Barcellona.
Για να πάει στη Βαρκελώνη άλλαξε τρένο στη Μαδρίτη.

μετακινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non possiamo sederci a questo tavolo. Dobbiamo cambiare.

αλλάζω ταχύτητα

(veicoli: marcia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando il motore gira troppo veloce devi cambiare.

αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (trasporti) (μέσο συγκοινωνίας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dobbiamo cambiare alla stazione di Northgate.

σπάω

verbo intransitivo (voce: adolescenza) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La sua voce cominciò a cambiare all'età di 13 anni.

αλλάζω

(casa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha cambiato casa due volte lo scorso anno.
Άλλαξε διαμέρισμα δυο φορές πέρσι.

χαλάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (contanti) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi cambiarmi un dollaro?

αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La barca ha cambiato direzione quando è cambiato il vento.

μετατρέπω, αλλάζω, ανταλλάσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (valuta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo cambiare alcuni yen.

σχετίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In che modo queste nuove scoperte influenzeranno il nostro approccio all'educazione dei bambini?

αλλάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo televisore è guasto, voglio cambiarlo.
Αυτή η τηλεόραση είναι ελαττωματική. Θέλω να την αλλάξω.

αναθεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emma corresse le cifre secondo le nuove previsioni.
Η Έμμα αναθεώρησε τα στοιχεία σύμφωνα με τη νέα πρόβλεψη.

αλλάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cambiava opinione da un giorno all'altro.

προσαρμόζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Zelda ha regolato il colore del monitor del computer.
Η Ζέλντα διόρθωσε το χρώμα στην οθόνη του υπολογιστή.

αποβάλλω, απορρίπτω

(pelle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In primavera il serpente muta la pelle.
Την άνοιξη το φίδι αποβάλλει το παλιό του δέρμα.

ανασχηματίζω

(κυβέρνηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Riorganizziamo il personale per occupare i posti vacanti.

αλλάζω ταχύτητες

(αυτοκίνητο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλάζω, μεταφέρω, μεταβάλλω

(cambiare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli Stati Uniti non sono ancora riusciti a passare al sistema metrico.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Αμερική δε μπόρεσε να αλλάξει σε μετρικό σύστημα.

τροποποιώ, αλλάζω, μεταβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scienziato ha dovuto modificare il suo esperimento.

ξαναγράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore modifichi questo passaggio e non nomini il senatore.

αλλάζω, επαναδιευθετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θέλω να αλλάξω (or: επαναδιευθετήσω) τη διάταξη των επίπλων σε αυτό το δωμάτιο.

εξαργυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se vai al supermercato, già che sei lì puoi anche usare questo buono.
Εάν πας στο σούπερ μάρκετ, μπορείς να εξαργυρώσεις κι αυτό το κουπόνι.

αλλάζω κανάλι

verbo intransitivo (canale TV)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Metti sul canale 10.

αντικαθιστώ κτ με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Non dimenticarti di cambiare i tuoi vestiti invernali con altri leggeri prima di partire.
Μην ξεχάσεις να αντικαταστήσεις τα χειμωνιάτικα ρούχα σου με άλλα ελαφρά πριν αναχωρήσεις.

αλλαγή γνώμης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha avuto un ripensamento e ora non mi vuole sposare più.

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nave virò a sinistra.

επανεγκαθίσταμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μετακομίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μετακομίζουμε, γι' αυτό και πρέπει να τα πακετάρουμε όλα σε κούτες.

αλλάζω γνώμη

(discussioni, opinioni)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È inutile provare a far cambiare idea politica a Greg, non cederà.
Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να αλλάξεις τη γνώμη του Τζωρτζ για την πολιτική. Δεν κάνει πίσω.

αλλάζω γνώμη

μετακομίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando avevo cinque anni ci siamo trasferiti.
Όταν ήμουν πέντε ετών, μετακομίσαμε.

φτιάχνω σε κλίμακα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ridimensionò il modello a un decimo delle dimensioni finali.
Έφτιαξε το μοντέλο υπό κλίμακα, έτσι ώστε είχε το ένα δέκατο του τελικού μεγέθους.

για αλλαγή

(contrariamente al solito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
mi fa piacere vedere che sorride, una volta tanto.

αλλαγή σκηνικού

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jake voleva cambiare aria e ha deciso di fare domanda per un lavoro all'estero.

εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών

(USA: trasporto pubblico)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία, αλλάζω κατεύθυνση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλάζω θέμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cambiamo argomento e parliamo di qualcosa di meno deprimente.

αναστρέφω το κλίμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La decisione degli Stati Uniti di entrare in guerra contribuì a cambiare il corso degli eventi e permise agli Alleati di vincere.

αλλάζω γνώμη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho cambiato idea e ho deciso di andare alla festa.

αλλάζω γνώμη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha cambiato idea e alla fine ha deciso di invitare sua sorella.

κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω επιτόπου στροφή

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταρρυθμίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γυρίζω σελίδα

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλλάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεφεύγω από το θέμα

verbo transitivo o transitivo pronominale (in un discorso)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω μια αλλαγή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλάζω κανάλια, κάνω ζάπινγκ

(TV)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ζάπινγκ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλάζω στρατόπεδο

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il disaccordo di Woodford con la politica del governo sull'immigrazione è la ragione per cui ha cambiato schieramento.
Η διαφωνία του Γούντφορντ με την κυβερνητική μεταναστευτική πολιτική είναι ο λόγος που τον οδήγησε στο να αλλάξει στρατόπεδο.

ανεβάζω ταχύτητα

(veicoli: marcia più alta) (ΗΒ,αυτοκίνητο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando si aumenta la velocità bisogna cambiare marcia per evitare che il motore lavori a un regime troppo alto.

επαναπρογραμματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il concerto è stato spostato al 15 marzo.

ανακαινίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ridipingeremo la nostra camera libera per il bambino.

παρουσιάζω κτ με νέα ταυτότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλαγή περιφερειών

verbo transitivo o transitivo pronominale (urbanistica)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανακοστολογώ, ανατιμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναδιαμορφώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναχαράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (urbanistica) (πολεοδομία: ζώνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποστέλλω ξανά

verbo transitivo o transitivo pronominale (commercio)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αλλάζω ιδιοκτήτη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La ditta era in cattive acque, cambiare proprietà finalmente migliorò la situazione.

αλλάζω προσέγγιση, αλλάζω τακτική

verbo transitivo o transitivo pronominale

αλλάζω ταχύτητα

verbo transitivo o transitivo pronominale

αλλάζω πόστο

verbo intransitivo (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tra il primo e il secondo tempo si deve cambiare campo.

αλλάζω θέση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βελτιώνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La sua vita è cambiata in meglio da quando si è trasferita qui.
Η ζωή της έχει βελτιωθεί από τότε που μετακόμισε εδώ.

μένω συντονισμένος

verbo intransitivo (radio, TV)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Torneremo subito dopo la pubblicità, non cambiate canale!
Θα επιστρέψουμε μετά το διαφημιστικό διάλειμμα οπότε μείνετε συντονισμένοι!

αλλάζω θέση με κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ανακαίνιση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλάζω από χέρι σε χέρι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando mi stanco di grattare con la mano destra, cambio ano e inizio a grattare con la sinistra.

ξεφεύγω και καταλήγω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αρχίσαμε να συζητάμε για πολιτικά αλλά κάπως ξεφύγαμε και καταλήξαμε να μιλάμε πάλι για τη θρησκεία.

ξεφεύγω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho lavorato ogni giorno fino a tardi e ho bisogno di andare in vacanza questo fine settimana.
Δούλευα μέχρι αργά όλη την εβδομάδα και έχω ανάγκη να ξεφύγω αυτό το σαββατοκύριακο.

αλλάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sposa vorrebbe modificare (or: cambiare) la sistemazione dei posti a sedere.
Η νύφη θα ήθελε να αλλάξει τη διάταξη των θέσεων.

αλλάζω μορφή σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informatica: di un file)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per caricare l'immagine, devi cambiare il suo formato in file .jpg.

αντιστρέφω τους όρους

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω νέο κάθισμα σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω το μέρος άλλου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non poteva vincere, visto che molti dei suoi alleati avevano cambiato bandiera.

έχω ποικιλία

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alla band piace cambiare un po' per rendere le cose sempre interessanti.
Το συγκρότημα προτιμά να έχει ποικιλία, για να κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον του κοινού.

αλλάζω γνώμη

verbo transitivo o transitivo pronominale

Ai miei genitori non piace molto il mio fidanzato, ma cambieranno opinione quando lo conosceranno meglio.

αλλάζω ιδιοκτήτη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quell'auto ha cambiato proprietario sette volte da quando era nuova.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cambio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του cambio

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.